Πού οδηγεί ο άκριτος θεωρητικοκεντρισμός, αυτός ο σχηματικός τρόπος ερμηνείας της εν γένει πραγματικότητας, που συχνά υιοθετείται και αναπαράγεται από τις διάφορες ακροδεξιές και Σταλινικές γκρούπες;
Με ποιόν τρόπο ο κομφορμισμός της ιδιώτευσης ανακυκλώνεται ακόμα και μέσα από τους παραδοσιακούς επαναστατικούς ή αντικαθεστωτικούς (μέ ή χωρίς εισαγωγικά) χώρους;
Στο άρθρο αυτό θα συζητηθεί πώς αυτή η τάση εντείνει όλο και περισσότερο την ιδεολογική περιχαράκωση (ως φυσικό επακόλουθο του μανιχαϊστικού οπαδισμού που συνεχώς ανακυκλώνεται κάτω από τις αποφθεγματικές, ταυτολογικές – και συχνά αυταρχικές και μισαλλόδοξες – διατυπώσεις ενός άκαμπτου συνόλου ιδεών και αντιλήψεων που υιοθετούνται αβασάνιστα) αναπαράγοντας έτσι και διαιωνίζοντας το φαντασιακό της κυρίαρχης ιδεολογίας, δηλαδή της ιδιώτευσης, μέσω της συστηματικής καλλιέργειας ενός εξιδανικευμένου μικρόκοσμου που στην πραγματικότητα λειτουργεί ως υποκατάστατο του απολίτικου μικροαστισμού.
Την πιο τρανταχτή περίπτωση ιδεολογικοποίησης συναντάμε στις ετερόνομες εθνικιστικές αφηγήσεις, όπου όλες οι πολιτικές κινήσεις προσεγγίζονται με βάση τη γεωπολιτική αντίληψη ή κάποιο ξεχασμένο μεγαλείο του παρελθόντος. Υπό το σκεπτικό αυτό, ό,τι συμβαίνει γύρω μας είναι αποτέλεσμα μιας ύπουλης συνωμοσίας κάποιων διασυνοριακών ελίτ. Αυτοί οι καταχθόνιοι μηχανισμοί επιβουλεύονται το έθνος και τις παραδόσεις που πρέπει πάση θυσία να κυριαρχούν σε κάθε πτυχή του κοινωνικού πράττειν. Ως εκ τούτου, ο εθνικιστικός παροξυσμός – κυρίως ο εγχώριος – ρέπει συνεχώς προς μια κατεύθυνση κατάφωρης αυτοθυματοποίησης (δεδομένου ότι απαντά στο αίσθημα της διαχρονικής ταπείνωσης μιας χώρας η οποία ουδέποτε υπήρξε ανεξάρτητη αλλά, απεναντίας, σχεδόν σε κάθε της στιγμή ήταν υπό τον έλεγχο ξένων συμφερόντων), ενώ οι συνθήκες που αποτελούν παράγωγο εγχώριων σχέσεων άνισης κατανομής της εξουσίας και ευνοούν την καταπίεση εντός του έθνους-κράτους, εσκεμμένα παραβλέπονται.
Η ιδεολογικοποίηση είναι τόσο έντονη, ώστε το υποκείμενο φτάνει μέχρι και στο σημείο να αλυσοδέσει την πραγματικότητα αυτούσια στο κρεβάτι του Προκρούστη, κόβοντάς την και ράβοντας την στα μέτρα του, προσαρμόζοντάς την, εν ολίγοις, αυστηρά στη δική του/της αληθοφανή κοσμοαντίληψη. Κάθε διαφορετική προσπάθεια προσέγγισης του κοινωνικού γίγνεσθαι, και κυρίως οτιδήποτε αντιβαίνει την αυστηρά ετερόνομη και δαρβινιστική λογική της ιστορικής συνέχειας (δηλαδή της ιδεοληπτικής και επιτηδευμένης ανάγκης να συνδεθεί το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον), απορρίπτεται a-priori και δίχως δεύτερη σκέψη, ενώ δε λείπουν οι ύβρεις και οι χυδαίες επιθέσεις (όπως «προδότης», «πράκτορας», «ανθέλληνας») εναντίον αυτού/ης που τολμά να αμφισβητήσει τούτο το σκεπτικό.
Ο εθνικιστικός χώρος, φυσικά, δεν είναι ο μόνος ενδεικτικός ενός τόσο αγοραίου φανατισμού. Ένας πανομοιότυπος αυταρχισμός κυριαρχεί και στους χώρους της σταλινογενούς αριστεράς – η οποία αναπαράγει και αυτή με τη σειρά της τμηματικά ή ολικά την εθνικιστική λογική της δεξιάς, προσαρμοσμένη φυσικά στα δικά της μέτρα (ακραίος και στείρος αντιδυτικισμός, τουτέστιν τριτοκοσμισμός) – ή στις διάφορες αναρχολενινιστικές γκρούπες που δίχως να επιδιώκουν μια σοβαρή ανάλυση, παγιδεύονται σε σχηματικές αναλύσεις του τύπου άρχουσα τάξη vs εργατική τάξη, λούπες που ωστόσο δίνουν εύκολες απαντήσεις σε ιδιαίτερα περίπλοκα ζητήματα.
Ο κουτσουρεμένος αυτός υλισμός (γέννημα θρέμμα, φυσικά, της φιλελεύθερης φιλοσοφικής θεώρησης του ανθρώπινου πράττειν και της ιστορίας) αντιλαμβάνεται την άσκηση της εξουσίας αυστηρά και μόνο βάσει του έχειν, παραβλέποντας το γεγονός ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά (και ως εκ τούτου η ιστορία εν γένει) δε βασίζεται αποκλειστικά και μόνο σε οικονομικά δεδομένα, και ως εκ τούτου δεν ευσταθεί η οποιαδήποτε κατανόησή της μονοσήμαντα απ’ αυτά (με άλλα λόγια, ο άνθρωπος είναι εξίσου και φορέας ιδεών, επιθυμιών και αξιών, οι οποίες καταστέλλονται βίαια στον ψυχισμό του τη στιγμή που συντελείται ο κοινωνικός αυτοσοδομισμός). Καί οι δύο αυτοί συγγενικοί χώροι (συγγενικοί διότι πολλές φορές ο ένας επικαλείται το σκεπτικό του άλλου) εκφράζονται με την ίδια διάθεση απόρριψης της αντίπαλης (ή απλά και της μερικώς μη συμφωνούσας) γνώμης, ενώ όπως ακριβώς και στην πρώτη περίπτωση, μια απλή διαφωνία αρκεί για να αποδοθεί στον/στην διαφωνούντα η κατηγορία του «μικροαστού», «βολεμένου», «ταξικού εχθρού», «ανιστόρητου», «φασίστα»…
Η κλειστότητα της υπεριδεολογικοποίησης πρέπει να ερμηνευτεί εξ’ αρχής ψυχαναλυτικά: ο Freud, ο Bowlby, ο Καστοριάδης (και πολλοί άλλοι) μίλησαν για την ταύτιση (attachment) ως μια αναγκαία συνθήκη για να νοηματοδοτηθεί το ανθρώπινο ζειν. Η πρωταρχική ταύτιση συνήθως εκφράζεται με την προσκόλληση του νεαρού ατόμου στο μητρικό πρόσωπο λόγω ακριβώς της υλικής φροντίδας που προσφέρει στο νεογέννητο.
Βέβαια, κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής του, και κυρίως με το ξεπέρασμα της εφηβείας, θα έρθει σε επαφή με άλλου είδους ταυτιστικά αντικείμενα (objects) που υπερβαίνουν τη σφαίρα της οικογενειακής φροντίδας (δωσμένα φυσικά από το κοινωνικό περιβάλλον). Η σχηματοποιημένη ιδεολογία (ως object) αποτελεί έναν από τους κατεξοχήν αυτούς ταυτιστικούς παράγοντες, λόγω της ιδιότητάς της να δημιουργεί ένα κόσμο αφηρημένων ή συγκεκριμένων φαντασιακών σημασιών που από τη μια «μπαλώνουν» την κενότητα του μή-νομήματος και από την άλλη προμοτάρουν μια εξιδανικευμένη μορφή κοινωνικού βίου. Έτσι το αντικείμενο (ιδεολογία) με το εγώ (ID) ταυτίζονται στο βαθμό που μετατρέπονται σε ένα ενιαίο σώμα. Συνεπώς, η οποιαδήποτε απόρριψη της ιδεολογίας σημαίνει ταυτοχρόνως [για το ίδιο το άτομο] και απόρριψη του εγώ του, ή αλλιώς επίθεση στον ίδιο του τον εαυτό. Και εφόσον εκλαμβάνει την κριτική ως επίθεση, δίχως άλλη επιλογή στρέφεται με εχθρότητα και μίσος απέναντι στον/στην αντιφρονούντα, εκσφενδονίζοντας εναντίον του/της κατηγορίες. Βλέπουμε λοιπόν πώς μια ιδέα ή μια αξία μετατρέπεται σε εργαλείο εξυπηρέτησης της ναρκισσιστικής λίμπιντο και των αρχέγονών μας επιθυμιών (object petit a, όπως θα έλεγε και ο Lacan) αντί να λειτουργεί διερευνητικά ή διαυγαστικά (συνθήκη απαραίτητη ώστε να τεθούν βασικά ερωτήματα στο κυρίαρχο παράδειγμα).
Κι ενώ αυτό συμβαίνει στο ατομικό επίπεδο, δεν θα πρέπει την ίδια στιγμή να μας διαφεύγει το γεγονός ότι ο άνθρωπος ως ον κοινωνικό – αναφέρομαι φυσικά στο σύγχρονο (μετα) νεωτερικό άνθρωπο – μπορεί και εσωτερικεύει τις νόρμες της εκάστοτε κοινωνικής θέσμισης (με λίγα λόγια, διαμορφώνεται εσωτερικά – συνεχόμενα και βαθμιαία – από τον ίδιο τον ευρύτερο περίγυρό του). Κι εφόσον στη σύγχρονη θεαματική (και ως ένα βαθμό μικροαστική) κοινωνία οι πρωταρχικής σημασίας θεσμισμένες αξίες είναι το γόητρο, η φήμη και η θέση μας (το «βόλεμα», εν ολίγοις) μέσα στο σύνολο, ο ταυτιστικός σχηματικός ιδεολογισμός προσφέρεται ακριβώς για να επιβεβαιώσει τα παραπάνω: το ιδεολογικοποιημένο άτομο (είτε πρόκειται για τον υπερπατριώτη που αναζητά χαμένα μεγαλεία, είτε για τον υπερεπαναστάτη έτοιμο να χυθεί στη μάχη του ιερού ταξικού πολέμου, είτε για τον lifestyle μεταμοντέρνο φαφλατά που το μοναδικό πράγμα που προσφέρει νοηματοδότηση στο ζειν του/της είναι η ύπαρξη ενός τεράστιου αντί δίχως περιεχόμενο) έχει πλέον όλες τις απαντήσεις μπροστά του, ξέρει ποιός/α είναι και έχει γνώση του τί πραγματικά επικαλείται.
Έτσι καρπώνεται και αυτό από μια «μικρή θεσούλα» (όπως θα έλεγε και ο Καστοριάδης) η οποία μπορεί να αμφισβητεί (δήθεν) το φαντασιακό της επιτυχίας, δηλαδή την επιβεβαίωση της θετικής φήμης μέσω της εξασφάλισης μιας καλά αμειβόμενης εργασίας ικανής να εφοδιάσει στο άτομο όλα τα υλικά αγαθά που προσφέρουν ένα Χ γόητρο (αυτοκίνητο, σπίτι, νέο κινητό κτλ) – αντί να πρόκειται για κάποιον/α άχρηστο/η τεμπέλη, αποτυχημένο που μοιραία λόγω της οκνηρίας του/της θα τον/την ξέβραζε ο κοινωνικός ανταγωνισμός – ταυτόχρονα αναπαράγει με έμμεσο τρόπο το ίδιο ακριβώς μικροαστικό σκεπτικό: το ιδεολογικοποιημένο άτομο επικαλείται συνεχώς τα θεωρητικοκεντρικά του σχήματα βάση των οποίων ρυθμίζει κάθε πτυχή της καθημερινής του ζωής. Αναγνωρίζει ότι έχει και αυτό ένα ρόλο μέσα στη ζομποποιημένη αυτή κοινωνία, ένα ρόλο που του προσδίδει αναγνωρισιμότητα (κυρίως από όσους/ες σκέφτονται όμοια με αυτό), καθώς και έναν σκοπό: να συγκρουστεί με τους πάσης φύσεως εχθρούς του, ώστε να «πληγώσει» (και όχι να αλλάξει) τον κόσμο που τόσο πολύ αγαπάει να μισεί.
Το ιδεολογικοποιημένο άτομο, ως εκ τούτου, έχει δημιουργήσει μια δική του υποκοινωνία, ένα δικό του κόσμο – μια ιδιότυπα ιδιωτική σφαίρα – εντός του οποίου προσπαθεί να κουρνιάσει και να βολευτεί, όπως ακριβώς ο απολίτικος μικροαστός κλείνεται ερμητικά στο κελί των ιδιωτικών του απολαύσεων. Μισεί και περιφρονεί όσους/ες δεν ενστερνίζονται τις δικές του/της ιδέες (εφόσον τους θεωρεί φανατικά εχθρούς του) ή είναι φορείς άλλων αντιλήψεων: ο ιδεολογικοποιημένος εθνικιστής, για παράδειγμα, απεχθάνεται ό,τι δε συνάδει με τις παραδόσεις του τόπου, όπως μεταναστευτικοί πληθυσμοί και μειονότητες που ακολουθούν διαφορετικά πρότυπα ζωής, δεδομένου ότι αυτοί οι πληθυσμοί στέκονται εμπόδιο στην αυτοπραγμάτωση του ιδεατού κόσμου που ο/η ίδιος/α προεικονίζει, ενώ στις πιο ακραίες περιπτώσεις (και για να επιβεβαιωθεί ο ναρκισσισμός, η αυταράσκεια και το βόλεμα που προσφέρουν οι ιδέες αυτές) όλοι όσοι δε συμμερίζονται τις ντόπιες παραδόσεις θεωρούνται αυτοματως μιάσματα.
Ο (αναρχο)σταλινικός – μέ ή χωρίς παρενθέσεις – θα στήσει μαζί με τους όμοιούς του/της το δικό του «μαγαζάκι», θεωρώντας όσους/ες δεν ανήκουν στο δικό του κύκλο ανάξιους και πολιτικά αμόρφωτους – ή και «ταξικούς εχθρούς» (στη χειρότερη περίπτωση) -, πιστεύοντας πως μόνο αυτός/ή και όσοι ασπάζονται τη δική του/της σχηματική κοσμοθεωρία έχουν τη μοναδική μαγική λύση για να «αλλάξουν» τον κόσμο ολόκληρο (κι έτσι η ναρκισσιστική μεγαλομανία του υπερανθρώπου σκαρφαλώνει στα ύψη). Αποτέλεσμα, ο κατακερματισμός ενός χώρου – που θα μπορούσε (αν φυσικά ξεγλυστρούσε από το βούρκο της ιδεολογικοποίησης) να θέσει σημαντικά ερωτήματα σε μια κοινωνία βίαιη, αυταρχική και συντηρητική – με εκατοντάδες απομονωμένα «μαγαζάκια», να στρέφεται το ένα ενάντια στο άλλο (bellum omnium contra omnes)
Το μίσος για το διαφορετικό είναι ακριβώς αυτό που ωθεί τον ιδεολογικοποιημένο άνθρωπο όλο και περισσότερο να μένει εγκλωβισμένος στη δική του μικροκοινωνία, εγκαταλείποντας, έτσι, κάθε προσπάθεια συνεύρεσης μαζί του. Τα τείχη που ορθώνει είναι ενδεικτικό της απροθυμίας του να εισχωρήσει στο δημόσιο πεδίο όταν αυτό αναδύεται σε στιγμές κοινωνικής κινητοποίησης, πράγμα που κατέστη φανερό κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων του 2011 και των πλατειών, όπου σύσσωμη η σταλινική αριστερά αλλά και μεγάλο τμήμα του αναρχικού χώρου έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να σνομπάρουν τις συνελεύσεις, ενώ οι εθνικιστές (οι πιο φανατικοί τουλάχιστον) είτε κατήγγειλαν τις κινητοποιήσεις ως κατευθυνόμενες (επικαλούμενοι πάλι τη συνωμοσιολογία) είτε (οι λιγότερο ακραίοι, μα εθισμένοι στον κατάφωρο εθνολαϊκισμό με μπόλικες τάσεις αυτοθυματοποίησης) αρνούμενοι να συμμετάσχουν στις διαβουλευτικές διεργασίες των συνελεύσεων, στις συζητήσεις και τις απαραίτητες πολιτικές ζημώσεις, περιόρισαν τις δράσεις τους σε μαζώξεις όχλου, με μοναδικό τους μέλημα το φώναγμα γηπεδικών συνθημάτων και τα μουντζώματα για προσωρινή εκτόνωση.
Στο σημείο αυτό, φυσικά, αξίζει να τεθεί και ένα άλλο μείζον ερώτημα: μήπως τελικά ο ιδεολογικοποιημένος άνθρωπος δεν επιθυμεί πραγματική ρήξη με την εφιαλτική αυτή πραγματικότητα που βιώνει; Μήπως, επί της ουσίας, αρέσκεται μόνο στο να εκδηλώνει την αντίδρασή του σε ένα καθεστώς που όχι μόνο του επιτρέπει να εκφράζεται, αλλά απεναντίας αποτελεί και το μόνο εντός του οποίου θα μπορέσει να δρα με αυτόν τον τρόπο, δεδομένου ότι κάτω από μια άλλη πραγματικότητα – είτε πρόκειται για την ίδια εξιδανικευμένη ουτοπία είτε για μια πραγματικά πιο δίκαιη κοινωνία – το μικροαστικό φαντασιακό θα είναι ήδη νεκρό και, ως εκ τούτου, η «θεσούλα» και το ιδεολογικό αυτό βόλεμα δεν θα μπορούν με κανένα μέσο να πραγματωθούν;
Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνουν τα εξής γεγονότα με πραγματικά χειραφετησιακό χαρακτήρα: α) η μεγαλειώδης και αυθόρμητη εξέγερση του 2008, με καθαρά ελευθεριακά και αναρχικά στοιχεία που, ωστόσο, δεν υποκινήθηκε από κανένα πολιτικό χώρο και ως, εκ τούτου, καμία πολιτική ιδεολογία δεν μπορεί να τη θεωρήσει δική της (πράγμα που φυσικά υποδηλώνει την ανικανότητα της ιδεολογικής ορθοδοξίας να κινητοποιήσει την κοινωνία εν γένει) – μια εξέγερση που δε λοιδωρήθηκε μόνο από τους νεοφιλελεύθερους ηθικολόγους αλλά και από τους ακροδεξιούς (αναμενόμενο φυσικά) και τους σταλινικούς – και πολύ περισσότερο, β) οι παλαϊκές κινητοποιήσεις του 2011 που σνομπαρήστηκαν από όλους τους παραδοσιακούς «επαναστατικούς» χώρους (πόσο μάλλον από τους ουρακοτάγκους της Χρυσής Αυγής, τους Σταλινικούς γραφειοκράτες και μιας μερίδας αναρχικών αυτόκλητων εξυπνάκιδων). Όλα αυτά υποδηλώνουν ξεκάθαρα το πόσο κομφορμιστικά και ιδιωτικά λειτουργεί η σχηματική ιδεολογικοποίηση, μια μάστιγα που απλά ανακυκλώνει την άθλια αυτή πραγματικότητα που μας περιβάλει.
Εν κατακλείδι: ο μικροαστισμός, η λογική του βολέματος και της ιδιώτευσης μπορούν κάλλιστα να ενσωματωθούν και να αναπαραχθούν μέσα από θεωρητικοκεντρικά σχήματα που δήθεν αμφισβητούν το θεσμισμένο παράδειγμα. Όταν η ρήξη με τις κυρίαρχες αξίες δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από μια επιφανειακή αμφισβήτηση του υπάρχοντος κοινωνικού μοντέλου – επιφανειακή διότι στην πραγματικότητα ο ιδεολογικοποιημένος άνθρωπος μπορεί να μην επιδιώκει καν την κοινωνική μεταστροφή (όπως ειπώθηκε παραπάνω) αλλά απεναντίας έμμεσα να επιθυμεί τη διατήρηση του κυρίαρχου παραδείγματος (εντός του οποίου έχει για τα καλά «βολευτεί») – τότε ο κομφορμισμός επιβιώνει ισχυρότερος από ποτέ. Μέσα, δηλαδή, από αυτήν την ταυτιστική κλειστότητα η οποία λειτουργεί ως μοχλός αισθήματος ασφάλειας και συμμετοχής με το σύνολο, ανακυκλώνεται το ισχύον κοινωνικό μοντέλο – ένα μοντέλο που θέτει ως κεντρική του αξία την αποθέωση της ιδιωτικής σφαίρας.
Σε κάθε περίπτωση, αυτή η σχηματική ιδεολογικοποίηση αποτελεί μια από τις πιο επιβεβαιωμένες μορφές αναπαραγωγής των θεσμισμένων αξιών του νεοφιλελεύθερου κρετινισμού, όπου κάθε έννοια θνητότητας εξαγοράζεται από την ατομική ολοκλήρωση. Το πως, εξάλλου, προωθείται αξιακά αυτή η ολοκλήρωση φαίνεται μέσα από τη συνεχόμενη ανατίμηση του οικονομικά ισχυρού (δηλαδή του «πετυχημένου») και, συνάμα, της περιφρόνησης του αναξιοπαθούντα, του άστεγο, του φτωχού εν γένει, ένα παράδειγμα που φυσικά μπορεί να μεταφραστεί κάτω από εθνοφυλετικό πρίσμα: στη θέση του οικονομικά αδύναμου (του «αποτυχημένου») θα μπει ο μετανάστης, κοινώς η «κατώτερη φυλή». (Ως εκ τούτου – για να λέμε και την αλήθεια – η εξήγηση που δίνει ο Καστοριάδης για το ρατσισμό ως έκφραση του μίσους που νιώθουμε για τον εαυτό μας – ένα μίσος που κατευθύνουμε προς έναν εξωτερικό στόχο – είναι ανεπαρκής, πράγμα που επιβεβαιώνει εξίσου και την αδυναμία της ψυχαναλυτικής θεωρίας να ερμηνεύσει πλήρως τον άνθρωπο ως μέρος του κοινωνικού πράττειν).
Έτσι λοιπόν, αν πραγματικά θέλουμε να τελειώνουμε με αυτόν τον άθλιο πολιτισμό τότε δεν έχουμε παρά να τελειώνουμε και με κάθε μορφή ιδεολογικής στειρότητας, περιχαράκωσης και αυτοπαγίδευσης, αποσκοπώντας στην ανάδυση μιας πραγματικά δημόσιας (επικοινωνιακής και αγωνιστικής) σφαίρας ως μια συνθήκη αναγκαία για το πέρασμα σε μια άλλη πραγματικότητα, αυτήν όπου θα μπορέσει να αναδυθεί ένας νέος ανθρωπολογικός τύπος, πιο ελεύθερος και υπεύθυνος ταυτόχρονα.