Από τον Μιχάλη Καλούπη
Το βιβλίο του Laurent Binet , με τίτλο HHhH ( Himmler Hirn heisst Heydrich, σε ελληνική μετάφραση «ο Χάιντριχ είναι ο εγκέφαλος του Χίμλερ» από τις εκδόσεις Κέδρος) έφτασε στα χέρια μου ως μία διαισθητική αγορά και θα έλεγε κανείς πως είναι άλλο ένα βιβλίο ανάμεσα στα χιλιάδες που έχουν γραφτεί για τα εγκλήματα της Ναζιστικής Γερμανίας και την περίοδο του Εβραϊκού Ολοκαυτώματος.
Έχοντας διαβάσει αρκετές ιστορικές αναφορές για τις μαζικές και κάθε είδους εκτελέσεις από την ναζιστική Γερμανία του Χίτλερ δεν πίστευα πως θα εντυπωσιαστώ με κάποιο γεγονός που θα συναντούσα, μα ήμουν φυσικά αφελής που θεώρησα ότι κατέχω μία ξεκάθαρη εικόνα και μέσα στις σελίδες του βιβλίου που περιγράφουν την δολοφονία του Ρεϊνχαρντ Χάιντριχ, του ιθύνοντα νου του ολοκαυτώματος κατά γενική ομολογία, του ανθρώπου που ο Χίτλερ δήλωσε πως έχει «καρδιά από πέτρα» και κινούσε περισσότερα νήματα από όσα μπορεί να φανταστεί κανείς, μέσα σε αυτές τις σελίδες λοιπόν ανακάλυψα νέες πτυχές της ιστορίας, στις οποίες οι μικρές λεπτομέρειες είναι αυτές που γιγαντώνουν το μέγεθος της ναζιστικής φρικαλεότητας.
Το άρθρο αυτό γράφεται πριν καταφέρω να ολοκληρώσω την ανάγνωση του βιβλίου, μιας και ο σελιδοδείκτης μου έχει κολλήσει στην σελίδα 160. Από εκεί, θα μεταφέρω κατά λέξη το κείμενο του βιβλίου επειδή με θεωρώ ανάξιο να δώσω μία περίληψη του τι συνέβη στην τάφρο του Μπάμπι Γιαρ, στην οποία να καταφέρω να χωρέσω τόσο την ιστορική ακρίβεια (σε αυτό το κομμάτι ο Binet είναι ασυναγώνιστος και η έρευνά του πλήρως εμπεριστατωμένη) όσο και την ωμή αποστασιοποιημένη περιγραφή των γεγονότων.
Για την 29η Σεπτεμβρίου του 1941, λίγο έξω από το Κίεβο, διαβάζω:
» Ανάμεσα στο 1941 και το 1943, οι ναζί μετέτρεψαν το «χαντάκι της γιαγιάς» (Μπάμπι Γιαρ στα ρώσικα) στον μεγαλύτερο πιθανόν ομαδικό τάφο της ιστορίας της ανθρωπότητας. Όπως λέει η επιγραφή στην αναμνηστική στήλη, μεταφρασμένη σε τρεις γλώσσες (ουκρανικά, ρώσικα, εβραϊκά), εδώ βρήκαν το θάνατο πάνω από 100.000 άνθρωποι, θύματα του φασισμού.
Περισσότερο από το ένα τρίτο εκτελέστηκαν μέσα σε λιγότερο από 48 ώρες.
Εκείνο το πρωί του Σεπτέμβρη του 1941, οι Εβραίοι του Κιέβου είχαν συρρεύσει κατά χιλιάδες στο σημείο συγκέντρωσης που τους είχαν υποδείξει, με τα συμπράγκαλά τους, έχοντας συμβιβαστέι με την ιδέα του εγκλεισμού σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, χωρίς να υποψιάζονται την τύχη που τους επιφύλασσαν οι Γερμανοί.
Στη συνέχεια, το κατάλαβαν όλοι, άλλοι αμέσως μόλις φτάσανε εκεί, άλλοι μόνο όταν βρέθηκαν στο χείλος της τάφρου. Αλλά ήταν πια πολύ αργά. Από την ώρα που έφταναν στο σημείο συγκέντρωσης μέχρι να βρεθούν στην άκρη του λάκου η διαδικασία ήταν συνοπτική: οι Εβραίοι παρέδιδαν τις βαλίτσες τους, όποια αντικείμενα αξίας είχαν επάνω τους και τις ταυτότητές τους, που τις έσκιζαν μπροστά τους. Κατόπιν τους υποχρέωναν να περάσουν ανάμεσα σε δυο σειρές στρατιωτών των SS κάτω από μία βροχή από χτυπήματα. Οι άντρες των Einsatzgruppen τους χτυπούσαν αλύπητα με κλομπ και ρόπαλα. Αν κάποιος Εβραίος έπεφτε στο έδαφος αμολούσαν καταπάνω του σκυλιά ή τον ποδοπατούσε το αφηνιασμένο πλήθος. Στο τέλος εκείνου του κολασμένου διαδρόμου, ο οποίος κατέληγε σε ένα μεγάλο πλάτωμα, εξανάγκαζαν τους Εβραίους, που τα’χαν πια χαμένα, να γδυθούν τελείως και, ολοτσίτσιδους, τους οδηγούσαν μπροστά σε μία τεράστια τάφρο. Εκεί, ακόμα και οι πιο χαζοί ή οι πιο αισιόδοξοι εγκατέλειπαν και την τελευταία τους ελπίδα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο τρόμος που τους κατέκλυζε τους έκανε να ουρλιάζουν. Στον πυθμένα της τάφρου ήταν στοιβαγμένα ανθρώπινα πτώματα.»
Κάνω μία παύση στην μεταφορά από το βιβλίο, επειδή – αν και έχω ξαναδιαβάσει το απόσπασμα τρεις ή τέσσερις φορές έως τώρα- νιώθω να με διαπερνά ρίγος, ανατριχιάζω από το σβέρκο έως τα δάχτυλα. Το ίδιο μου συνέβη και κατά τον έλεγχο του κειμένου με τη δεύτερη ανάγνωση. Νομίζω πως ο κάθε αναγνώστης νιώθει την ίδια ανατριχίλα και ελπίζω ότι δε θα κατηγορηθώ ως υπερβολικός ή ως επιτηδευμένα δραματικός με σκοπό να προκαλέσω συναισθηματική φόρτιση.
Κρατάω μια μικρή επιφύλαξη μόνο, επειδή ίσως η ανατριχίλα μου να πηγάζει από το γεγονός του ότι γνωρίζω και τη συνέχεια της ιστορίας, έχω διαβάσει ήδη τι ακολουθεί στην επόμενη σελίδα, τι ακολούθησε το πρωινό του Σεπτέμβρη του 1941 στην τάφρο έξω από το Κίεβο.
Θα πίστευε κανείς ότι η εν ψυχρώ εκτέλεση πάνω από έναν λάκκο ασφυκτικά γεμάτο από πτώματα συμπατριωτών σου, πιθανότατα γνωστών σου, φίλων και γειτόνων, είναι αρκετά φρικτή από μόνη της.
Τα ουρλιαχτά.
Οι ριπές των όπλων.
Τα γυναικόπαιδα που κείτονται άψυχα στο βόρβορο του πυθμένα.
Θα πίστευε κανείς επίσης, ότι η απάτη περί μεταφοράς σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και η ξαφνική συνειδητοποίηση των Εβραίων ότι επρόκειτο να εκτελεστούν, αυτοί και οι οικογένειές τους, εκείνη τη στιγμή μαζί με χιλιάδες ακόμα, ήταν ένα αρκετά βίαιο ψυχολογικό χτύπημα πριν τον τελικό θάνατο, τέλειο δείγμα του ναζιστικού μένους προς τους Εβραίους.
Θα ρωτήσει έπειτα κανείς σε τι διαφέρει αυτή η σφαγή στο Μπάμπι Γιαρ – πέρα από την αριθμητική της κλίμακα μιας και προείπα ότι πρόκειται για τον μεγαλύτερο ομαδικό τάφο της ιστορίας- με όλες τις υπόλοιπες εκτελέσεις του Ολοκαυτώματος ή από τους θαλάμους αερίων για παράδειγμα.
Γιατί η φρικαλεότητα του Μπάμπι Γιαρ μπορεί να συγκριθεί μόνο με τα αποτρόπαια ανθρώπινα πειράματα που εκτελούσαν οι ναζιστές επιστήμονες.
Κι όμως λοιπόν, η απύθμενη φρίκη των ναζιστικών εκτελέσεων δεν σταματάει εδώ.
Εδώ είναι που αρχίζει.
Συνεχίζω τη μεταφορά από το βιβλίο, η οποία ειλικρινά, με έχει στοιχειώσει σαν εικόνα την τελευταία εβδομάδα.
«Η διαδρομή εκείνων των αντρών, των γυναικών και των παιδιών δε σταματούσε στην άκρη εκείνης της αβύσσου. Οι SS, σε μία τυπική επίδειξη γερμανικής αποτελεσματικότητας, πριν τους σκοτώσουν, κατέβαζαν τα θύματά τους στο βάθος της τάφρου, όπου τα περίμενε ένας «στοιβαχτής». Η δουλειά του στοιβαχτή ήταν ακριβώς η ίδια με αυτή που κάνουν οι ταξιθέτριες στο θέατρο· οδηγούσε κάθε Εβραίο ξεχωριστά σε μία στοίβα από πτώματα και, αφού του έβρισκε μία θέση, τον έβαζε να ξαπλώσει μπρούμυτα, ζωντανό και γυμνό, πάνω στα γυμνά πτώματα.
Στη συνέχεια ένας σκοπευτής, που βάδιζε πάνω στους πεθαμένους, σκότωνε τους ζωντανούς με μία σφαίρα στον σβέρκο – μια εξαιρετικά τελειοποιημένη μέθοδος μαζικής θανάτωσης. Έτσι, στις 2 Οκωβρίου 1941, ο επικεφαλής του Einsatzgruppe που είχε αναλάβει το Μπάμπι Γιαρ μπορούσε να γράψει στην αναφορά του : <H Sonderkommando 4a, με τη συνεργασία της ηγεσίας και των δύο ομάδων κομάντος από το σύνταγμα του Νότου, στις 29 και 30 Σεπτεμβρίου 1941, εκτέλεσε στο Κίεβο 33.771 Εβραίους>».
Απλά και τυπικά, μία μέρα στο γραφείο για τον ναζισμό.
Κατά την πληκτρολόγηση, το δάχτυλό μου ξέφυγε και αντί για 33.771 θύματα, σημείωσα 33.772.
Δεν πρόκειται περί ανόητης λογοτεχνικής πινελιάς, είναι αλήθεια.
Διορθώνοντάς το, αρχικά δε μου έκανε εντύπωση, ήταν όπως ένα οποιοδήποτε τυπογραφικό λάθος, όσο το σκέφτομαι όμως, ένα ακόμα θύμα νιώθω πως θα ήταν ανάλογο μίας τεράστιας ιστορικής καταστροφής και θα βάρυνε τον τόπο εκείνο με εκατοντάδες επιπλέον τόνους φρίκης .
Ένας μονάχα άνθρωπος που έζησε τις τελευταίες στιγμές της ζωής του με τον πιο φρικιαστικό τρόπο, δολοφονημένος από τον φασισμό, από το αδικαιολόγητο μίσος άλλων συνανθρώπων του, απροστάτευτος, γυμνός και απελπισμένος, αρκεί για να γεμίσει μία μαύρη σελίδα της ιστορίας. Ένας ακόμα δολοφονημένος, είναι ακόμα μία νέα σελίδα, όχι μία απλή υποσημείωση στην ήδη υπάρχουσα.
Δεν μιλάμε για αριθμούς. Αυτό το κείμενο δεν είναι ένα σενάριο ψυχολογικού θρίλερ βγαλμένο από την άρρωστη φαντασία ενός παρανοϊκού συγγραφέα.
Αυτό το κείμενο είναι μεταφορά γεγονότων και η απόδειξη μίας βαρβαρότητας για την οποία θα ήταν ικανό μόνο το ανθρώπινο είδος.
Στο Μπάμπι Γιαρ, μόλις 75 χρόνια πριν, υπήρξαν, ούρλιαξαν και εκτελέστηκαν άνθρωποι που θα στοιχειώνουν την παγκόσμια ιστορία στους αιώνες των αιώνων.
Στο όνομα του φασισμού, για να μη ξεχνιόμαστε.