Από τον Γιώργο Μουργή
Με αφορμή την γέννηση του Στέλιου Καζαντζίδη 85 χρόνια πριν, στις 29 Αυγούστου 1931
Το σπίτι που μεγαλώναμε, στη Κοκκινιά, ήταν μια μακρόσυρτη διπλοκατοικία.
Το ένα δωμάτιο συνέχεια του επόμενου, έφτιαχναν δυο σπίτια το ένα πάνω στο άλλο, εξήντα τετραγωνικά το καθένα.
Χτισμένη δυο χρόνια πριν γεννηθώ, σε ένα οικόπεδο, ενός προσφυγικού, «δώρο του κράτους», όπως έλεγε ο παππούς ο Γιώργος, πρόσφυγας ο ίδιος από την Κερασούντα του Πόντου.
Τρία πράγματα, θυμάμαι, τον έκαναν χαρούμενο, στις ιστορίες που μας έλεγε.
Το βιολί του, το σπίτι μας, και η ιστορία του Κώστα Κωνσταντινίδη με την επιστολή από το συνέδριο των Ποντίων στη Μασσαλία προς τον Λένιν.
Ήταν βλέπεις θείος του και έφερνε το ίδιο ονοματεπώνυμο του πατέρα του Κώστα, Γιώργου Κωνσταντινίδη.
Τρία πράγματα που μας έκαναν να αγαπήσουμε και μεις από τα ακούσματα με τους συμβολισμούς τους, το καθένα ξεχωριστά.
Τη μουσική, το σπίτι μας, όχι τους τοίχους αλλά την εστία που μέριασε η προσφυγιά, τον Λένιν και την Επανάσταση.
Μια Παρασκευή πρωί στο τελείωμα του καλοκαιριού, μαζέψαμε όλα τα πράγματα του σπιτιού, στη μέση, αδειάζοντας ό,τι κρέμονταν από τους τοίχους σκεπάζοντας τα με σεντόνια.
Περιμέναμε τον Μίμη της Φρόσως να μας το βάψει. Έτσι τον λέγαμε, ο Μίμης της Φρόσως.
Από την αλάνα άκουσα να φτάνει το μηχανάκι του. Μια βέσπα δηλαδή, πατενταρισμένη, για να κουβαλάει, από τα εργαλεία της δουλειάς μέχρι τα κουτιά με τις μπογιές.
Ψηλός, μαυριδερός με πυκνά μαλλιά και παχύ μουστάκι.
Βαρύμαγκας της παλιάς Κοκκινιάς, θύμιζε μόρτη από τα στέκια του Ψυρρή.
Τίμιος και αθώος μάγκας μαζί.
Δεν σήκωνε πολλές κουβέντες, παρά μόνο όταν είχε κέφια, οπότε είχα σκοπό να τον αποφεύγω, όλες τις μέρες που θα διαρκούσε το βάψιμο, αν και πάντα ήθελα να ακούω τις ιστορίες για τα ψαρέματα του.
Η μυρωδιά της μπογιάς με κράταγε μέσα στο σπίτι, μαζί με τη μαεστρία του Μίμη να ζωγραφίζει τους τοίχους.
Έτσι έλεγε, «εγώ δεν είμαι μπογιατζής ζωγράφος είμαι», ρίχνοντας τα απαραίτητα μπινελίκια, σαν κοσμητικά επίθετα.
Δυο μέρες μετά, Κυριακή πρωί είχε φτάσει στο τελευταίο δωμάτιο.
Έτρωγα ένα κομμάτι χαλβά, φορμαρισμένο και κανελλομένο, φτιαγμένο με μπόλικο αμύγδαλο, όταν τον ρώτησα την ώρα.
-”Γιατί ρε έχεις ραντεβού;” με αποπήρε, αλλά στη πλάκα, ενώ κοφτά μου ανακοίνωσε, ”ώρα Ελλάδος δώδεκα”.
-”Μίμη να βάλω μουσική;” τον ξαναρώτησα.
-”Να βάλεις, ρε χαλβά, πρόσεξε μη σε χτυπήσει κάνα ρεύμα”, και έσκασε στα γέλια.
Δώδεκα με μία το μεσημέρι άκουγα, νομίζω στο Δεύτερο πρόγραμμα, μια εκπομπή, προφανώς ένα είδος χορηγίας, που πρέπει να λέγονταν «Η ώρα της Μίνος», από την γνωστή δισκογραφική εταιρεία.
Τραγούδια με τις φωνές του Πάριου, της Αλεξίου, της Γαλανή, του Πουλόπουλου, του Καλαϊτζή, του Καλογιάννη, της Μοσχολιού, του Νταλάρα, του Μητροπάνου, αν θυμάμαι σωστά όλα τα ονόματα μαζί με πολλούς άλλους.
Ο Μίμης στο τρίτο ή τέταρτο τραγούδι δεν άντεξε. Γυρνάει και με γυαλισμένο μάτι με ρωτάει: ”Τι είναι αυτά που ακούς ρε μπουχέσα”;
Αφήνει κάτω τη μπατανόβουρτσα, βάζει τα χεριά του στη μέση και με ξαναρωτάει: ”Μαγνητόφωνο έχεις;”
-”Έχει ο παππούς επάνω ρε Μίμη”.
-”Πήγαινε να το φέρεις, πες του το θέλει ο Μίμης”.
Μόλις σιγουρεύτηκε ότι το έφερα, βγαίνει έξω από το σπίτι..
Τον ακολουθώ, βλέποντας τον να ψάχνει στο ντουλαπάκι της βέσπας. Βγάζει μια κασέτα και ξαναγυρνάμε μαζί στο δωμάτιο.
-”Βάλε ρε χαλβά και άκου τραγούδια από έναν που δεν είναι τραγουδιάρης”.
-”Και τι είναι ρε Μίμη αυτός”;
-”Αυτός μπουχέσα είναι άγια φωνή, ορφανός, του φάγαν τον πάτερα οι χίτες, είναι κουμουνιστής ρε. Πρόσφυγας Πόντιος. Βάλε να ακούσουμε και γυρνά την, από την αρχή.”
Άστραψα, και μέχρι να βάλω τη κασέτα να γυρίσει στην αρχή, είχα πιστέψει ότι θα ακούσω αντάρτικα ή Θοδωράκη.
Ήμουν σίγουρος δηλαδή και προετοιμαζόμουν να του πω τις ιστορίες του παππού, για το βιολί, την προσφυγιά και το γράμμα στο Λένιν από τον άλλο παππού τον Κώστα και τους Πόντιους.
Το μαγνητόφωνο άρχιζε να παίζει και προς μεγάλη μου απογοήτευση τίποτα από όσα περίμενα για αφορμή να πω τα δικά μου στο Μίμη, δεν άκουγα.
-”Καζαντζίδης;” τον ρώτησα και κουνώντας καταφατικά το κεφάλι συνέχισε να τραγουδάει.
Ήξερε όλους τους στίχους, όλα τα γυρίσματα του μπουζουκιού, όλες τις παύσεις και σε κάθε τραγούδι, ξανάρχιζε να τραγουδάει, γεμίζοντας τις παύσεις με ένα «γεια σου ρε Στελάρα».
Ιεροτελεστία με τη φωνή του Καζαντζίδη και τη ζωγραφική του μάστορα μπογιατζή.
Δεν ήξερα κανένα από τα τραγούδια κι ας είχα ακούσει μάλλον, τα πιο γνωστά του Καζαντζίδη.
Η κασέτα συνέχιζε να παίζει, ενώ ήδη βαριόμουνα αφόρητα, ο Μίμης δεν έχανε στίχο, τα τραγούδια όσο περνούσε η ώρα γίνονταν βαριά λαϊκά, οπότε με πρόσχημα το φαγητό ετοιμαζόμουν να αφήσω τη παρέα τους, όσο κι αν μου άρεσε στα αλήθεια, η φωνή του Στελάρα.
Έτσι και αλλιώς ο Μίμης έπαψε να μου δίνει σημασία και εγώ έχανα την ευκαιρία να του μιλήσω για τα δικά μου.
Στα ξαφνικά ξεκινάει ένα ταξίμη μακρόσυρτο και το αυτί μου κολλάει στον ήχο από το μπουζούκι, όπως ξεπηδούσε από το ηχείο.
Στο τελείωμα του ταξιμιού μπαίνει μια συγχορδία ανακατεμένη από όργανα και αμέσως μετά ακούγεται ο Στελάρας:
«Στο θολωμένο μου μυαλό
ο κόσμος είναι μια σταλιά,
κάτι σκιές απ’ τα παλιά
και κάποιο πάθος μου τρελό.Και κάποιο πάθος μου τρελό,
στο θολωμένο μου μυαλό.Το θολωμένο μου μυαλό
μ’ έχει προδώσει προ πολλού,
του λέω αλλού και τρέχει αλλού,
με κάνει και παραμιλώ.Με κάνει και παραμιλώ,
το θολωμένο μου μυαλό.Του θολωμένου μου μυαλού
τους εφιάλτες τραγουδώ,
κι αν σας επίκρανα ως εδώ,
φταίει το πάθος του τρελού.Φταίει το πάθος του τρελού,
του θολωμένου μου μυαλού» .
Σηκώθηκα πήγα στο μαγνητόφωνο, πάτησα το στοπ και μετά το κουμπί που έσερνε τη κασέτα πίσω. Χωρίς να κοιτάζω το Μίμη, του είπα θέλω να το ξανακούσω. Δεν μου έφερε καμιά αντίρρηση. Ούτε που μίλησε δηλαδή.
-”Μίμη πες στη μάνα μου ότι με θες για παρέα να φάμε μαζί εδώ κάτω. Θέλω να ακούω Καζαντζίδη και το «Θολωμένο μου μυαλό». Αν δεν το πεις εσύ δεν θα με αφήσει.”
Έτσι και έγινε.
Φάγαμε, ο Μίμης συνέχισε το βάψιμο και εγώ πισωγύριζα τη κασέτα ακούγοντας, «Το Θολωμένο μου μυαλό».
Ο μάστορας τελείωνε τη δουλειά και μη μπορώντας να ακούσει πια για χιλιοστή φορά το ίδιο τραγούδι, ακόμα και από τον αγαπημένο Στελάρα του, με έστειλε στο διάολο και στο τελευταίο δωμάτιο για να μην ακούει.
Είχα μάθει όλα τα λόγια απ έξω, η φωνή του Καζαντζίδη ξεγράφονταν από τη κασέτα σε κάθε της παίξιμο και επανεγγράφονταν στη καρδιά και στο μυαλό μου, μαζί με τη μουσική του Άκη Πάνου.
Ο Μίμης μου χάρισε τη κασέτα, βάζοντας με να του υποσχεθώ ότι θα την ακούσω ολόκληρη. Δεν την κράτησα την υπόσχεση αυτή.
«Το Θολωμένο μου μυαλό» έγινε η τραγουδιστική εμμονή μου για καιρό μέχρι που ανακάλυψα μετά από μέρες στην άλλη πλευρά της κασέτας το «Υπάρχω» μαζί με το «Σταθμό του Μονάχου», το «Δυο πόρτες έχει η ζωή» και το «Κάτω απ’ το πουκάμισό μου».
Αυτά τα ήξερα, μα το είχα ξεχάσει.
Το δικό μου θολωμένο μυαλό, από την άγια φωνή του Καζαντζίδη όπως έλεγε ο Μίμης, ενέγραψε εντός της συνείδησης και με γνώση πλέον των συνεπειών, ότι τα πέντε αυτά τραγούδια, ήταν η παρακαταθήκη ώστε να συνεχίζω να συναντάω μέχρι σήμερα όλα τα τραγούδια του Στέλιου. Ακόμα και αυτά που τραγούδησε στα Ποντιακά.
Η κασέτα που μου χάρισε ο Μίμης της Φρόσως αχρηστεύθηκε πλήρως μετά από χιλιάδες ώρες αναπαραγωγής κολλημένης, άλλοτε στο «Θολωμένο μου μυαλό» και άλλοτε στο «Υπάρχω».
Ο ήρωας Πόντιος πρόσφυγας του μάστορα με την άγια φωνή έγινε και δικός μου ήρωας. Όπως και μυριάδων ακόμα.
Άγια φωνή, τίμιος και αθώος μάγκας, ο Στέλιος Καζαντζίδης με τα τραγούδια του, ανέλπιστη συντροφιά στη μοναξιά, στη μοιρασιά της χαράς, της λύπης του γέλιου του θρήνου.
Κράτησε χαρακτήρα, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, κατέβηκε από το πάλκο όρθιος αξιοπρεπής.
Δεν έχει σημασία αν σήμερα δεν ακούγεται ούτε από τα ραδιόφωνα, ούτε από τις τηλεοράσεις, ούτε στις λαϊκές βραδιές μας.
Παραμένει αυθεντικά επίκαιρος,στο άκουσμα της φωνητικής ποίησης πάνω στα βινύλια και τις κασέτες που ηχογραφήθηκε η άγια φωνή του.
Πόσες διαμαντένιες κεφάλες σε πικάπ χάθηκαν, πάνω στους δίσκους του, από το δικό του διαμάντι που έκρυβε στις χορδές, κάτω από το λαρύγγι του;
Σκεφτείτε για λίγο, όχι τη δική μου παιδική εμμονή που ενηλικιώθηκε, μεγάλωσε φτάνοντας τα πενήντα, αλλά πόσα μαγαζιά, ταβέρνες, κουτούκια, καφετέρες, ουζάδικα, της εποχής βάφτισε με το δικό του «Υπάρχω»;
Θυμηθείτε ότι έγινε η πρώτη διασκευή λαϊκού, τραγουδισμένη ροκάδικα από γνήσιους ροκάδες.
Πόσες φορές αφιερώθηκε, πόσες παραγγελίες δόθηκαν χωρίς κάνεις να μπορεί να σηκωθεί να το χορέψει. Το «Υπάρχω» αποτέλεσε στη μουσική. ένα είδος λαϊκής τραγουδιστικής επανάστασης, ξεπερνώντας τα όρια του μύθου.
Τα περισσότερα τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη δεν χορεύονται παρά τραγουδιούνται ως ακάθιστοι ύμνοι.
‘Ίσως δεν μπορεί να τα τραγουδήσει και κανένας άλλος αν πρώτα δεν υποκλιθεί στην μοναδική αυθεντικότητα της φωνής του, προλογίζοντας τον με το: «Ας πούμε τώρα κι ένα τραγούδι του μεγάλου Στέλιου…».
Ο μουσικός σαγηνευτικός απόηχος της πενιάς των μπουζουκιών, αλλά και το στιχουργικό – μουσικό θαύμα των δημιουργών στα περισσότερα από τα τραγούδια του, δημιούργησε τη μεταρεμπέτικη μουσική εποχή.
Στιγματίζοντας την σύγχρονη γενιά του μέσω της σχολής Καζαντζίδη, όπως την δημιούργησε η ύπαρξη της φωνής του, το μέταλλο, το τάλαντο και η πιστή απόδοση της φυσικής παρουσίας ενός θαύματος στο μουσικό στερέωμα, αρνούμενος να ακολουθήσει το βάφτισμα στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ, στη πίστα, στη μαρκίζα, και στην εκβιομηχανοποίηση των φωνητικών του χορδών από τις μηχανές των δισκογραφικών εταιρειών.
Κάποτε διάβασα ότι «αν η ψυχή είχε φωνή, αυτή θα ήταν του Καζαντζίδη».
Θα το έλεγα διαφορετικά «αν οι σιωπές των δικών μας τραγουδιών ήθελαν φωνή, αυτή θα ήταν μόνο σαν του Καζαντζίδη».
Μονό και μόνο για τα αδικαίωτα ή δικαιωμένα μας «Υπάρχω». Μόνο και μόνο για όσα αδικαίωτα ή δικαιωμένα κρύβονται «Κάτω από το πουκάμισο» μας.
Υγ. Ας με συγχωρέσουν όσοι μπήκαν στο κόπο να διαβάσουν αυτή την αληθινή ιστορία, για τον πρώτο ενικό, που κατά εξακολούθηση και καταχρηστικά χρησιμοποίησα.
Δεν φταίω εγώ αλλά:
«Φταίει το πάθος του τρελού,
του θολωμένου μου μυαλού»,
για έναν τεράστιο τραγουδιστή με διαμαντένια μοναδική φωνή που καμιά πένα, καμιά γραφή δεν μπορεί στα αληθινά να περιγράψει τον μύθο.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης δεν πέρασε από το χώρο της μουσικής και του τραγουδιού από υποχρέωση. Το ανάποδο συνέβηκε… Η μουσική πρέπει να νιώθει υποχρεωμένη που πέρασε από μέσα της ο Στέλιος.