Από την Άννα-Μαρία Αρβανιτίδου
Ανέκαθεν ο ερωτισμός και η σεξουαλικότητα προκαλούσε πολύ έντονα το ενδιαφέρον όχι μόνο των θεατών αλλά και των ίδιων του καλλιτεχνών που περνούσαν τις ώρες τους στα Καμπαρέ, σε μπαρ, σε υπόγεια σπιτιών με ‘’παμφάγα θηλυκά’’ ή ακόμα πειραματίζονταν μεταξύ τους σχετικά με τις σεξουαλικές τους ορέξεις ανά βραδιά. Ο συντηρητισμός στην τέχνη ξεπεράστηκε από πολύ νωρίς μιας και η ανερχόμενη αστική τάξη ήθελε πάντα να προβάλει το πόσο προοδευτική είναι, οπότε φρόντιζε να δείχνει πως απολαμβάνει ‘’ελευθεριακά’’ έργα γεμάτα ερωτισμό.
Ανεξαρτήτως από την πρόσληψη τέτοιων έργων από το κοινό, αυτό που κινεί την περιέργεια είναι η ίδια η αχαλίνωτη φαντασία του καλλιτέχνη που δεν περιορίζεται ούτε από τη συντηρητικότητα της εποχής ούτε από τα πρότυπα του καθωσπρεπεισμού. Ο καλλιτέχνης έχει το δικαίωμα να απαλλαγεί από τις αναστολές του και να εκφράζεις τις επιθυμίες και τα αισθήματά του, που ίσως από κάποιους να θεωρούνται ‘’χυδαία’’ ή ‘’επικίνδυνα’’ για να ομολογηθούν. Φυσικά δε μιλάμε για ένα γυμνό σώμα ή μια σύνθεση από γυμνά σώματα γυναικεία ή ανδρικά. Το να εκφραστεί ένας γνήσιος έρωτας, ένας απαγορευμένος, ένα πάθος μεταξύ νέων ανθρώπων ή μια σεξουαλική σκηνή (ακραία ή όχι) είναι ένα συνηθισμένο θέμα. Το να εκφραστεί όμως ο «πληρωμένος έρωτας»; Αυτό ίσως δήλωνε μια ενοχή.
Αρχικά, πρέπει να γίνει ξεκάθαρο πως σύμφωνα με τους κριτικούς τέχνης του 20ού αιώνα η διάκριση ανάμεσα στη σεξουαλικότητα και τη την πορνογραφία είναι στο κατά πόσο βλέπουμε το πέος να εισχωρεί στο αιδοίο ή αν η αναπαράσταση αφορά κάποια ‘’παρεκκλίνουσα’’ σεξουαλική συνήθεια όπως ο στοματικός έρωτας.’’ Τι θεωρείται, όμως, ‘’παρέκκλιση’’ στον έρωτα; Ας μας απαντήσει η χριστιανική παράδοση που το καθόρισε κιόλας. Ένα ερωτικό έργο, λοιπόν, μπορεί να εκφράζει την επιθυμία του λαού για ερωτική διέγερση ή να καταδικάζει την ανηθικότητα. Σαφώς πρέπει ο θεατής να νιώθει πως δεν απειλείται από αυτό που βλέπει ούτε φοβάται παρ’ όλο που υπήρχαν έργα με σκοτεινές σεξουαλικότητες από την αρχαιότητα κιόλας.
Έργα που ξεπερνούν τη φαντασία είναι σαφώς εκείνα με θέμα μια αιχμάλωτη γυναίκα, μια γυναίκα στο απόλυτο έλεος του αρσενικού ή μια διακορευμένη γυναικεία αθωότητα και η υποταγή της στο αρσενικό. Η πόρνη ανεξαρτήτως της καταγωγής ή της τάξης της έπαιζε έναν πολύ σημαντικό ρόλο γιατί αυτό που εξάπτει τη φαντασία ακόμη και τώρα δεν ήταν μόνο η καταδυνάστευσή της από αλυσίδες ή την άσκηση σωματικής βίας αλλά η ανάγκη της για χρήματα. Υπήρχαν πόρνες που αντιμετωπίζονταν με έναν εξαιρετικά περίεργο σεβασμό μιας αι θεωρούνταν γυναίκες ‘’πολυτελείας’’ κι είχαν ιδιαίτερη οικονομική επιφάνεια (η μπουρζουαστική τάξη φρόντιζε να τους παρέχει όλες τις πολυτέλειες για να τις ικανοποιήσουν κι εκείνες με τη σειρά τους να τους προσφέρουν ικανοποίηση). Χαρακτηριστικό έργο είναι αυτό της Ολυμπίας του Μανέ το 1863 που παρουσιάζει μια ιερόδουλη σε στιγμή ανάπαυλας να υπηρετείται από την οικιακή της βοηθό. Αντιθέτως, οι ιερόδουλες Ασιατικής ή Αφρικανικής καταγωγής αντιμετωπίζονταν ως ‘’άρρωστες’’ ή ‘’βρώμικες’’ εξαιτίας του χρώματός τους που όμως ξεσήκωναν τη φαντασία του κάθε θεατή-πελάτη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα σε αυτήν την περίπτωση είναι οι ‘’Δεσποινίδες της Αβινίόν’’ του Πάμπλο Πικάσο ή οι πόρνες του Γκωγκέν.
Μέσα σε οίκους ανοχής ο καλλιτέχνης αποτύπωνε τις προσωπικές σχέσεις ανάμεσα στα κορίτσια, στιγμές ανάπαυλας και λεσβιακές σκηνής. Το αξιοπερίεργο είναι πως όλα αυτά ξεκίνησαν τον 19ο αιώνα. Ένας αιώνας πολύ αναχρονιστικός σχετικά με την ηθικότητα και την ‘’αξιοπρέπεια’’ της γυναίκας. Το μοναδικό συμπέρασμα που συνεπάγεται είναι απλά μια σεξουαλική υποκρισία. Στο κίνημα του ρομαντισμού, μάλιστα οι καλλιτέχνες δυσκολεύονταν να αντιμετωπίσουν τη σαρκική επαφή με απόλυτη ευθύτητα κι αρκούνταν σε φιλιά και χάδια που έγινε η συνηθέστερη λύση. Το να ικανοποιήσει ο καλλιτέχνης την οφθαλμολαγνεία του θεατή ήταν κατόρθωμα.
Ο ερωτισμός στα έργα δεν είναι απλά ένα ‘’εύκολο’’ θέμα για μια υλιστική εποχή και κοινωνία που ζούμε από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά είναι η ένωση των δυνάμεων της φύσης. Οι εραστές σμίγουν επί ίσοις όροις καθώς η δύναμη του αρσενικού και η ορμητικότητα του βρίσκουν την ισορροπία στην ομορφιά του θηλυκού. Η ερωτική πράξη μπορεί να προκαλεί ενδεχομένως, βίαια και εντελώς υποκειμενικά συναισθήματα στους εραστές, που μπορεί να ξενίζουν τα μάτια του θεατή, αλλά στα μάτια των εραστών έχει γεφυρωθεί απλά το χάσμα. Τα αέρινα υφάσματα και τα κοσμήματα θεωρούνταν φετιχιστικά στοιχεία και τόνωναν τον ερωτισμό των έργων τέχνης σύμφωνα με τους ψυχαναλυτές του 20ού αι. καθώς και οι μικρές παραμορφώσεις της ανατομίας. Οι ηδονοβλεπτικές τάσεις της ανθρώπινης φύσης εντείνονταν από τέτοια στοιχεία ακόμα κι από ομοφυλοφιλικές σκηνές.
Η ανδρική φαντασίωση μπορεί να περιοριστεί σε λεσβιακές σκηνές πέρα από καθαρά πορνογραφικά θέματα. Ο φόβος του άνδρα σχετικά με το σεξ είναι ο ευνουχισμός ή πιο συγκεκριμένα ο ρόλος της ευνουχίστριας γυναίκας (κατά τον S. Freud) παρόλο που οι σαδιστικές τάσεις απέναντι στη γυναίκα και τα ερωτικά παιχνίδια τους αρέσουν. Μια γυναίκα που προσπαθεί να διεγείρει μία άλλη αποτελεί καθησυχαστικό θέαμα για τον άνδρα-θεατή που καθώς αποτελεί και μια ικανοποίηση στην περιέργεια του σχετικά με το τι μπορεί να κάνουν οι γυναίκες μεταξύ τους. Ελάχιστες, βέβαια, είναι οι σκηνές της στιγμής του οργασμού γιατί πολλοί καλλιτέχνες την ταύτιζαν με τον θάνατο. Ο οργασμός δηλώνει το εντελώς αντίθετο. Τη λύτρωση από το ίδιο το πάθος μιας κι ο έρωτας είναι το αντώνυμο του θανάτου. Στην τέχνη συναντάμε σκηνές αιμομιξίας (έργα του Λανφράνκο) και κτηνοβασίας (έργα του Λωτ κατά τον 16ο και 17ο αι.).
Η σεξουαλική επανάσταση συμβάδισε με την καλλιτεχνική. Πάντα υπήρχε μια ποικιλία σεξουαλικών θεμάτων αλλά από τις αρχές του 20ού αι. και μετέπειτα έπαψαν να θεωρούνται ταμπού. Η ζωγραφική και η γλυπτική δεν ήταν ποτέ και οι πρωτοπόροι στην έκφραση τέτοιων θεμάτων μιας και δε συνέβαλαν σε κάποια ποικιλία θεμάτων αλλά η αναπαραστατική τους ιδιότητα τις κάνει πιο έντονες κι έτσι γρήγορα πήραν τον χαρακτηρισμό ‘’μοντερνιστικές τέχνες’’. Το συνεχές ενδιαφέρον των καλλιτεχνών και των θεατών διατήρησε ζωντανή την εικονιστική τάση των ανθρώπων να ικανοποιούν το μάτι τους και μέσω της πιο μοντέρνας τέχνης, αυτής της διαφήμισης, να ικανοποιούν και το ναρκισσισμό τους.