Από τον Γιώργο Μουργή
Ο δημοσιογράφος και κινηματογραφικός κριτικός Βασίλης Ραφαηλίδης γεννημένος στα Σέρβια της Κοζανης το 1934, χάνει τη μάχη με τη ζωή σαν σήμερα 8 Σεπτέμβρη του 2000.
Νικημένος από τον καρκίνο, αφήνει ένα τεράστιο σε μέγεθος συγγραφικό έργο καθώς και το προσωπικό του στίγμα στη ελληνική δημοσιογραφία με τα άρθρα και τις πολιτικές παρεμβάσεις του, γνώριμος καλεσμένος σε πολλές εκπομπές πολιτικού λόγου της τηλεόρασης.
Η αγάπη του για τον κινηματογράφο μετά το τέλος των σπουδών στην γνωστή κινηματογραφική σχολή Σταυράκου, βρίσκει τον Βασίλη Ραφαηλίδη διπλά στο Νίκο Κούνδουρο σε ρόλο βοηθού σκηνοθέτη για αρκετές ταινίες.
Στρέφεται στη κινηματογραφική κριτική μετά την απόπειρα και τη δημιουργία δυο ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, το «Βυζαντινό Μνημόσυνο» και «Οι γουναράδες της Καστοριάς και η τέχνη τους», εγκαταλείποντας οριστικά τη σκηνοθεσία.
Η παρουσία του επαγγελματικά ως κινηματογραφικός κριτικός ξεκινά από την «Επιθεώρηση Τέχνης» και συνεχίζεται στην «Δημοκρατική Αλλαγή».
Εκδίδει το περιοδικό «Ελληνικός Κινηματογράφος» .
Η λογοκρισία της χούντας ουσιαστικά απαγορεύει την εκδοσή του, το περιοδικό κλείνει για να συνεχιστεί με την επανέκδοση με τη ονομασία «Σύγχρονος Κινηματογράφος».
Την περίοδο της χούντας κρατήθηκε πολλές φόρες, βασανίστηκε και πέρασε μεγάλα διαστήματα στην απομόνωση των φυλακών της Αίγινας. Το πέρασμα του το 1964-1965 από την Αλγερία κοντά στον Μιχάλη Ράπτη, πολιτικά και ιδεολογικά τον στιγμάτισε σε όλη του τη πορεία.
Μετά τη πτώση της χούντας, εργάζεται δημοσιογραφικά στο Βήμα, το Έθνος και την Ελευθεροτυπία. Έκανε διάφορα περάσματα από το ραδιόφωνο και τη τηλεόραση, κυρίως όμως έμειναν ιστορικά τα πολιτικά του κείμενα και άρθρα όπως και οι πολιτικές του παρεμβάσεις.
Η ακατάπαυστη πένα του Βασίλη Ραφαηλίδη δημιούργησε ένα δημοσιογραφικό έργο που δύσκολα βρίσκεις αντίστοιχο σε μέγεθος στη σύγχρονη δημοσιογραφία. Το ίδιο μεγάλο είναι και το συγγραφικό του έργο. Τα βιβλία του φτάνουν τα 30.
Ένας ακατάπαυστα αιρετικός στοχαστής, τόλμησε δημόσια με τα κείμενα και τις σκέψεις του να αμφισβητήσει κάθε μορφής εξουσία, φτάνοντας μέχρι την Εκκλησία και το εκάστοτε ιερατείο της. Απομυθοποιώντας τα επιστημονικά θέσφατα της Ιστορίας τα έβαλε με ιστορικούς, πολίτικους και ολόκληρη την καθεστηκυία τάξη τους.
«Ο διανοητής Βασίλης Ραφαηλίδης αναλύσε τις έννοιες του έθνους, του κράτους και του ρατσισμού στην Ελλάδα, πάντα διορατικός και μπροστά από την εποχή του».*
Σήμερα θα μείνουμε σε ένα απόσπασμα του για το φασισμό, από το βιβλίο του Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού κράτους 1830-1974 (1993, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)** και την προσέγγιση του από έναν γνήσιο αριστερό αντιφασίστα όπως ο Βασίλης Ραφαηλίδης:
«Ας μάθουμε επιτέλους να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους και να μην παραποιούμε την ιστορία μας.
Ο ελληνικός λαός, στην πλειοψηφία του, αγάπησε το Μεταξά. Όπως και οι Ιταλοί που αγάπησαν το Μουσολίνι, όπως και ο Γερμανοί που αγάπησαν το Χίτλερ, όπως και οι Ισπανοί που αγάπησαν το Φράνκο. Ο φασισμός είναι λαϊκισμός- και κάθε λαϊκισμός είναι φασισμός κατά βάσιν και κατ’ ουσίαν.
Ο φασισμός δεν αγαπά το μεγάλο κεφάλαιο (εκτός από το πάρα πολύ μεγάλο που τον γεννάει) και λατρεύει το μικρομεσαίο. Ο φασισμός είναι κοινωνικό καθεστώς σπέσιαλ για μικροαστούς. Όχι για αστούς, ούτε για προλετάριους. Οι αστοί και οι προλετάριοι βρέθηκαν αντίπαλοί του εξ αρχής. Και δεδομένου ότι στη λεγόμενη αστική κοινωνία δεν κυριαρχούν οι αστοί αλλά οι μικροαστοί, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς την απήχηση που είχαν στο λαό τα φασιστικά καθεστώτα.
Άλλωστε, οι στολές, οι παρελάσεις, οι λαμπαδηδρομίες, τα κολοσσιαία θεάματα αρένας, τα συνθήματα, το προγονικό μεγαλείο απ’ το οποίο ο χάλιας μικροαστός αντλεί δύναμη για να υποφέρει την ασημαντότητά του, όλα αυτά τα εκμεταλλεύτηκαν τέλεια όλοι οι φασίστες δικτάτορες. Και τα πλήθη ουρλιάζουν “ζήτω! Είσαι ο μπαμπάς μας”! Ο χάλιας μικροαστός πάντα έχει ανάγκη από έναν σούπερ πατέρα του έθνους, που να τον προστατεύει απ’ τους παμφάγους καπιταλιστές, αλλά και από τους κομμουνιστές που απειλούν το όνειρό του για ένα πέρασμα στην “ανώτερη τάξη”.
Κάθε μικροαστός ονειρεύεται τον αστό που ζεσταίνει μέσα του, που τον μεγαλώνει στο θερμοκήπιο της μεγάλης ελπίδας για ένα πέρασμα στην “ανώτερη τάξη”. Κάθε ψιλικατζής ονειρεύεται ένα σούπερ μάρκετ. Και επειδή το όνειρο για μερικούς πραγματοποιείται, όλοι οι χάχες πιστεύουν πως θα βγει αληθινό και γι αυτούς. Δεν έχει σημασία που οι περισσότεροι πεθαίνουν φτωχοί. Σημασία έχει που ο καπιταλισμός τους επιτρέπει να ονειρεύονται το δικό τους πλούτο. Και ο φασισμός, που είναι η ακραία μορφή καπιταλισμού, είναι μια εγγύηση για τη διατήρηση του ονείρου για ένα πέρασμα στην “ανώτερη τάξη”.
Το Φολκσβάγκεν ( το Λαϊκό Όχημα) είναι δημιούργημα του Χίτλερ. Αλλά υπάρχει ακόμα. Και ο αγκυλωτός σταυρός (η σβάστικα), αυτό το εκπληχτικής ψυχολογικής αποτελεσματικότητας λαϊκό σύμβολο, που δίνει φτερά στο σταυρό και τον κάνει να γυρίζει και να αλέθει, θα δώσει και στο χριστιανισμό τη δυναμική που του λείπει. Τώρα πια δεν είναι αμαρτία να σκοτώνει ο καλός χριστιανός. Και ο Μεταξάς, όπως και ο Μουσολίνι άλλωστε, ξέρουν καλά τι κάνουν όταν υιοθετούν σα σύμβολο το διπλό πέλεκυ. Που κόβει κεφάλια και από τα δεξιά και από τ’ αριστερά.
Κάτω απ’ αυτές τις ιδιάζουσες στο φασισμόσυνθήκες ψυχολογίας της μάζας, και με το πρόσθετο πραγματικό κίνητρο της απειλής της περιουσίας απ’ τον καταχτητή που, βέβαια, δεν καταχτά μια χώρα για να κάνει περίπατο υπό το σεληνόφως στις ακρογιαλιές αλλά για να επωφεληθεί υλικά, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι Έλληνες έτρεξαν με τέτοια προθυμία στο μέτωπο και πολέμησαν τόσο καλά τους Ιταλούς.
Όχι όμως και τους Γερμανούς.Που είχαν ισχυρότερα σύμβολα, ισχυρότερα κίνητρα και κυρίως ισχυρότερη μικροαστική τάξη απ’ αυτή των μεσογειακών λαών. Που ακόμα και τον πόλεμο τον αντιλαμβάνονται σαν λαϊκή γιορτή…».
* Ραφαηλίδης: Η ομάδα αίματος των καθαρόαιμων Ελλήνων, στο nostimonimar.gr
** Στο προσωπικό του σημείωμα για το βιβλίο χαρακτηριστικά αναφέρει:
«Οι λαοί δεν έχουν μόνο ήρωες, έχουν και καθάρματα. Στην ιστορία ενός τόπου δεν ανήκουν μόνο οι ήρωες, ανήκουν και τα καθάρματα, που κι αυτά γράφουν ιστορία. (…) Το ανάγνωσμα αυτό δίνει μεγαλύτερη σημασία στους προδότες, τους δοσίλογους όλων των περιόδων και τους πατριδοκάπηλους που δεν έλειψαν ποτέ, παρά σ’ αυτούς που νοιάστηκαν ειλικρινά για τούτον τον δύσμοιρο τόπο, που συνεχίζει να υποφέρει από έλλειψη ιστορικής ειλικρίνειας. (…) Αυτό το βιβλίο αγαπάει την Ελλάδα. Και γι αυτό δεν την κολακεύει. Λέει τα σύκα, σύκα και τους προδότες, προδότες και όχι εθνικούς ήρωες. Θα μπορούσε να έχει τίτλο “Αρνητική Ιστορία της Νέας Ελλάδας” , αν η άρνηση δεν ήταν αναγκαία για την κατάφαση».