Από τον Γιώργο Μουργή
Η Μαίρη «έχασε την τύχη» να ακούει μετά τους πρώτους έξι μήνες της.
Μια παιδική ασθένεια, στην εποχή που τα γιατρικά δεν έφταναν, ήταν αρκετή για να χάσει την ακοή της. Η ζωή την κατέταξε στους μη ακούοντες, σε αυτούς που άλλοι από λάθος τους ονομάζουν κωφάλαλους και άλλοι από χλεύη, τους αποκαλούν μουγκούς.
Μιλάγαμε λιγότερο στη νοηματική και περισσότερο με τα χείλια. Τελείωσε το σχολείο κωφών με άριστα, δούλευε σκληρά και υπερασπίζονταν με σθένος τα δικαιώματα των κωφών μέσα από τις δικές τους συλλογικότητες.
Μόνιμα είχε απορίες για λέξεις και έννοιες και σαν το διάολο όλο και πήγαινε πιο βαθιά σε ορισμούς που ήθελε να της εξηγώ. Δυο πράγματα δεν κατάφερα ποτέ να της δώσω να κατανοήσει.
Τι είναι η μελωδία στη μουσική και τι σημαίνει η λέξη προστακτική.
Πώς να εξηγήσεις σε έναν κωφό την έννοια της μελωδίας;
Κάπου διαβάζοντας για μουσική κόλλησε στη μελωδία. Καμιά μου απάντηση δεν την ικανοποιούσε, κανένα λεξικό, καμιά εγκυκλοπαίδεια.
Βρεθήκαμε σε ένα παλαιοπωλείο μια μέρα στο Μοναστηράκι. Πλησιάσαμε ένα πιάνο και με ξαναρώτησε.
«Άντε πάλι τα ίδια» μουρμούρισα και εκείνη με παράτησε, αφού «διάβασε» τα χείλια μου και την έκφραση δυσφορίας μου.
Το μόνο που κατάφερα τελικά να της εξηγήσω ήταν, ότι όπως εκείνη κατά ένα μαγικό τρόπο μπορεί να διαβάζει τα χείλια και να μεταφράζει τις εκφράσεις κάθε προσώπου, χωρίς να μπορεί να δώσει εξήγηση αν την ρώταγαν πώς τα καταφέρνει, έτσι και γω δεν μπορούσα να της δώσω να κατανοήσει τη διαφορά ανάμεσα στη μουσική και τη μελωδία.
Ήμουν σίγουρος, παρόλο πως δεν την είχα πείσει, ότι είχε αντιληφθεί τουλάχιστον τη διαφορά.
Με την προστακτική πάλι νόμιζα πως θα ξεμπέρδευα εύκολα. Χρησιμοποιούσα λόγια, χέρια, γκριμάτσες αλλά πάλι η Μαίρη επέμενε πως δεν καταλαβαίνει.
Έφερνα ανάποδα παραδείγματα, αντίθετες έννοιες, της διάβαζα ρήματα, λέξεις σε διάφορους χρόνους σε διάφορες κλίσεις μα τίποτα δεν βοηθούσε.
Ώσπου μια μέρα, βλέποντας τη Μαλβίνα στην τηλεόραση, ενώ το μάτι μου παρατηρούσε τη Μαίρη πώς διάβαζε τα χείλια της και το αυτί μου άκουγε τη φωνή της Μαλβίνας, έτοιμος να εξηγήσω τις δύσκολες λέξεις που δεν προλάβαινε να «μεταφράσει», μου ήρθε στο μυαλό εκείνο το «Αγάπη χωρίς προστακτική».
Άρχισα να ψάχνω πού μπορεί να το είχα διαβάσει. Έφαγα τον τόπο μα δεν έβρισκα τίποτα. Η Μαίρη ρωτούσε συνέχεια για αυτή τη ξαφνική αναστάτωσή και αφού επέμενε εκνευριστικά για άλλη μια φορά, εξήγησα ότι ψάχνω ένα απόσπασμα από ένα κείμενο της Μαλβίνας. Έκανε μια κίνηση με το κεφάλι σαν κάτι να μου έδειχνε. Κοίταξα προς το σημείο που σημάδευαν τα μάτια της αλλά δεν υπήρχαν ούτε βιβλία ούτε περιοδικά.
Ρώτησα τι μου έδειχνε και με μια φυσικότητα σήκωσε το χέρι της προς τον υπολογιστή.
«Μα τι μαλάκας είμαι…» είπα κι αμέσως η Μαίρη μετέφρασε μαζί με τη γκριμάτσα μου πάλι, συμφωνώντας καταφατικά.
Βρήκα το κείμενο στο πρώτο κλικάρισμα, το εκτύπωσα και πριν της δώσω να το διαβάσει, εξήγησα ότι εδώ μέσα μπορεί να βρει αυτό που δεν κατάφερα να της διευκρινίσω ποτέ.
Την προστακτική…
Το πήρε στα χέρια της, διαβάζοντας μονορούφι όλες τις λέξεις. Άναψα ένα τσιγάρο περιμένοντας να την ρωτήσω. Το επεξεργάστηκε δεύτερη φορά και με κοίταξε στα μάτια.
- «Κατάλαβες;» την ρώτησα με αγωνία.
- «Κατάλαβα…» απάντησε με δισταγμό. «Αυτή τη φορά κατάλαβα. Αλλά τώρα θέλω να ρωτήσω κάτι άλλο».
- «Πες μου…Μαίρη»
- «Γιώργο, τελικά τι είναι Αγάπη;..»
Μαλβίνα Κάραλη, Αγάπη χωρίς προστακτική:
Όλα συγχωρούνται, αλλά το να θέλεις να μεταλλάξεις το κατ’ εξοχήν απρόβλεπτο, τον έρωτα, σε κάτι προβλέψιμο, είναι η μεγαλύτερη Ύβρις.
Χάζευα στην τηλεόραση και σκεφτόμουν πως τη μόνη ατάκα που με αντιπροσωπεύει απόλυτα τα τελευταία δυο-τρία χρόνια, πρόλαβε και την είπε η Ντενέβ (και ούτε καν μια μελαψή πιτσιρίκα απ’ αυτές που μ’ αρέσουν…): «Στα ερωτικά μου είμαι σαν την κατσίκα: ήσυχη, φτάνει να μην επιχειρήσουν να με δέσουν».
Και ξαφνικά στην οθόνη εμφανίστηκε το είδωλο των ειδώλων κι έλεγε κουβέντες γνωστές από παλιά… Πως κάθε φορά που βλέπει άνθρωπο αγκαλιά με ζώο, ξέρει πως ο άνθρωπος ζητάει συγγνώμη από το ζώο για λογαριασμό της ανθρωπότητας. Ντυμένος όπως πάντα με το χρώμα των ειδώλων – μαύρο και μαύρο – αγκαλιά με το άσπρο σκυλί, έλαμπε από ταλέντο. Και πίσω από τη συγγνώμη του διακρινόταν μια προφορά σλαβική, με πολλή ”Λίτοστ” που στα τσέχικα θα πει Μελαγχολία.
Ο Μιλάν μιλούσε για Αθανασία – το θέμα τον νέου του βιβλίου – και δεν μιλούσε διόλου για αγάπη. ”Μα επιτέλους. κύριε Κούντερα”, είπε ο παρουσιαστής με τα άψογα, άθλια παστέλ, «η αγάπη δεν είναι και για σας, αυτό που είναι για όλους τους υπόλοιπους θνητούς; Δεν είναι θυσία, αυταπάρνηση, δόσιμο, εγκατάλειψη, αδυναμία ;»
Το είδωλο απάντησε:
«Λόγια, κύριέ μου. Πολλά λόγια. Η αγάπη, όπως την εκτιμά και την βιώνει η πλειοψηφία των ανθρώπων, δεν είναι παρά μια μίζερη υπόθεση που με θλίβει. Οι περισσότεροι άνθρωποι νομίζουν πως αγαπάνε, αλλά οι άνθρωποι. έτσι κι αλλιώς, δεν είναι σχεδόν ποτέ αυτό που νομίζουν πως είναι. αλλά κάτι πολύ φτηνότερο, πολύ λιγότερο ευαίσθητο και συνήθως εξαιρετικά αδιάφορο.
Η ”αγάπη” τους είναι το ίδιο άκυρη με την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους. Λυτοί οι παραφουσκωμένοι διάνοι – και όσο πιο ασήμαντος ο άνθρωπος, τόσο πιο Σπουδαίος και Αχτινοβόλος νιώθει, με τον τρόπο που ο ετοιμοθάνατος τις τελευταίες του ώρες νιώθει ξαφνικά υγιής – μεταφράζουν όλη την ασημαντότητα και την κοινοτοπία του κούφιου τους συναισθήματος, στο ιδίωμα της ωραιότητας, της δήθεν αγάπης. της συγκίνησης. ”Αγαπάνε”, παράγοντας κιτς, γιατί τι άλλο είναι η εύκολη, δηλώσιμη, καταγράψιμη αγάπη τους, παρά η προσπάθεια να αρέσουν με κάθε τρόπο σε όσους πιστεύουν πιο φτάνει να δηλώνεις πως αγαπάς για να εξυψώνεσαι.
Σας παραπέμπω σ’ έναν ήρωά μου, για να πάρετε μια ιδέα περί του τί είναι η αγάπη για τα κοπάδια που αποτελούν το μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας. Και συγκεκριμένα, στη σκηνή όπου ο Φραντς, ο ήρωάς μου, ανίκανος να μιλήσει μετά το ατύχημα, κοιτάζει τη γυναίκα του. Την Μαρί Κλωντ με μίσος, ικετεύοντάς την, αν μπορεί να λεχθεί αυτό, με το βλέμμα του, να εξαφανιστεί, να μην τη βλέπει στα μάτια του.
Κι όμως, το μίσος του αυτή το εκλαμβάνει σαν υπέρτατη μορφή αγάπης, κολακεύεται μάλιστα πιστεύοντας πως πέθανε ευτυχισμένος, αφού έβλεπε σας τελευταίες του στιγμές την εικόνα της.
Αυτό το Αστείο, δεν σημαίνει παρά, πόσο λίγο μπαίνει στον κόπο του ”αγαπημένου” προσώπου, ένας εκπρόσωπος του ”κοπαδιού”. Πόσο λίγο οι άνθρωποι που λένε πως αγαπάνε, γνωρίζουν ο ένας τον άλλο.
Σημαίνει ακόμη, πως υπάρχει ένα ειδικό αισθητήριο περί αγάπης – κι αυτό είναι Προνόμιο που, δυστυχώς ή ευτυχώς, ανήκει στους λίγους».
”Η αγάπη”, συνέχισε το είδωλό μου. ”Είναι πράξη Δημιουργίας και μόνο”. Συντελείται μέσα στον χρόνο, έτσι, ώστε ο άλλος μέσα από την πράξη της αγάπης μας. Να καταφέρει να πραγματώσει το ”Εs muss sein” του. Το Πρέπει του. Αυτό για το οποίο ετάχθη».
Έκλεισα την τηλεόραση με αίσθημα ανείπωτης ευτυχίας και κάλεσα αμέσως τις δυο φίλες μου. Αυτή που. όπως βλέπετε στη φωτογραφία, επιδίδεται σε παιχνίδια με μαχαίρια και την άλλη, που προτιμά να ασκεί την ανδρική τέχνη του χειροφιλήματος. Και οι δύο, σαν Κυρίες Ψεύτικο Παρόν, έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους – σημάδι πως τα ονόματα τους δεν θα τα μάθετε ποτέ.
Αυτές οι δυο Εκ Γενετής Ανώνυμες υπάρξεις, τοποθετήθηκαν – από μένα φυσικά – σ’ ένα δωμάτιο με τζάμι – καθρέφτη κι εγώ με τον Δ.Μ. την στήσαμε στο διπλανό δωμάτιο, καιροφυλακτώντας α λα Τζην Χάκμαν και εμπεδώνοντας τις κουβέντες του Ειδώλου μας…
Μαλβίνα Κάραλη: «Επ’ αυτοφώρω», 1991