Από τον Γιάννη Δημογιάννη
«Την υγειά μας να ’χουμε!» «Τουλάχιστον, έχεις την υγεία σου!» «Τα υπόλοιπα θα τα βρεις ∙ θα παλέψεις, θα τα ξαναστήσεις. Χωρίς την υγεία, δεν…» «Ήταν βασιλιάς, ρε παιδί μου, αλλά, μετά την περιπέτεια της υγείας, έγινε αγνώριστος άνθρωπος. Σκιά του εαυτού του!»
Και οι στερεότυπες φράσεις δεν έχουν τελειωμό. Όλες τους – αληθινές ή όχι, βιωμένες και μη – όλες να περιστρέφονται γύρω από το ρήμα «έχω», και το πολυπόθητο αγαθό… Το αναντικατάστατο δώρο, και ξαφνικά η αναπάντεχη απώλειά του. Το λέμε και το ξαναλέμε, μπας και το πιστέψουμε, μπας και το χωρέσουμε, αλλά τελικά – όπως λέει ο Αλεξανδρινός – «είναι η προσπάθειές μας σαν των Τρώων»:
«Θαρρούμε πως με απόφαση και τόλμη
Θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά…
Αλλά όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
Η τόλμη κ’ η απόφασις μας χάνονται ∙ …»
Και η «μεγάλη κρίσις» ήρθε σαν απρόσκλητος επισκέπτης στα άγρια μεσάνυχτα. Και η ψυχή μου ταράχτηκε, παρέλυσε. Και εκεί που πίστευα, ο αφελής, πως άρχιζα να παίρνω τα πάνω μου, εκεί που άρχισα να έχω θάρρος και αμυδρές ελπίδες, οι λιγοστές μου βεβαιότητες γκρεμίστηκαν. Όπως κάποτε, υπέθεσα, κατέπεσαν σαν χάρτινος πύργος, τα τείχη της Τροίας ∙ εν τω μέσω της νυκτός, την ώρα του πιο γλυκού ύπνου. Τότε που σωριάστηκε και η δική μου πόλη.
Θεωρητικά, θα έπρεπε να ήμουν υποψιασμένος για το “party”, αλλά η νευραλγία του τριδύμου δεν πτοήθηκε από τις υποψίες, όταν εισέβαλε στο κρανίο μου. Δε νοιάστηκε αν κουβαλώ, ήδη, στο κορμί μου, 25 χρόνια σκλήρυνσης κατά πλάκας. Δεν πτοήθηκε από τις λεηλατημένες εφεδρείες ή τις αντοχές που μου περίσσεψαν. Δε συγκινήθηκε με την περιπέτεια του πατέρα. Δε κατάλαβε από γηρατειά, χειρουργεία και άνοιες. Δεν υπολόγισε τον πόνο και το κλάμα της μάνας. Δεν έδειξε κατανόηση για τα τεφτέρια της οικογένειας. Δε χαμπάριασε από αιτίες, ξεκούρδιστα μυαλά, ευάλωτες ψυχές και σώματα φθαρτά. Βρήκε γόνιμο έδαφος, και όταν πια ήταν πολύ αργά για «δάκρυα», ψιθύρισε στο αυτί μου μονάχα μία φράση: «Ας πρόσεχες! Τις καμπάνες τις χτύπησα εγκαίρως.»
Η επίθεση της ήταν ανελέητη… Κατευθείαν, με το πρώτο της άγγιγμα, έμοιαζε λες και ένα πυρωμένο κάρβουνο κόλλησε πάνω στη ματωμένη μου οδοντοστοιχία. Το ίδιο φίδι ερχόταν κάθε λίγα δευτερόλεπτα και ξερνούσε δηλητήριο, παραλύοντας ακαριαία, το δεξί μου μάγουλο. Το στόμα παραμορφωνόταν σε κάθε επαναλαμβανόμενο σήμα. Ήτανε σαν να δάγκωνα ένα γυμνό ηλεκτρικό καλώδιο που με τίναζε αλύπητα στο στρώμα. Τα μάτια γούρλωναν από τον πόνο και την οδύνη. Το σώμα έγινε σμπαράλια. Η ψυχή βυθίστηκε στο πιο φρικτό πηγάδι. Μέσα σε μία κιόλας νύχτα, οι λιγοστές δυνάμεις εξουδετερώθηκαν, οι αντοχές εκμηδενίστηκαν. Η πόλη μου έμοιαζε ολοκληρωτικά καμένη… Κι όλα αυτά, σε μία πολιορκία που κράτησε λίγες μόλις ώρες.
Εκείνη τη νύχτα, πιστέψτε με, από τον πανικό που με κυρίευσε, κυριολεκτικά άδειασα το ντουλάπι, από κάθε λογής παυσίπονα, αποφεύγοντας – όπως καταλαβαίνετε – σχεδόν από τύχη, τη γαστρορραγία. Δε γλίτωσα, βέβαια, τη σωματική και ψυχική κατάρρευση, η οποία κράτησε για τρεις ατελείωτες, μέρες και νύχτες! Τότε, όμως, ήτανε πια πολύ αργά, για την αποφυγή του ναυάγιου. Γιατί, ως γνωστό, η κατάθλιψη είναι βούτυρο στο ψωμί της νευραλγίας, αλλά, δυστυχώς, εγώ δεν προνόησα εγκαίρως, όταν η οικεία φωνή με προειδοποίησε ξεκάθαρα: «φίλε, είσαι σε βαρβάτη κατάθλιψη, τα μάτια σου τέσσερα». Από εκεί και πέρα, μαζί με την τριήμερη λεηλασία, ξαναπαίχτηκε και το γνώριμο σε μένα έργο «Έχω και χάνω».
Το ποτήρι κερνούσε φαρμάκι ακατέβατο ∙ η μνήμη αιμοραγούσε… Μέχρι την επίθεση της νευραλγίας, ζούσα με αξιοπρέπεια. Κοιμόμουν έστω και με διακοπές. Μιλούσα, και, γιατί όχι, γκάριζα. Ανέπνεα αβίαστα. Γελούσα δυνατά. Φτερνιζόμουν. Δάγκωνα την τροφή άνετα. Ρουφούσα τον απογευματινό, ελληνικό καφέ. Σάλιωνα το τσιγαρόχαρτο. Βούρτσιζα τα δόντια άφοβα. Ακούμπαγα το μάγουλο στο μαξιλάρι. Και το σημαντικότερο, αν θες: έπαιζα καθημερινά σαξόφωνο, ξεχνιόμουν, και γλύκαινα την ψυχή μου. Απολάμβανα, δηλαδή, όλα αυτά, τα «ολίγον αυτονόητα», αλλά καθόλου δεδομένα, όπως αποδείχθηκε περίτρανα.
Αυτό ακριβώς το «ολίγον αυτονόητα» ήταν και η μοιραία μπανανόφλουδά. Γιατί μοιραία δεν μπόρεσα όλα αυτά τα αυτονόητα να γίνουν μέσα μου, τόσο μεγάλα και σημαντικά, ώστε να μην τα βάλω σε επικίνδυνες και απρόβλεπτες περιπέτειες.
Τώρα, στη θέση τους, έβλεπα αμήχανος το αδειανό τους πουκάμισο… Σε όλα, ο πόνος απόλυτος δυνάστης. Ανάπνεα μόνον από τη μύτη. Οι λέξεις μου ήταν μετρημένες σε δύο χούφτες. Το γέλιο πάγωσε. Το βούρτσισμα των δοντιών κατάντησε ένα φρικτό μαρτύριο. Το μαξιλάρι έμοιαζε πέτρινο. Το τσιγάρο, απλησίαστη πολυτέλεια. Μέχρι και τον ελληνικό καφέ τον έπινα με καλαμάκι. Και το σημαντικότερο, αν θες. Για έναν ολόκληρο χρόνο ετοιμαζόμουν να παίξω σαξόφωνο σε μία συναυλία, μαζί με την ορχήστρα του δασκάλου μου, αλλά έως και αυτό κινδύνευε πλέον σοβαρά να ματαιωθεί. Μετρούσα, άλλωστε, 10 μέρες, χωρίς να παίξω ούτε λεπτό, εφόσον πια αδυνατούσα ακόμη και να φυσήξω!
Όμως, όλως περιέργως, μπροστά σε τούτο το βουνό που έσπειρα στον «κήπο» μου, έκανα κάτι ανεξήγητο, για το οποίο δικαιώθηκα, πιστεύω, πλήρως. Στράφηκα σε όλους τους διαδικτυακούς μου φίλους, ταυτόχρονα με όσους καινούργιους γνώρισα από το Νόστιμο Ήμαρ. Τα ξεστόμισα όλα, χαρτί και καλαμάρι, εξήγησα την περιπέτεια μου, και ζήτησα βοήθεια… «Στην τελική», είπα, «όλο και κάποιος θα βρεθεί, με κάποιον γιατρό ή λίγες διαθέσιμες πληροφορίες!» Και, πράγματι, μες στην καταιγίδα και το σύννεφο της απόγνωσης, το θαυματάκι συνέβη!
Πιο απλά δεν κατέχω να το πω. Όλοι εσείς γίνατε, με το ενδιαφέρον και την αλληλεγγύη σας, ο αερόσακος που με προφύλαξε στις δύσκολες ώρες! Τα έργα σας, θαυμαστά και πάμπολλα… Προτείνατε ένα κάρο λύσεις, και όσους γιατρούς γνωρίζατε. Ξεφορτώσατε όλα, περίπου, τα αξιόπιστα – και αυτό το τονίζω – φάρμακα, κατάλληλα για τη νευραλγία του τριδύμου. Σκύψατε με ανιδιοτέλεια στη δοκιμασία, και δείξατε μία σπάνια διακριτικότητα. Συναισθανθήκατε τη σοβαρότητα, και αποφύγατε τις ρητορείες που κουράζουν και συχνά αποπροσανατολίζουν. Κεντράρατε στην ουσία, και δε χαθήκατε στα επουσιώδη. Δείξατε επανειλημμένα το παρόν σας, και όχι μονάχα, την πρώτη μέρα.
Και σαν να ήτανε όλα αυτά, «λίγα και ασήμαντα», με κεράσατε επιπλέον, την παρηγοριά και την ανακούφιση που χρειαζόμουν, περισσότερο, όσο ποτέ. Γλυκάνατε την απόγνωση. Με αγκαλιάσατε τρυφερά. Θερμάνατε την παγωμένη μου καρδιά. Ανατροφοδοτήσατε την ξέπνοη θέλησή. Θρέψατε το κουράγιο. Και το σημαντικότερο, ίσως. Πιστέψατε σε μένα, και φωτίσατε όψεις του χρόνου και του βίου, που το μυαλό μου δεν είχε την δύναμη να δει. Τουλάχιστον, εκείνες τις κρίσιμες στιγμές… Κοντολογίς, με στήσατε ξανά στα πόδια μου, για να συνεχίσω τη μάχη. Ακόμη και ένα like.
Η συναυλία πλησίαζε ανησυχητικά, και η αγωνία μου μεγάλωνε. Τον πόνο καταφέραμε αισίως να τον κλείσουμε στη σπηλιά, ελαφρώς τον κοιμίσαμε, αλλά δεν τον ναρκώσαμε. Ήταν παρών, έτοιμος να τρίξει τα δόντια, τινάζοντας τα πάντα, στον αέρα. Αλλά, τώρα, ορθωνόταν μπροστά μου, ένα καινούργιο βουνό, φορτωμένο με άπειρους απρόβλεπτους παράγοντες, που παιδεύουν έναν μουσικό, στη συναυλία του. Πώς να τους ορίσεις; Πού να τους κουμαντάρεις;
Παρ’ όλα αυτά, είπα, θα το κάνω. Το αξίζω. Θέλω να το ζήσω. Και αποφάσισα να το χαρώ, κι ας έπαιζα μονάχα 10 νότες από τις 1000 που είχα διαβάσει στην εντέλεια.
Πέντε μέρες, πριν το όνειρο, κατάφερα να ξαναπαίξω, και να φρεσκάρω τα κομμάτια της συναυλίας. Την πέμπτη μέρα της αναμονής έπεσε και ο τελευταίος κόκκος στη κλεψύδρα. Καρδιοχτυπούσα τρελά, λες και έδινα ξανά Πανελλήνιες.
Το απόγευμα πριν τη συναυλία, ο πόνος επιστρέφει. Μπαίνω στο αυτοκίνητο του αγαπημένου φίλου, του Γιώργου, που έγινε, τότε, οδηγός και βοηθός αναντικατάστατος. Ώρα 4μμ, λίγες ώρες πριν πέσει η αυλαία. Οι αντοχές καταπονημένες.
Καύσωνας, λιγοστές δυνάμεις, και με δυσκολία μιλώ από τον πόνο. Λίγο πριν την Ακράτα, χάνουμε την έξοδο, αλλά κερδίζουμε μισή ώρα καθυστέρηση. Η αγωνία με συνθλίβει.
Τελικά, φτάνουμε εγκαίρως στο sound check. Στην αυλή του σχολείου, ο δάσκαλός και οι νέοι φίλοι μου ανυπομονούν. Ο χρόνος μηδενίζει. Ανοίγω τη θήκη, βγάζω το όργανο. Φυσάω, πονάω, αλλά νιώθω πιθανότατα πως το αντέχω.
Η πρώτη πρόβα, με ορχήστρα αρχίζει. Προλάβαμε να προβάρουμε με το ζόρι, μονάχα ένα απ’ τα κομμάτια μου. Κλείνω τα μάτια: «Τα ξωτικά ας γλεντήσουν».
Ο κόσμος μαζεύτηκε. Ο δάσκαλος μιλά στους συμπολίτες του. Τα φώτα κλείνουν. Η παράσταση ξεκινά. Ο πόνος εκεί, διαρκώς παρών. Τα δάκτυλα μουδιασμένα.
Στο προαύλιο φυσάει κόντρα, και οι παρτιτούρες πέφτουν απ’ το αναλόγιο. Η απόλυτη κωμικοτραγωδία, μονολογώ. «Τα μανταλάκια που έφερα αποδείχτηκαν μικρά». Βρίσκω έναν φάκελο και πιάνω τα φύλλα.
Η βασανιστική αναμονή τελειώνει. Ένα ακόμη κομμάτι και αράξαμε, Γιάννη. Τρέμω από χαρά και αγωνία. Ο μαέστρος μετρά ένα άδειο μέτρο, σαλπάραμε.
Φυσώ τις νότες, δίχως φόβο. Ταυτίζομαι με την ορχήστρα και τους νέους μου φίλους. Το ζω. Παράσταση πρώτη, εκτέλεση πρώτη. Το πρώτο μου κομμάτι, το τέμπο γρήγορο, αλλά όλα πηγαίνουν πρίμα, και δεν κάνω ούτε ένα λάθος. Μία τεράστια ανάσα με πλημμυρίζει. Νιώθω περήφανος, σφίγγω τη γροθιά μου, την υψώνω δύο φορές.
Φτάνουμε στο finale. Ο δάσκαλος συστήνει ένα προς ένα, τα μέλη της Φιλαρμονικής Ακράτας. Στο τέλος, αφήνει τη χάρη μου. Τα λόγια του, μία αληθινή ανακωχή με το χρόνο. Μία λυτρωτική εκεχειρία με τον πόνο και το φόβο.
Ο πρώτος ανάπηρος – σκέφτομαι – αλλά επισήμως πια, μέλος της ορχήστρας, σηκώνει το σαξόφωνό και χαιρετά.
Ο μαέστρος αναγγέλλει το τελευταίο της βραδιάς: «Μία πόλη μαγική», του Μ. Χατζιδάκι. Επιστρέφει στο αναλόγιο. Το είχε σκεφτεί και το κάνει δίχως δεύτερη σκέψη. Γυρίζει στη θέση μου, κρατώντας μία παρτιτούρα. Την αφήνει μπροστά μου, στο αναλόγιο. Το μέρος μου, από τη δικιά μας μαγική πόλη!
Prima vista, χωρίς καν δεύτερη ματιά. Ένας λυγμός με πνίγει. Οι νότες ακούγονται σαν να γλιστρούν. Στο βάθος, ηχεί ο Λόγος: «αντιλάλησε πάλι μέσα μου, με τη φωνή του γερανού, η φοβερή προειδοποίηση πως η ζωή ετούτη είναι μοναδική για τον κάθε άνθρωπο, άλλη δεν έχει, ό,τι μπορείς να το χαρείς, εδώ θα το χαρείς, περνάει γρήγορα και δε θα σου ξαναδοθεί, στην αιωνιότητα, άλλη ευκαιρία.»
(Ν. Καζαντζάκης, σελ. 179, «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά).
4-8-2016. “Μία πόλη μαγική” (Μάνος Χατζιδάκις). Φιλαρμονική Ακράτας, μαέστρος Χρήστος Ασημακόπουλος.
https://www.facebook.com/100000728971971/videos/1236999423001012/?permPage=1
*Αυτό το κείμενο αφιερώνεται στο φίλο μου Γιώργο Σπηλιόπουλο.