Από τον Γιάννη Δημογιάννη
«Εγώ κληρονόμος πουλιών πρέπει
έστω και με σπασμένα φτερά να πετάω» (Μ. Σαχτούρης)
Στη ζωή σου υπάρχουν δύο παράγοντες, που παραμένουν απρόβλεπτοι, αξεπέραστοι και παντοδύναμοι, παρόλη τη μάταιη προσπάθεια σου να τους κατανοήσεις, να τους ορίσεις ή να τους ελέγξεις. Ο πρώτος είναι το DNA, το γενετικό σου σπίτι, το βιολογικό σου εργοστάσιο, το οποίο – όπως συμβαίνει και με την οικογένειά – ούτε το επιλέγεις, ούτε το μεταλλάσσεις, ούτε το αντικαθιστάς με κάτι φιλικότερο ή πιο ευχάριστο για την επιβίωσή σου. Απλά, το κληρονομείς ως έχει – με άλλα λόγια, το λούζεσαι αυτούσιο – και εν συνεχεία, το κουβαλάς ισοβίως ∙ κοινώς «βράζεις στη σούπα του». Είτε σου αρέσει είτε σε χαλά. Η Φύση, εξάλλου – σού ’μαθαν να λες – σε προίκισε με μία ανεπίστρεπτη κληρονομιά, και εσύ οφείλεις να την αποδεχτείς αδιαμαρτύρητα, ξεχρεώνοντας τα γραμμάτιά της, και μάλιστα εντόκως.
Ο δεύτερος αστάθμητος παράγοντας – ανέκαθεν ανεξιχνίαστος και δυσερμήνευτος για τους θνητούς – παραμένει η Τύχη. Αυτή η αρχέγονη θεότητα, που προκαλούσε στο πέρασμα ή στο μακάβριο άγγιγμά της, το δέος, ενδεχομένως και το φόβο. Ο μοιραίος σκηνοθέτης της ύπαρξής σου. Ο ιδιότροπος ενορχηστρωτής, που διαλέγει πάντα, ερήμην σου, το σενάριο που στη συνέχεια θα υποδυθείς, άναυδος και ανήμπορος για αυτοσχεδιασμούς… Οι πάσης φύσεως αναποδιές, ένα τροχαίο που καθυστέρησε για μισό δευτερόλεπτο, κάποιο ολέθριο εργατικό ατύχημα που ακρωτηρίασε μέλη απ’ το σώμα σου – κοντολογίς, ένα ολάκερο «πειρατικό», τιγκαρισμένο από αλλόφρονες κουρσάρους, που εισβάλλουν αίφνης στο μικρόκοσμό σου, αφήνοντας πίσω τους, στάχτες και αποκαΐδια… (Προφανώς, υποψιάζεσαι ποιες εκπλήξεις παραμονεύουν, όταν το DNA και η Τύχη συνωμοτούν σε μία ανίερη συμμαχία, εις βάρος σου.)
Πριν λίγες μέρες, η πολύχρωμη αυλαία των Παραολυμπιακών αγώνων, δυστυχώς, έπεσε. Και παλιότερα, είναι αλήθεια, τούς παρακολουθούσα, αλλά αυτή τη φορά ταυτίστηκα με τους παθιασμένους πρωταγωνιστές τους. Και ποιος θα μπορούσε να προσπεράσει τους συμβολισμούς:
Σε μία ανθρωπότητα αλλοπρόσαλλη, που μισεί και αλληλοσπαράσσεται, οι αγώνες των ανθρώπων με σωματική αναπηρία ζωγράφισαν ανεξίτηλα το όνειρο μίας καλοκαιρινής νύχτας ∙ μίας αίθριας νύχτας που σού λέει: « αυτή η αντισυμβατική για τα μίζερα όριά σου γιορτή, ήρθε για να δικαιώσει τη συνύπαρξη, την αποδοχή, και εν τέλει τη συμφιλίωση.» Γιατί, πέρα από τις όποιες ενστάσεις ακούγονται για τη «δήθεν φιέστα των ανάπηρων», ετούτοι οι αγώνες απέδειξαν πως οι αθλητές με τα «πληγωμένα» σώματα έγιναν, όντως, οι πιο αξιοπρεπείς πρεσβευτές της ανθρώπινης πολυμορφίας. Τα παραδείγματα άπειρα, και όλα τους θαυμαστά!
Κινητικά ανάπηροι ή ακρωτηριασμένοι με πρόσθετα μεταλλικά πόδια, που τσακίζουν για πλάκα, παγκόσμια ρεκόρ ταχύτητας. Άνθρωποι με μερική ή ολική τύφλωση που τρέχουν μανιωδώς, πηδούν δίχως φόβο άλμα εις μήκος ή παίζουν με απόλυτη φυσικότητα, ποδόσφαιρο. Νάνοι (στο σώμα) που κολυμπούν σαν σίφουνες ή εκτοξεύουν σφαίρες και ακόντια στα Ουράνια. Άνθρωποι που κάποιοι τούς αποκαλούν Χόμπιτ, να σηκώνουν στα μπράτσα τους, δεκάδες κιλά, με την άνεση ενός γίγαντα. Μεικτά ζευγάρια (ανδρόγυνα) ή και μεμονωμένοι τοξοβόλοι, που εκτοξεύουν τα βέλη τους, ελέγχοντας τη χορδή του τόξου, με το στόμα, το πόδι ή ένα μόλις δάκτυλο. Παίχτες του πινγκ πονγκ που κρατούν τη μικρή τους ρακέτα, με τα δόντια. Ζηλευτοί αθλητές του μπάσκετ ή του ράγκμπυ, που οργώνουν το παρκέ, με τα δαιμόνια αμαξίδια τους.
Αυτοί και άλλοι τόσοι, που εκμηδένισαν τα «σύνορα» της πιο φευγάτης φαντασίας. Το επιστέγασμα όλων; Άνδρες ή γυναίκες, απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης, απ’ όλες τις φυλές και τις κοινωνικές τάξεις, που συνέθλιψαν στην πράξη, τα αναρίθμητα στερεότυπα του νου, υπερβαίνοντας με γενναιότητα τη σωματική τους ανεπάρκεια. Ένας αληθινός θρίαμβος της ψυχής, που κυριολεκτικά διασκέδασε την ανθρώπινη μικρότητα, το ρατσισμό και το σκοτάδι.
Κάπου εδώ, βέβαια, υποψιάζομαι εκ μέρους σου, μία υποψία ένστασης, έναν αμυδρό σαρκασμό… Πιστεύεις μήπως πως υπερβάλλω; Το βρίσκεις κάπως εύκολο σαν φάση; Το παρακολούθησες, ίσως, σαν κάποιο γραφικό πανηγυράκι; Νομίζεις πως είναι κάτι συμβατό με τα συνήθη όρια του ανθρώπου; Ότι προϋποθέτει μονάχα μία προσωπική «λόξα», κάποιον ψαγμένο προπονητή, ένα φραγκάτο χορηγό, το προπονητήριο της γειτονιάς και ένα τσουβάλι αναβολικά; Αν παρεμπιπτόντως υιοθετείς κάποια εκδοχή από τη λίστα των παραπάνω, τότε μάλλον απέχεις πολύ από το μυστήριο και τις αναρίθμητες συναρπαστικές εκδοχές του Βίου. Δοκίμασε μόνο κάποτε το εξής παιχνίδι.
Κλείσε τα μάτια σου για πέντε λεπτά σε μία πισίνα (ούτε που να το σκεφτείς για ανοιχτή θάλασσα), και θα εκπλαγείς πόσο εύκολα μπορεί να ζαλιστείς, να λιποθυμήσεις ή πόσο συχνά θα κουτουλήσεις στον τοίχο ή θα χάσεις τον προσανατολισμό σου (το λιγότερο). Κάτσε σ’ ένα καροτσάκι και τσούλησε το νέο σου σώμα για μισή ωρίτσα μέσα στην πόλη, για να νιώσεις πόσο γρήγορα σ’ εγκαταλείπουν οι αντοχές σου. Εκτόξευσε με το στόμα, το βέλος του τόξου, αλλά κοίταξε να μην υπάρχουν τριγύρω παιδιά, γιατί χάθηκαν. Σήκωσε εσύ, ο χτισμένος μποντιμπιλντεράς, 236 κιλά πάνω σε πάγκο, για να δεις τι σήκωσε με μία μόλις προσπάθεια, ο ανάπηρος Μάμαλος.
Το παρασύνθημά μου είναι σαφές. Προσπάθησε να μπεις νοερά στη θέση τους, έστω για ελάχιστο – δε θα σου πω για μία βδομάδα, πόσο μάλλον για μία ζωή – ή φαντάσου, τουλάχιστον, πως βρέθηκες ανεξήγητα, μέσα σ’ ένα μη αρτιμελές σώμα, και τότε να είσαι σίγουρος πως θ’ ανατραπούν πολλά αυτονόητα και δεδομένα μέσα σου.
Και καταλήγω στην Ελληνική Παραολυμπιακή ομάδα. Δε θα κραυγάσω για τα 13 μετάλλια που κολάκεψαν το εθνικό σου φρόνημα, γαργαλώντας την τελματωμένη υπερηφάνεια όλων εμάς, των αρτιμελών και άρτιων… Θα μείνω, όμως, στην ουσία της ασύλληπτης ανατροπής. Γιατί οι συγκεκριμένοι Δον Κιχώτες δεν κατάφεραν απλά να υπερβούν επιδόσεις, που θα ζήλευαν ακόμη και κορυφαίοι αρτιμελείς αθλητές, αλλά κυριολεκτικά μάτωσαν, προκειμένου να υπερπηδήσουν έναν επιπρόσθετο τρίτο τοίχο. Με μία, όμως, διαφορά.
Πολύ φοβάμαι πως ο τρίτος τοίχος των Ελλήνων Παρά-Ολυμπιονικών ήταν κατά πολύ πιο αδιαπέραστος από τους δύο προηγούμενους (του DNA και της Τύχης.) Και αυτό, γιατί οι Έλληνες αθλητές κατόρθωσαν να ζήσουν και να πετύχουν τους στόχους και τα όνειρά τους, στην πιο ρατσιστική και συμπλεγματική κοινωνία της Ευρώπης, και ακόμη παραπέρα.
Για να γίνω σαφέστερος, επικαλούμαι ενδεικτικά τη μαρτυρία του αρσιβαρίστα Παύλου Μάμαλου, και ανατρέχω στην παιδική του ηλικία. Πίσω από την τραυματισμένη μνήμη του Παύλου, για μένα, ηχεί εκκωφαντικά η σιωπηλή κραυγή αναρίθμητων ανάπηρων παιδιών, που στιγματίστηκαν ανεπανόρθωτα για ένα σώμα που δεν ήταν, επ’ ουδενί, λάθος… πόσο μάλλον δικό τους (βλ. Ελληνοθρεμμένες ενοχές):
«Τα παιδιά με κοροϊδεύανε, με λέγανε ανάπηρο, κούτσαβο και τέτοια πράγματα. Εγώ καθόμουν σε μια γωνιά και έκλαιγα, και όταν κτύπαγε το κουδούνι και ανέβαιναν τα παιδιά πάνω, εγώ καθόμουν από κάτω και έκλαιγα. Μου πετούσαν τις τσάντες από το παράθυρο και μου ερχόντουσαν στο κεφάλι και με κορόιδευαν. Δεν με παίρνανε σε εκδρομές, δεν με παίρνανε σε πενταήμερες, καθόμουν μόνος στο σχολείο μέχρι να γυρίσουν τα άλλα παιδιά και έτσι κάποτε, όταν έφτασα στην έκτη δημοτικού, τα παράτησα το σχολείο τελείως και δεν πήγα γυμνάσιο».
Και πάλι, όμως, ακούω ενστάσεις. Αν, όντως, διαπιστώνεις στα λεγόμενα μου, αυθαίρετα συμπεράσματα, άκου προσεκτικά την επόμενη αληθινή ιστορία ενός μαθητή, που ούτε καν πρόλαβε να αθληθεί. Και να φανταστείς πως ο συγκεκριμένος πιτσιρικάς δεν είχε καν μία ορατή αναπηρία, αλλά εντούτοις χλευάστηκε και ταπεινώθηκε, επειδή είχε την «Τύχη» να χτυπά στο στήθος του μία ασθενική καρδιά. Δεν το γονάτισε, βλέπεις, ούτε η Τύχη, ούτε το μπερδεμένο DNA του, αλλά κάτι, κατά πολύ πιο τοξικό: «ο κανιβαλισμός κάποιων Συν-ελλήνων».
Το τραγικό συμβάν μού το εκμυστηρεύτηκε κάποια φίλη, η οποία συνέβη εκείνη τη χρονιά να ήταν η πρώτη που εργάστηκε σαν καθηγήτρια, διορισμένη συμπτωματικά στο σχολείο του μικρού Νικόλα. Η νεοδιόριστη, λοιπόν, φιλόλογος έτυχε να μάθει για τη μη ορατή αναπηρία του μικρού μαθητή της, αλλά, όταν τόλμησε να την αναφέρει στο θεολόγο Διευθυντή του σχολείου (σαν καθηγήτρια προσφέρθηκε σε περίπτωση κρίσης να βοηθήσει, γιατί γνώριζε από πρώτες βοήθειες) ο θεοσεβής παιδαγωγός τής απάντησε:
” Να πεις τους γονείς να τον πάρουν από δω! Δε θέλουμε σακάτηδες στο σχολείο μας!”
Και σαν να μην έφτανε αυτό – δώσε βάση στον επίλογο – οι λοιποί συνάδελφοι καθηγητές, άφησαν τον ασθενικό μαθητή, ανεξεταστέο στα Γαλλικά, την Ιστορία, και τα Θρησκευτικά, παρακαλώ.
Το θέμα ήταν πως ο Νικόλας με την ασθενική καρδιά, όταν έμαθε τα αποτελέσματα, ΕΠΑΘΕ ΑΝΑΚΟΠΗ!!! Και πέθανε (καλά άκουσες.)
ΥΓ: Υπάρχουν, καλέ μου φίλε, νύχτες που κοιμάσαι εξαντλημένος. Βυθίζεσαι στο λήθαργο, και βλέπεις κάτι αλλόκοτα όνειρα. Πως έχεις, δήθεν, ένα σώμα που, εν ολίγοις, σού μοιάζει κομμάτι εξωγήινο. Η καρδιά σου ξάφνου πάει να σπάσει, λαχταράς από την αγωνία, και ξυπνάς κάθιδρος και πανικόβλητος. Συνέρχεσαι, βέβαια, όταν συνειδητοποιείς πως η Τύχη και το DNA σου, δε σε «εκδικήθηκαν» ∙ απεναντίας, μάλλον σε ευνόησαν. Και ξανακοιμάσαι μακάριος για την πραγματικότητα που απολαμβάνεις.
Αυτό θυμήσου την επόμενη. Μην αγνοήσεις πως δίπλα σου κάποιοι συνάνθρωποι μπορεί, όταν ξυπνάνε, να είναι εντούτοις αναγκασμένοι να ζουν μαζί με αυτό που εσύ θεωρείς εφιάλτη. Ποτέ όμως αυτοί. Γιατί όλοι αυτοί οι γνωστοί και άγνωστοι αθλητές της Ζωής – αυτοί που εσύ τούς βάφτισες άστοχα παρά – Ολυμπιονίκες – είναι εκείνοι οι ελάχιστοι, που αν και ανάπηροι, κατάφεραν να αγγίξουν το άπιαστο. Να ζήσουν το όνειρο, μέσα σ’ έναν εφιάλτη.