Ο Jason Bourne δεν πέρασε απ’ την Αθήνα
Από τον Χρήστο Λαδά
Oι “χαμένες ευκαρίες” είναι ένα σύντομο και ξεχωριστό
άρθρο που διάβασα από τον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη και δείχνει την χαμένη ευκαιρία της Ελλάδας να καταστεί κινηματογραφικό κέντρο του κόσμου τη δεκαετία του 60.
Τα πρώτα χρόνια εκείνης της δεκαετίας γυρίστηκαν ξένες ταινίες στην Ελλάδα που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία με αποτέλεσμα να διαφημιστεί η χώρα μας. «Το παιδί και το δελφίνι» με τη Σοφία Λόρεν γυρίστηκε το 1956 στην Ύδρα, «Τα κανόνια του Ναβαρόνε» γυρίστηκαν το 1960 στη Ρόδο, το «Ποτέ την Κυριακή» με τη Μελίνα Μερκούρη γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα την ίδια χρονιά και γνώρισε διεθνή επιτυχία λόγω της βραβευμένης μουσικής του Μάνου Χατζηδάκη.
Από το 1960 όμως που ο σκηνοθέτης του Ναβαρόνε δήλωνε πως θα γύριζε και άλλες ταινίες στην Ελλάδα και ντοκιμαντέρ αρχαιολογικών χώρων, μέχρι το 1964 που στον «Εθνικό Κήρυκα» δημοσιεύτηκε το άρθρο του Νέστορα Μάτσα, «Η Ελλάς δεν είναι πλέον κινηματογραφικόν κέντρον» η χώρα κατάφερε, μέσα σε 4 μόλις χρόνια, να χάσει τη φήμη και τις προοπτικές της.
Η ευκαιρία που παρουσιάστηκε δεν ήταν βέβαια αποτέλεσμα συντονισμένης προσπάθειας και στοχευμένης πολιτικής. Προσεφέρθη άκοπα απ’ την γεωγραφία και την ιστορία μας. To κλίμα της χώρας, το άπλετο φως, τα διαφορετικά και ποικίλλα τοπία, η νησιωτική Ελλάδα, οι αρχαιολογικοί χώροι που αποτελούν και το κεντρικό θέμα πολλών ταινιών ήταν τα εγγενή μας πλεονεκτήματα.
Το μόνο που έμενε ήταν να ενισχυθεί το ευνοϊκό πλαίσιο με θεσμικές προσπάθειες της ελληνικής Πολιτείας. Κάποιες ενέργειες του Υπουργείου Πολιτισμού με κινηματογραφιστές και σκηνοθέτες, η δημιουργία υλικοτεχνικής υποδομής και διαφήμιση της χώρας μας για να προσκαλέσει τους ενδιαφερόμενους.
Τα οφέλη θα ήταν βέβαια πολλαπλάσια του συναλλάγματος που θα ξοδεύονταν στις τοπικές οικονομίες από το πολυάριθμο προσωπικό (ηθοποιοί, τεχνικοί, μακιγιέρ, στυλίστες κλπ) γύρω από το οποίο αναπτύσσεται μία ταινία για όσο καιρό διαρκούν τα γυρίσματα.
Το brand name της χώρας θα κέρδιζε σε αναγνωρισιμότητα και σε θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα κύμα εσόδων και θετικής φήμης γύρω από την Ελλάδα που θα το καρπωνόταν όχι μόνο οικονομικά αλλά και στις διεθνείς σχέσεις με αρωγό το Υπουργείο Εξωτερικών.
Δυστυχώς η έλλειψη κάθε οργανωμένης προσπάθειας από πλευράς των κρατικών αρχών, τα υψηλά κόστη που χρεώνονταν στους ”ξένους” για υποτυπώδη στούντιο, η παντελής σχεδόν έλλειψη και τεχνικής υποδομής και βέβαια η γραφειοκρατία που από το 60 δεν χορηγούσε άδειες για να γυριστούν ταινίες με αρχαιολογικά αξιοθέατα, καταδίκασαν κάθε προσπάθεια.
Και αν θεωρούμε ότι αυτά συνέβαιναν στο παρελθόν, δυστυχώς συνεχίζονται. Πρόσφατα, ο
Όλιβερ Στόουν θέλησε να γυρίσει τον Μέγα Αλέξανδρο στο Θεσσαλικό κάμπο, όντας συνεπής με την ιστορία και με την γεωγραφία της ταινίας.
Ζήτησε την άδεια από το Υπουργείο Πολιτισμού και ως απάντηση του ζητήθηκε το σενάριο της ταινίας για να το ελέγξει κάποιος μανδαρίνος κάποιος Υπουργείου και να το εγκρίνει. Όπως ήταν φυσικό, ο Όλιβερ Στόουν γύρισε τελικά την ταινία στην Ισπανία. Η ταινία διακρίθηκε σε τιμές, την είδαμε και εμείς στους κινηματογράφους αλλά την κρατήσαμε μακριά από την Ελλάδα.
Η τελευταία ταινία της σειράς του
Jason Bourne της οποίας το sequel έχει κόψει συνολικά εισιτήρια εκατομμυρίων δολαρίων παγκοσμίως, ξεκινά με τον Ματ Ντέημον σε μια σκηνή μάχης να πετάει μολότοφ στο Σύνταγμα. Ζητήθηκε λοιπόν άδεια από τις ελληνικές αρχές για να γυριστεί η σκηνή στο φυσικό της χώρο.
Το αποτέλεσμα ήταν να γυριστεί στην Τενερίφη! Οι Ελληνικές αρχές αρνήθηκαν να δώσουν άδεια προφανώς για να μην αμαυρωθεί η εικόνα της χώρας από μία σκηνή επεισοδίων, την ίδια εποχή που οι πρωτεύουσες της Ευρώπης συγκονίζονται από χειρότερα επεισόδια.
Έτσι, η Βουλή και το Σύνταγμα γυρίστηκαν ως εικονική πραγματικότητα ενώ κάποιες σκηνές από το μετρό της Αθήνας σύμφωνα με το σενάριο γυρίστηκαν στο Μετρό του Λονδίνου στο οποίο άλλαξαν τις ταμπέλες με Ελληνικά γράμματα.
Oι χαμένες ευκαιρίες θα μπορούσε να είναι ένας ενδεικτικός τίτλος για πολλές δυνατότητες της χώρας που έμειναν ανεκμετάλλευτες. Δυστυχώς δεν αφορούν μόνο την απώλεια της χώρας ως επίκεντρου κινηματογραφικού ενδιαφέροντος.
Απλά το παράδειγμα είναι διδακτικό γιατί δείχνει την μακροχρόνια έλλειψη σχεδιασμού της Πολιτείας που αδυνατεί να αξιοποιήσει ακόμα και τα ίδια τα δώρα της χώρας, την ιστορία και τον πολιτισμό της, για τα οποία μάλιστα επαιρόμαστε ως έθνος.
Οι χαμένες ευκαιρίες βέβαια δεν ήταν νομοτέλεια. Δεν ήταν αποτέλεσμα συμπτώσεων ή κάποιου ιστορικού ντετερμινισμού. Ήταν αποτέλεσμα πρακτικών και παραλείψεων, έλλειψης σχεδιασμού και υλοποίησης κάποιου σχεδίου αν υπήρχε.
Οι χαμένες ευκαιρίες όμως μπορούν να γίνουν κερδισμένα στοιχήματα. Στον πολιτισμό, τον τουρισμό, την γεωργία, την αειφόρο ανάπτυξη, στην αξιοποίηση του υψηλού επιστημονικού δυναμικού της χώρας , σε κάθε έναν από τους τομείς που υστερούμε.
Και επειδή στους περισσότερους τομείς έχουμε μείνει πίσω, ενώ πρέπει να καλύψουμε και μεγάλο έδαφος σε ένα έντονα διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον, είναι ώρα να αρχίσουμε να σχεδιάζουμε και να υλοποιούμε αφού συνεννοηθούμε πρώτα, κράτος και κοινωνία, τι χώρα θέλουμε.
Η ανάκαμψη θα κριθεί από το πόσες χαμένες ευκαιρίες θα γίνουν κερδισμένες τελικά. Όχι βάσει των στατιστικά πετυχημένων εξαιρέσεων αλλά ως αποτέλεσμα συντονισμένων πολιτικών και θεσμικών πρακτικών, με εκπεφρασμένη βούληση, συνεργασίες, σχέδιο και επαγγελματική υλοποίηση.