Από το Σταύρο Μαλαγκονιάρη
* Φωτ. Βασίλης Μαθιουδάκης
Οκτώβρης του 1944. Λίγες ώρες πριν από την οριστική αποχώρηση των Γερμανών κατακτητών από την Αθήνα, στον Πειραιά γίνεται μια αγωνιώδης μάχη για τη διάσωση του εργοστασίου στο Κερατσίνι που τροφοδοτεί με ηλεκτρικό ρεύμα όλη την πρωτεύουσα.
Η σύγκρουση της 13ης Οκτωβρίου θα μείνει στην ιστορία ως η «Μάχη της Ηλεκτρικής» και έχει μια ξεχωριστή σημειολογία: αποτελεί «τη μοναδική στιγμή εθνικής συμφιλίωσης στη μετά το 1943 Αθήνα», αφού, μπροστά στον κίνδυνο να ανατιναχτεί το εργοστάσιο από τους Γερμανούς, αστυνομικοί του Πειραιά βρέθηκαν να πολεμάνε μαζί με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ που το υπερασπίζονταν!
Ομως, αργότερα, μέσα στη… δίνη του Εμφυλίου, όχι μόνο δεν αναδείχθηκε αυτή η πλευρά της ιστορικής μάχης αλλά πολλοί θέλησαν να «παραχαραχτεί» ή ακόμη και να ξεχαστεί η ηρωική αυτοθυσία των μαχητών.
Χαρακτηριστικό είναι ότι απομακρύνθηκε, μεταξύ 1949 και 1950, από τον χώρο του εργοστασίου το πρώτο μνημείο πεσόντων, που μεταφέρθηκε στο νεκροταφείο της Ανάστασης…
Ωστόσο, ο λαός της περιοχής διατήρησε ζωντανή τη μνήμη και μετά τη μεταπολίτευση του 1974 ο Δήμος Κερατσινίου ανέγειρε νέο μνημείο στον χώρο του εργοστασίου της ΔΕΗ, στον Αγιο Γεώργιο, και διοργανώνει κάθε χρόνο εκδηλώσεις προς τιμήν των αγωνιστών και των πεσόντων, σε εορτή που καθιερώθηκε με ψήφισμα του Δημοτικού Συμβουλίου επί δημαρχίας Χρήστου Φωτίου (Πράξη 109, 10.10.1975).
Αξίζει να σημειωθεί ότι… πίσω από τη «Μάχη της Ηλεκτρικής» υπήρξε ένα πολύ μεγαλύτερο θέμα σχετικό με την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την Αθήνα.
Οι Γερμανοί από την πλευρά τους προσπαθούσαν να διασφαλίσουν ότι η αποχώρηση των δυνάμεών τους θα γινόταν ομαλά και χωρίς απώλειες, προσφέροντας ως… αντάλλαγμα να μην προκαλέσουν εκτεταμένες καταστροφές στην πρωτεύουσα.
Αλλες πηγές αναφέρουν ότι υπήρξε, τελικά, συμφωνία με τους Αγγλους και άλλες όχι.
Οπως και να ‘χει, κάθε εμπλεκόμενη πλευρά (Γερμανοί, Αγγλοι, κυβέρνηση δωσιλόγων ή μεμονωμένα άτομα με κορυφαίες θέσεις και περίεργο ρόλο στην Κατοχή) θέλησε να… καρπωθεί την επιτυχία ή να «ξεπλυθεί» με τη διάσωση της Αθήνας.
Αντίθετα, ο Πειραιάς ήταν… καταδικασμένος.
Ο Χρ. Ζαλοκώστας, πολιτικός σύνδεσμος του συμμαχικού στρατιωτικού διοικητή Αθήνας Σπηλιωτόπουλου, στο βιβλίο του «Χρονικό της Σκλαβιάς» (Εκδόσεις «Εστία», σελ. 371), αναφέρει σχετικά:
«…Τ’ απομεσήμερο κατάσκοπός μας φέρνει την είδηση πως ο Felmy σε λίγο αποχωρεί με το κύριο σώμα κι ότι τμήμα οπισθοφυλακής θα κάμη αύριο την υποστολή της χιτλερικής σημαίας από την Ακρόπολη, θα καταθέση στέφανο στον Αγνωστο Στρατιώτη, και η πρωτεύουσα, αφού κηρυχθή ανοχύρωτη, θα εκκενωθή.
– Ο Πειραιεύς; ρωτάμε.
– Ο Πειραιεύς θα καταστραφή».
Πραγματικά, το λιμάνι γνώρισε μια τεραστίου μεγέθους καταστροφή.
Στις 12 και 13 Οκτωβρίου 1944 οι Γερμανοί, βλέποντας ότι δεν μπορούν να παραμείνουν, ανατίναξαν προβλήτες, το τελωνείο, το λιμεναρχείο και κτίρια του ΟΛΠ.
Πρόθεσή τους ήταν να σωριάσουν σε ερείπια και άλλες νευραλγικές υποδομές.
Ομως, τη νύχτα της 11ης Οκτωβρίου, δυνάμεις του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, με στρατιωτικό διοικητή τον Σωτήρη Κύβελο και καπετάνιο τον Νίκανδρο Κεπέση, πρόλαβαν και αχρήστευσαν τρία φρεάτια υπονόμευσης κόβοντας τα καλώδια πυροδότησης.
Η επικίνδυνη επιχείρηση ανατέθηκε στους Κερατσινιώτες μηχανικούς Χρ. Αγαλιώτη, Βαγγέλη Φραγκόπουλο και Σωτήρη Καλαμπόκη, που εξουδετέρωσαν τους μηχανισμούς στο σιδηροδρομικό δίκτυο στη Λεύκα και μαζί με τους Γιώργο Βρεττάκο, Αντώνη Καβαλιεράτο και τον Πειραιώτη ηλεκτρολόγο Στράτο Καρακεχαγιά ματαίωσαν την ανατίναξη του στρατιωτικού εργοστασίου ΚΟΠΗ.
Δυστυχώς, οι τρεις πρώτοι εκτελέστηκαν λίγες ώρες αργότερα από γερμανική περίπολο.
Παράλληλα, τμήματα του ΕΛΑΣ έδωσαν πολλές μάχες με Γερμανούς, σε διάφορα νευραλγικά σημεία, για να αποτραπούν καταστροφές σε εργοστάσια, τη Σχολή Δοκίμων κ.α.
Στο εργοστάσιο της Ηλεκτρικής (Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών-Πειραιώς, όπως ήταν η επίσημη ονομασία) οι Γερμανοί είχαν μια φρουρά 60 ατόμων, με επικεφαλής τον υπολοχαγό Χανς Λίντεμαν.
«Από τον Μάη έχουν κουβαλήσει μέσα δυναμίτες για να το καταστρέψουν πριν το εγκαταλείψουν».
Λέγεται ότι οι δυναμίτες είχαν τοποθετηθεί κάτω από τις τουρμπίνες ηλεκτροπαραγωγής.
Εφημερίδες της εποχής έγραφαν ότι εάν πετύχαιναν οι Γερμανοί τον στόχο τους, «κάθε κίνησις, ο φωτισμός, η συγκοινωνία θα απήτουν έτη διά να επανέλθουν εις τον κανονικόν ρυθμόν».
Το απόγευμα της 12ης Οκτωβρίου, σύμφωνα με ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε τότε στην εφημερίδα «Ελευθερία» (φ. 14/10/1944) «δύναμις 40 Γερμανών μετέβη εις το εργοστάσιον, το εκύκλωσε, συνέλαβε την τότε εργαζόμενην βάρδιαν και την περιώρισε. Επίσης, συνελήφθη και περιορίσθη και η επόμενη βάρδια (σ.σ. περίπου 300 άτομα). Αμέσως, κατόπιν οι Γερμανοί ήρχισαν σκάπτοντες ορύγματα πέριξ του εργοστασίου διά να το ανατινάξουν. Διαφυγόντες εργάται ειδοποίησαν ομάδα του Ελάς η οποία έσπευσε να καταλάβη θέσεις μάχης πέριξ του εργοστασίου και απήτησε από τους Γερμανούς να μην προκαλέσουν ουδεμίαν βλάβην εις το εργοστάσιον, υποσχόμενη να τους αφήση να φύγουν ανενόχλητοι».
Οπως φαίνεται «… ο υπολοχαγός επικεφαλής της φρουράς του εργοστασίου διαπραγματεύτηκε με αντιπροσώπους της εργοστασιακής επιτροπής του ΕΑΜ και το Ι/6 Τάγμα του ΕΛΑΣ (Πέτρος Ευσταθόπουλος- Αλέκος Βαρυτιμίδης) την παράδοση του εργοστασίου».
Λέγεται ότι ενώ οι διαβουλεύσεις συνεχίζονταν εμφανίστηκε μια ομάδα περίπου 30 Γερμανών ποδηλατιστών οι οποίοι πυροβολώντας κατευθύνονταν προς την «Ηλεκτρική».
Ο ΕΛΑΣ απάντησε στα πυρά και η σύγκρουση γενικεύτηκε.
Οι ποδηλατιστές καθηλώθηκαν και προκειμένου να λήξει το περιστατικό και να διασώσουν τους συμπολεμιστές τους, οι Γερμανοί της φρουράς αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν αποδεχόμενοι τους όρους του ΕΛΑΣ.
Ομως, παρά τη συμφωνία, λίγο πριν φύγουν οι Γερμανοί προσπάθησαν να πυροδοτήσουν τα εκρηκτικά.
Ευτυχώς, οι εργάτες, που είχαν απελευθερωθεί, φρόντισαν να τα εξουδετερώσουν εγκαίρως.
Παρά τη γερμανική αποχώρηση, ο Νίκανδρος Κεπέσης διέταξε όχι μόνο να παραμείνει στο εργοστάσιο φρουρά 15 ανδρών του ΕΛΑΣ, με επικεφαλής τον γραμματέα της εργοστασιακής οργάνωσης του ΕΑΜ, Αντώνη Καλαποθάκο, αλλά να τοποθετηθεί και άλλη δύναμη στον λόφο με την εκκλησία του Αγ. Γεωργίου, με μέτωπο προς το Πέραμα και την Κοκκινιά.
Ξημερώματα της 13ης Οκτωβρίου αλυσιδωτές εκρήξεις κατέστρεφαν τις εγκαταστάσεις υγρών καυσίμων της Shell στο Πέραμα και περίπου στις 6 το πρωί, το τμήμα των 60 Γερμανών που ανήκε στο ειδικό επί των ανατινάξεων τμήμα του Μηχανικού των Eς Eς επέστρεψε στο εργοστάσιο.
Οι Γερμανοί επέβαιναν σε δύο αυτοκίνητα που τα ακολουθούσαν τρία φορτηγά με πυρομαχικά, ενώ της φάλαγγας προηγούνταν μοτοσικλετιστές.
Σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, καθώς έφτασαν στο γεφυράκι, το οποίο ήταν εν μέρει καλυμμένο, έχασαν την οπτική τους επαφή με το εργοστάσιο και ζήτησαν πληροφορίες από έναν περαστικό ηλικιωμένο άνδρα.
Εκείνος τους έδειξε προς την περιοχή της Ευγένειας, όπου βρίσκονταν ακροβολισμένοι μαχητές του ΕΛΑΣ.
Οι Γερμανοί ξεκίνησαν αλλά γρήγορα είδαν το ύψους 140 μέτρων φουγάρο του εργοστασίου.
Τότε κατάλαβαν την απάτη, γύρισαν πίσω προς τη σωστή κατεύθυνση και συναντώντας ξανά τον γέροντα τον εκτέλεσαν.
Σε ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» για το μνημόσυνο των θυμάτων της μάχης, στις 22 Νοεμβρίου 1944, ο πατριώτης ονομαζόταν Ι. Ηλιόπουλος (πιθανόν συνωνυμία με τον εργάτη που έχασε τη ζωή του στη μάχη και επίσης αναφέρεται στο ίδιο ρεπορτάζ).
Μόλις οι Γερμανοί πλησίασαν την πύλη του εργοστασίου, ο σκοπευτής Χρήστος Φερούσης πυροβόλησε μέσα από το εργοστάσιο τον οδηγό του πρώτου οχήματος, υποχρεώνοντας τη φάλαγγα να ακινητοποιηθεί.
Παράλληλα, αρχίζουν να πυροβολούν οι λόχοι του ΕΛΑΣ.
Σύμφωνα με μαρτυρία του τότε εργαζόμενου στην Ηλεκτρική, Σταύρου Γεωργίου, μέσα στο εργοστάσιο ήταν εννέα ΕΛΑΣίτες, ανάμεσά τους οι Καλαποθάκος, Αλιβέρτος, Καρακατσάνης, Αρμόδιος, Τάσος Γεωργίου και Μπουμπούνας.
Μεταξύ άλλων στη Μάχη της Ηλεκτρικής πήρε μέρος ως υπάλληλος της εταιρείας ο πατέρας του αξέχαστου Θανάση Βέγγου, Βασίλης Βέγγος.
Μέσα στο εργοστάσιο ήταν και ο έφεδρος ανθυπολοχαγός του τακτικού στρατού που είχε πάρει μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, ο μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος Βενιζέλος Αποστολίδης, που εργαζόταν στο εργοστάσιο και τραυματίστηκε στη μάχη.
Οι Γερμανοί δεν περίμεναν πως είχε φρουρά το εργοστάσιο και αιφνιδιάστηκαν, ενώ οι μαχητές του εργοστασίου πήραν πλεονεκτικές θέσεις μάχης καθώς άρχισαν να φτάνουν ενισχύσεις αφού κινητοποιήθηκαν οι τέσσερις λόχοι του Ι Τάγματος του ΕΛΑΣ.
Ο κίνδυνος έφερε τη μοναδική στιγμή εθνικής συμφιλίωσης στη μετά το 1943 Αθήνα: αστυνομικοί του Πειραιά με επικεφαλής τον ταξίαρχο Παυσανία Κατσώτα, επιτελάρχη της Στρατιωτικής Διοίκησης Αττικής, έσπευσαν στο Κερατσίνι για να βοηθήσουν στη μάχη.
Οι Γερμανοί βρέθηκαν μέσα σε διασταυρούμενα πυρά και δεν άργησαν να παραδοθούν.
«Βλέπω από το γεφυράκι κάτι σαν άσπρο “πανί” που ξεπετάγεται και λέω: “Αυτό είναι σινιάλο παράδοσης”. Τρέχω κατά κει, κι ό,τι θέλει ας γίνει… Πιάνω το Γερμανό με το “πανί” από το χέρι και τον τραβώ κατά το μέρος μας. Αρχίζει τα παρακάλια να μην τον πειράξουμε (…) Βγαίνουν και παραδίδονται και οι άλλοι. Μαζεύονται γύρω τους Ελασίτες και ο κόσμος και τους περιεργάζονται. Σε λίγο φτάνει και ο καπετάνιος του Συντάγματος “Σωτήρης” (σ.σ. Νίκανδρος Κεπέσης)», έγραφε, μεταξύ άλλων, την προσωπική μαρτυρία του ο Βασίλης Γιαννόγκωνας σε ένα αφιέρωμα του «Ριζοσπάστη» (φ. της 14ης Οκτωβρίου 1979).
Οι απώλειες για τους Γερμανούς ήταν 11 νεκροί, 21 τραυματίες και 24 αιχμάλωτοι.
Επίσης, 11 ήταν οι νεκροί για τους Ελληνες αγωνιστές και 8 τραυματίες, χάρη στη θυσία των οποίων το εργοστάσιο και ο ηλεκτροφωτισμός της πρωτεύουσας είχαν σωθεί.
Την επόμενη μέρα, 14 Οκτωβρίου, οι πρώτοι Βρετανοί στρατιώτες αποβιβάζονται στο Κερατσίνι και η Αθήνα γιορτάζει την απελευθέρωση, ενώ στο Κερατσίνι χιλιάδες λαού συνοδεύουν τους ηρωικούς νεκρούς μαχητές στην τελευταία κατοικία τους.
Θαυμασμός και έπαινοι
Η θυσία των εργαζόμενων και των υπερασπιστών του εργοστασίου αναγνωρίστηκε απ’ όλες τις πλευρές.
Ο ταξίαρχος Κατσώτας και Βρετανοί αξιωματικοί εξέφρασαν τον θαυμασμό τους στη διοίκηση του 6ου Συντάγματος ΕΛΑΣ, ενώ στην εφημερίδα «Ελευθερία» της 14ης Οκτωβρίου 1944 διαβάζουμε ανακοίνωση της τριμελούς κυβερνητικής επιτροπής (Γ. Ζεύγος, Θ. Τσάτσος και Φ. Μανουηλίδης):
«Η Τριμελής Κυβερνητική Επιτροπή λαβούσα υπ’ όψιν την γενόμενην υπό τμημάτων του ΕΛΑΣ και των εργατών του εργοστασίου Ηλεκτροπαραγωγής Αγίου Γεωργίου -σπουδαιότατου παράγοντος και εν γένει ζωής των πόλεων Αθηνών Πειραιώς- διασώσαντες τας εγκαταστάσεις του ως άνω εργοστασίου, απευθύνει θερμόν έπαινον προς όλους τους συμμετάσχοντας και συνεργασθέντες εις την ως άνω πράξιν και την ευγνωμοσύνη των δύο πόλεων».
Ομως, όλα αυτά… ξεχάστηκαν γρήγορα και στα τέλη Ιανουαρίου 1945 η Ηλεκτρική Εταιρεία απέλυσε μια σειρά από εργαζόμενους, ακόμα και αναπήρους πολέμου.
Ανάμεσα στους απολυθέντες ήταν και επιζήσαντες της Μάχης της Ηλεκτρικής, όπως ο πατέρας του Θανάση Βέγγου.
Συνολικά, απολύθηκαν από την ιδιωτική τότε εταιρεία 416 τεχνίτες.
Κάποιοι, μάλιστα, οδηγήθηκαν σε φυλακές προκαλώντας έντονες αντιδράσεις καθώς, όπως έγραφε χαρακτηριστικά η εφημερίδα «Ελευθερία» (φ. 5/8/1945) «καταδικάσθησαν εις θάνατον 416 δημοκρατικοί υπάλληλοι».
Μετά από λίγα χρόνια, το 1956, γεννήθηκε η ΔΕΗ.
Με αυτόν τον τρόπο τότε το ελληνικό κράτος ήθελε να δημιουργήσει μια Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού που θα ηλεκτροδοτούσε με χαμηλή τιμή ρεύματος και με καλή παροχή υπηρεσιών όλη την Ελλάδα μέχρι και το τελευταίο χωριό και που θα λειτουργούσε προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος.
Νεκροί για το εργοστάσιο
Οι 11 Ελληνες που έχασαν τη ζωή τους υπερασπιζόμενοι το νευραλγικό εργοστάσιο της «Ηλεκτρικής» ήταν οι εξής:
▶ Αντώνης Καλαποθάκος (εργάτης της Ηλεκτρικής και γραμματέας της εργοστασιακής οργάνωσης του ΕΑΜ),
▶ Νίκος Γεωργιάδης (εργάτης της Ηλεκτρικής),
▶ Δημήτρης Μαργαρώνης,
▶ Ιωάννης Ηλιόπουλος,
▶ Παναγιώτης Κοσμίδης,
▶ Γρηγόρης Μεγκίσογλου,
▶ Συρ. Παπάζογλου,
▶ Γιώργος Γιόρδας,
▶ Ανδρέας Κούνουπας,
▶ Παναγιώτης Μαυρομμάτης,
▶ Ακρίτας Τοροσιάδης.
Συνολικά, ο ΕΛΑΣ είχε 8 νεκρούς, που μαζί με όσους φονεύτηκαν τις προηγούμενες μέρες εκτελώντας το καθήκον τους ανέρχονται στους 17.