Του Πάουλ Μάτικ
Το φθινόπωρο του 1938, ο Καρλ Κάουτσκι, 84 ετών, πέθανε στο Άμστερνταμ. Θεωρούνταν ο σημαντικότερος θεωρητικός του μαρξιστικού εργατικού κινήματος μετά το θάνατο των ιδρυτών του και ίσως η πιο αντιπροσωπευτική του προσωπικότητα. Σ’ αυτόν βρίσκει κανείς πολύ καθαρά τόσο τις επαναστατικές όσο και τις αντιδραστικές πλευρές αυτού του κινήματος. Αλλά ενώ ο Φ. Ένγκελς μπορούσε να γράφει στον τάφο του Μαρξ ότι ο φίλος του «ήταν πρώτα απ’ όλα ένας επαναστάτης», δύκολα θα μπορούσε κανείς να χαράξει το ίδιο στον τάφο του πιο διάσημου μαθητή του. «Ως θεωρητικός και πολιτικός, θα είναι πάντα αντικείμενο κριτικής», έγραφε ο Φρίντριχ Άντλερ εις μνήμην του Κάουτσκι, «αλλά ο χαρακτήρας του είναι διαυγής, παρέμεινε σε όλη του τη ζωή πιστός στην υψηλότερη αρχή, την συνείδησή του.»1
Η συνείδηση του Κάουτσκι διαμορφώθηκε την περίοδο της ανόδου της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Γεννήθηκε στην Αυστρία, γιος σκηνογράφου του αυτοκρατορικού θεάτρου στη Βιέννη. Από το 1875, αν και δεν ήταν ακόμη μαρξιστής, συμμετείχε σε γερμανικές και αυστριακές εργατικές εφημερίδες. Έγινε μέλος του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος το 1880 και «μόνο τώρα», έλεγε για τον εαυτό του, «άρχισε η εξέλιξή μου στην κατεύθυνση ενός συνεκτικού και μεθοδικού μαρξισμού».2 Όπως πολλοί άλλοι, εμπνεύστηκε από το Αντι-Ντύρινγκ του Ένγκελς. Τον βοήθησε στον προσνατολισμό του ο Έντουαρντ Μπερνστάιν, γραμματέας τότε του εκατομμυριούχου σοσιαλιστή Χόχμπεργκ. Τα πρώτα του έργα εκδόθηκαν με τη βοήθεια του Χόχμπεργκ και αναγνωρίστηκε απ’ το εργατικό κίνημα από την επιμέλεια σειράς εκδόσεων σοσιαλιστικών κειμένων. Το 1883 ίδρυσε το περιοδικό NeueZeit, που έγινε, υπό τη διεύθυνσή του, το σημαντικότερο θεωρητικό όργανο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας.
Η συγγραφική και επιστημονική δουλειά του Κάουτσκι είναι εντυπωσιακή όχι μόνο λόγω της ευρύτητας των ενδιαφερόντων του αλλά και εξ αιτίας του όγκου της. Ακόμα και μία επιλεκτική βιβλιογραφία του θα γέμιζε πολλές σελίδες. Στο έργο του αναδεικνύεται ό,τι φαινόταν και ό,τι ήταν σημαντικό για το εργατικό κίνημα επί 60 χρόνια. Αποκαλύπτεται ότι ο Κάουτσκι ήταν δάσκαλος πάνω απ’ όλα και, καθώς έβλεπε την κοινωνία με τη ματιά σχολάρχη, ταίριαζε στο ρόλο του πρωτοπόρου πνεύματος ενός κινήματος που σκόπευε να εκπαιδεύσει τόσο τους εργάτες όσο και τους καπιταλιστές. Όντας ένας παιδαγωγός ασχολούμενος με την θεωρητική πλευρά του μαρξισμού, είχε την δυνατότητα να φαίνεται επαναστατικότερος από το ρεύμα που υπηρετούσε. Παρουσιαζόταν ως ορθόδοξος μαρξιστής που επιχειρούσε να διαφυλάξει τη μαρξική κληρονομιά όπως ένας θησαυροφύλακας συντηρεί τους πόρους του οργανισμού που υπηρετεί. Και όμως, ό,τι το «επαναστατικό» βρίσκουμε στον Κάουτσκι φαινόταν τέτοιο μόνο σε αντιπαράθεση με την καπιταλιστική ιδεολογία πριν τον πόλεμο. Σε αντίθεση με την επαναστατική θεωρία, όπως αυτή θεμελιώθηκε από τον Μαρξ και τον Ένγκελς, το έργο του συνιστούσε μια οπισθοχώρηση σε περισσότερο ανεπεξέργαστες μορφές σκέψης και σε μια ρηχότερη συναίσθηση των συνεπειών της συγκρότησης της αστικής κοινωνίας. Αν και φρουρούσε το θησαυροφυλάκιο του μαρξισμού, δεν είχε πραγματική εποπτεία όλων όσων αυτό περιείχε.
Ο Μαρξ, σε ένα γράμμα του στον Κούγκελμαν το 1862, εξέφραζε την ελπίδα ότι τα λιγότερο δημοφιλή έργα του, με τα οποία επιχειρούσε να επαναστατικοποιήσει την οικονομική επιστήμη, θα εκλαϊκεύονταν με το χρόνο επαρκώς, δουλειά η οποία ήταν σχετικά εύκολη με την επιστημονική βάση που είχε διαμορφωθεί. «Το έργο της ζωής μου ήταν πλέον σαφές το 1883», έγραφε ο Κάουτσκι, «ήταν η προπαγάνδιση και η εκλαΐκευση και, στο μέτρο των δυνατοτήτων μου, η ανάπτυξη των επιστημονικών συμπερασμάτων της σκέψης και της έρευνας του Μαρξ»3. Βέβαια ούτε κι αυτός, ο μέγιστος εκλαϊκευτής του μαρξικού έργου, δεν εκπλήρωσε την προσδοκία του ίδιου του Μαρξ. Οι απλουστεύσεις του αποδείχθηκαν νέα σκοτεινά σημεία που αδυνατούσαν να αποτελέσουν εργαλεία κατανόησης του πραγματικού χαρακτήρα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Παρ’ όλα αυτά η μαρξική θεωρία, ακόμη και στην νερωμένη της μορφή, παρέμενε ανώτερη από όλες τις αστικές κοινωνικές και οικονομικές αντιλήψεις και τα κείμενα του Κάουτσκι ήταν δύναμη για εκατοντάδες χιλιάδων ταξικά συνειδητοποιημένων εργατών. Εξέφραζε τις ίδιες τις σκέψεις τους και μάλιστα σε μια γλώσσα πολύ κοντινότερη στη δική τους από τον περισσότερο ανεξάρτητο διανοητή Μαρξ. Γιατί παρά το ότι ο τελευταίος αναδείκνυε κατ’ επανάληψη χαρισματική πειστικότητα και διαύγεια, δεν είχε αρκετά την νοοτροπία του σχολάρχη ώστε να θυσιάσει στην προπαγάνδα την απόλαυση της διανοητικής του ιδιαιτερότητας.
Όταν ισχυριστήκαμε ότι ο Κάουτσκι αντιπροσώπευε επίσης ότι το αντιδραστικό στο παλιό εργατικό κίνημα, χρησιμοποιήσαμε τον όρο απολύτως συγκεκριμένα. Τα αντιδραστικά στοιχεία καί στον Κάουτσκι καί στο παλιό εργατικό κίνημα διαμορφώθηκαν αντικειμενικά στην πράξη και μόνο μετά από μια μακρά περίοδο τριβής με την εχθρική πραγματικότητα διαμορφώθηκε η υποκειμενική δυνατότητα για πλήρη μεταστροφή στην κατεύθυνση της υπεράσπισης της καπιταλιστικής κοινωνίας. Στο Κεφάλαιο ο Μαρξ επισήμανε ότι «μια άυξηση της αξίας της εργατικής δύναμης, σαν συνέπεια της συσσώρευσης του κεφαλαίου, σημαίνει, στην πραγματικότητα, μόνο ότι το μήκος και το βάρος της χρυσής αλυσίδας που ο μισθωτός εργάτης έχει ήδη φτιάξει για τον εαυτό του, επιτρέπουν μια χαλάρωση της πίεσής που αυτή ασκεί»4. Η πιθανότητα, σε συνθήκες ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας, της βελτίωσης των όρων δουλειάς και της αύξησης της τιμής της εργατικής δύναμης μετέτρεψε τους εργατικούς αγώνες σε μια δύναμη ενισχυτική για την καπιταλιστική ανάπτυξη. Όπως ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός, οι εργατικοί αγώνες έδωσαν ώθηση στην περαιτέρω συσσώρευση του κεφαλαίου. Επέτειναν την καπιταλιστική «πρόοδο». Όλες οι εργατικές κατακτήσεις αντισταθμίζονταν από την εντεινόμενη εκμετάλλευση, η οποία με τη σειρά της επέτρεπε την ακόμη εντονότερη επέκταση του κεφαλαίου.
Ακόμη και οι ταξικοί αγώνες των εργατών μπορούσαν να εξυπηρετήσουν όχι τα συμφέροντα του κάθε μεμονωμένου αστού αλλά του κεφαλαίου συνολικά. Οι νίκες των εργατών στρέφονταν πάντα ενάντιά τους. Όσο περισσότερα κατακτούσαν οι εργάτες, τόσο πλουσιότεροι γίνονταν οι καπιταλιστές. Η ψαλίδα ανάμεσα στους μισθούς και τα κέρδη διευρυνόταν με κάθε αύξηση του «μεριδίου των εργατών». Η φαινομενική διαρκής αύξηση της δύναμης της εργασίας ήταν στην πραγματικότητα η διαρκής υποχώρηση της θέσης της σε σχέση με το κεφάλαιο. Οι «επιτυχίες» των εργατών, που χαιρετίζονταν από τον Μπερνστάιν ως μια νέα εποχή του καπιταλισμού, μπορούσαν σε αυτά τα πλαίσια κοινωνικής δράσης να οδηγήσουν μόνο στην τελική ήττα της εργατικής τάξης μόλις η ανάπτυξη έδινε τη θέση της στη στασιμότητα. Στην καταστροφή του παλιού εργατικού κινήματος, από την εμπειρία της οποίας ο Κάουτσκι δε γλίτωσε, ολοκληρώθηκαν οι χιλιάδες ήττες της περιόδου της ανοδικής πορείας του καπιταλισμού. Και αν και αυτές οι ήττες είχαν εξυμνηθεί ως νίκες της αντίληψης για την σταδιακή αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων, ήταν στην πραγματικότητα απλά η σταδιακή ήττα των εργατών σε ένα πεδίο δράσης όπου η αστική τάξη έχει πάντα το πλεονέκτημα. Παρ’ όλα αυτά ο αναθεωρητισμός του Μπερνστάιν, που βασιζόταν στην αποδοχή των φαινομένων ως πραγματικότητα και είχε εισαχθεί από τον αστικό εμπειρισμό, αν και αρχικά αποκυρήχθηκε από τον Κάουτσκι, έδωσε την βάση για την μεταγενέστερη επιτυχία του ίδιου. Γιατί χωρίς τις αντεπαναστατικές πρακτικές του παλιού εργατικού κινήματος, του οποίου η θεωρητική πλευρά είχε διαμορφωθεί από τον Μπερνστάιν, ο Κάουτσκι δεν θα συναντιόταν με το κίνημα και την υλική βάση που αποτέλεσαν εφαλτήριο για την αναγνώρισή του ως σημαντικού μαρξιστή θεωρητικού.
Αυτή η αντικειμενική κατάσταση, η οποία, όπως είδαμε, μετέτρεψε τις νίκες του εργατικού κινήματος σε βήματα για την καταστροφή του, δημιούργησε μια αντεπαναστατική ιδεολογία πιο κοντά στην φαινομενική πραγματικότητα και η οποία αργότερα αποκυρήχθηκε ως σοσιαλρεφορμισμός, οπορτουνισμός, σοσιαλσωβινισμός και ευθεία προδοσία. Όμως αυτή η «προδοσία» δεν ενοχλούσε και πολύ αυτούς οι οποίοι προδόθηκαν. Αντίθετα, η πλειοψηφία των οργανωμένων εργατών επικροτούσε την αλλαγή αντίληψης στο σοσιαλιστικό κίνημα, αφού συναντούσε τις δικές τους φιλοδοξίες σε έναν αναπτυσσόμενο καπιταλισμό. Οι μάζες ήταν τόσο λίγο επαναστατικές όσο και η ηγεσία και από κοινού ικανοποιούνταν με την συμμετοχή τους στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Οργανώνονταν όχι μόνο για ένα μεγαλύτερο μερίδιο από τον παραγόμενο πλούτο αλλά και για μια ισχυρότερη φωνή στο πολιτικό πεδίο. Έμαθαν να σκέφτονται με όρους αστικής δημοκρατίας, έμαθαν να αντιμετωπίζουν τους εαυτούς τους ως καταναλωτές, ήθελαν να είναι μέρος σε ό,τι το καλό συμπεριλάμβανε η κυρίαρχη κουλτούρα.
Χαρακτηριστικά η «Ιστορία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας» του Φραντς Μέρινγκ τελειώνει με ένα κεφάλαιο για την «Τέχνη και το προλεταριάτο». Επιστήμη για τους εργάτες, λογοτεχνία για τους εργάτες, συμμετοχή σε όλους τους θεσμούς της καπιταλιστικής κοινωνίας – αυτοί, και τίποτα περισσότερο, ήταν οι στόχοι του κινήματος. Αντί να διεκδικούν το τέλος της αστικής επιστήμης, απαιτούσαν «εργατικούς» επιστήμονες. Αντί να καταλύουν την αστική νομιμότητα, εκπαίδευαν «εργατικούς» δικηγόρους. Στον αυξανόμενο αριθμό των «εργατικών» ιστορικών, ποιητών, οικονομολόγων, δημοσιογράφων, γιατρών και οδοντίατρων, μαζί με τους κοινοβουλευτικούς εργατικούς αντιπροσώπους και την γραφειοκρατία των συνδικάτων, έβλεπαν μια τάση κοινωνικοποίησης της κοινωνίας, που βαθμιαία την καθιστούσε δική τους κοινωνία. Άλλωστε αυτό στο οποίο κανείς έχει ολοένα μεγαλύτερο μερίδιο, τελικά θα καταλήξει να το υπερασπίζεται. Συνειδητά και αυθόρμητα, το παλιό εργατικό κίνημα είδε στην καπιαλιστική ανάπτυξη το δικό του δρόμο για μεγαλύτερη ευημερία και αναγνώριση. Όσο άκμαζε το κεφάλαιο, τόσο βελτιώνονταν οι όροι εργασίας. Ικανοποιημένες με τη δράση τους στο πλαίσιο του καπιταλισμού, οι εργατικές οργανώσεις άρχισαν να ανησυχούν για την κερδοφορία του κεφαλαίου. Οι εθνικές αντιπαραθέσεις στα πλαίσια του διεθνούς καπιταλιστικού ανταγωνισμού καταγγέλονταν μόνο φραστικά. Ενώ το κίνημα αρχικά διεκδικούσε μόνο μια «καλύτερη πατρίδα», και αργότερα φαινόταν διατεθειμένο να υπερασπιστεί ό,τι είχε ήδη κατακτηθεί στα πλαίσιά της, τελικά κατέληξε στην ετοιμότητα να υπερασπιστεί την πατρίδα «ως είχε».
Η ανοχή των «οπαδών» του Μαρξ στην αστική κοινωνία δεν ήταν μονόπλευρη. Η ίδια η αστική τάξη είχε μάθει στα πλαίσια της ταξικής πάλης να κατανοεί το κοινωνικό ζήτημα. Η ανάλυσή της για τα κοινωνικά φαινόμενα γινόταν ολοένα περισσότερο υλιστική και σύντομα εμφανίστηκε μια κοινή ιδεολογική ζώνη, συνθήκη που ενέτεινε περαιτέρω την «αρμονία» που βασιζόταν στην πραγματική δυσαρμονία των ταξικών εντάσεων σε έναν αναπτυσσόμενο καπιταλισμό. Οι «μαρξιστές» βέβαια ήταν ακόμη περισσότερο πρόθυμοι από τους αστούς να μάθουν από τον εχθρό. Οι αναθεωρητικές τάσεις είχαν αναπτυχθεί πολύ πριν το θάνατο του Ένγκελς. Τόσο αυτός, όσο και ο ίδιος ο Μαρξ, είχαν ταλαντευθεί και είχαν κατά στιγμές παρασυρθεί από τις επιτυχίες του κινήματος. Αλλά αυτό που στους ίδιους ήταν μια προσωρινή τροποποίηση της στην ουσία συνεκτικής σκέψης τους έγινε «πίστη» και «επιστήμη» για εκείνο το κίνημα που έμαθε να βλέπει την πρόοδο στην ενίσχυση των ταμείων των συνδικάτων και τις εκλογικές ανόδους.
Μετά το 1910 η γερμανική σοσιαλδημοκρατία χωρίστηκε σε τρεις ουσιαστικα πτέρυγες. Υπήρχαν οι ρεφορμιστές που ανοιχτά υποστήριζαν τον γερμανικό ιμπεριαλισμό. Υπήρχε η αριστερά που συμπεριλάμβανε ονόματα όπως η Λούξεμπουργκ, ο Λίμπκνεχτ, ο Μέρινγκ και ο Πάνεκουκ. Και υπήρχε και το κέντρο, που προσπαθούσε να ακολουθήσει τις παραδόσεις, μόνο βέβαια στη θεωρία, γιατί στην πράξη όλη η γερμανική σοσιαλδημοκρατία μπορούσε να κάνει μόνο ό,τι ήταν εφικτό, ό,τι δηλαδή ήθελε ο Μπερνστάιν. Το να αντιπαρατεθεί κανείς με τον Μπερνστάιν σήμαινε αναγκαστικά να αντιπαρατεθεί με το σύνολο των πρακτικών της σοσιαλδημοκρατίας. Η αριστερά λειτούργησε με τέτοιο τρόπο μόνο από τη στιγμή που άρχισε να επιτίθεται συνολικά στη σοσιαλδημοκρατία χαρακτηρίζοντάς την τμήμα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι διαφορές των δύο στρατοπέδων δεν μπορούσαν να λυθούν ιδεολογικά. Λύθηκαν όταν η τρομοκρατία του Νόσκε εξόντωσε τους Σπαρτακιστές το 1919.
Με την έναρξη του πολέμου, η αριστερά βρέθηκε στις καπιταλιστικές φυλακές και η δεξιά στο Γενικό Επιτελείο του Κάιζερ. Το κέντρο, με ηγέτη τον Κάουτσκι, ξεμπέρδεψε με όλα τα προβλήματα του σοσιαλιστικού κινήματος διακυρήσσοντας ότι ούτε η σοσιαλδημοκρατία, ούτε η Διεθνής της μπορούσαν να λειτουργήσουν σε περίοδο πολέμου αφού ήταν εργαλεία της ειρήνης. «Αυτή η θέση», έγραφε η Λούξεμπουργκ, «είναι η θέση ενός ευνούχου. Αφού ο Κάουτσκι συμπλήρωσε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, αυτό τώρα γράφει: Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε σε καιρό ειρήνης και σε καιρό πολέμου κόφτε ο ένας το λαρύγγι του άλλου»5.
Ο πόλεμος και τα επακόλουθά του κατέστρεψαν το μύθο της ορθοδοξίας του Κάουτσκι. Ακόμη και ο πιο ενθουσιώδης μαθητής του, ο Λένιν, απομακρύνθηκε από τον διδάσκαλο. Τον Οκτώβρη του 1914 παραδεχόταν ότι, σε ό,τι αφορά τον Κάουτσκυ, η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε δίκιο. Έγραφε, σε ένα γράμμα στον Σλιάπνικοφ6: «Εκείνη είδε πολύ καιρό πριν ότι ο Κάουτσκι, ο δουλοπρεπής θεωρητικός, στρεφόταν στην πλειοψηφία του κόμματος, στον οπορτουνισμό. Αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει στον κόσμο τίποτα πιο επικίνδυνο και επιβλαβές για την ιδεολογική ανεξαρτησία του προλεταριάτου από αυτήν τη βρωμερή, αυτάρεσκη και αηδιαστική υποκρισία του Κάουτσκι. Προσπαθεί να συγκαλύψει και να κρύψει τα πάντα και με σοφιστείες και μια ψευτοπολυμαθή ρητορική να αποκοιμίσει τους αφυπνισμένους εργάτες».
Ένα πράγμα διαχώριζε τον Κάουτσκι από το συρμό των διανοούμενων που συνέρρεαν στο εργατικό κίνημα όταν έγινε περισσότερο αξιοσέβαστο και ήταν ιδιαίτερα πρόθυμοι να στηρίξουν την τάση της ταξικής συνεργασίας. Ήταν η μεγαλύτερη αγάπη του για τη θεωρία, μια αγάπη που αρνούνταν να αντιπαραβάλλει τη θεωρία στην πραγματικότητα, σαν την αγάπη μιας μάνας που προσπαθεί να αποτρέψει το παιδί της απ’ το να μάθει την «πραγματικότητα της ζωής» από πολύ νωρίς. Μόνο ως θεωρητικός μπορούσε ο Κάουτσκι να παραμείνει επαναστάτης και με μεγάλη προθυμία άφηνε σε άλλους τα πολιτικά ζητήματα του κινήματος. Κορόιδευε όμως τον εαυτό του. Ως απλός «θεωρητικός» έπαψε να είναι επαναστάτης. Αμέσως μετά τον πόλεμο, όταν δημιουργήθηκαν οι όροι για μια πραγματική μάχη ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, η θεωρία του κατέρρευσε απλά γιατί είχε ήδη πάρει διαζύγιο από την πρακτική του κινήματος που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσε.
Αν και ο Κάουτσκι είχε αντιπαρατεθεί στον περιττά ενθουσιώδη σωβινισμό του κόμματός του, αν και δίσταζε να απολαύσει τον πόλεμο όσο ο Έμπερτ, ο Σάιντεμαν και ο Χίντενμπουργκ, αν και δεν υποστήριζε τις χωρίς όρους πολεμικές πιστώσεις, υποχρεώθηκε μέχρι τέλους να καταστρέψει με τα ίδια του τα χέρια το μύθο της μαρξιστικής του ορθοδοξίας, αυτόν που είχε χτίσει με τριάντα χρόνια συγγραφής. Αυτός που το 1902(7) προανείγγειλε μια περίοδο εργατικών αγώνων για την κρατική εξουσία, δήλωσε ότι τέτοιες απόπειρες είναι σκέτη τρέλα αμέσως μόλις οι εργάτες τον πήραν σοβαρά. Αυτός που πολέμησε γενναία ενάντια στη λογική συμμετοχής σε αστικές κυβερνήσεις των Μιλεράντ και Ζωρές στη Γαλλία ήταν μετά από είκοσι χρόνια υπέρμαχος των επιχειρημάτων τους σε ό,τι αφορούσε τη μετωπική πολιτική της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Αυτός που από το 1909 καταπιανόταν με το «Δρόμο για την Εξουσία», μετά τον πόλεμο ονειρευόταν έναν καπιταλιστικό «υπεριμπεριαλισμό» ως το δρόμο για την παγκόσμια ειρήνη και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του επανερμηνεύοντας τον εαυτό του για να δικαιολογήσει το ιδεολογικό πλαίσιο της ταξικής συνεργασίας που πλέον υπερασπιζόταν. «Στην πορεία της ταξικής πάλης», έγραφε στο τελευταίο του έργο, «το προλεταριάτο γίνεται ολοένα η πρωτοπορία της αναδόμησης της κοινωνίας, διαδικασία η οποία έλκει επίσης διευρυνόμενα μη-προλεταριακά στρώματα. Αυτό δεν είναι προδοσία της ιδέας της ταξικής πάλης. Αυτή τη θέση τη διατύπωνα ήδη πριν να εμφανιστεί ο μπολσεβικισμός, όπως για παράδειγμα το 1903 στο άρθρο μου «Τάξη – Ιδιαίτερα και κοινά συμφέροντα» στη NeueZeit, όπου έφτανα στο συμπέρασμα ότι οι ταξικοί αγώνες του προλεταριάτου δεν αναγνωρίζουν την ταξική αλληλεγγύη αλλά μόνο την αλληλεγγύη ανθρώπου προς άνθρωπο»8.
Πραγματικά, δεν έχει νόημα να χαρακτηρίσουμε τον Κάουτσκι αποστάτη. Μόνο η πλήρης παρανόηση της θεωρίας και της πρακτικής του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος και της δραστηριότητας του ίδιου θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάτι τέτοιο. Ο Κάουτσκι φιλοδοξούσε να γίνει ένας καλός υπηρέτης του μαρξισμού. Στην πραγματικότητα, το να ικανοποιήσει τον Ένγκελς και τον Μαρξ φαινόταν να είναι ο σκοπός της ζωής του. Στο δεύτερο αναφερόταν πάντα με τον τυπικό σοσιαλδημοκρατικό, φιλισταϊκό τρόπο ως «μεγάλο δάσκαλο», «Ολύμπιο», «Θεό του κεραυνού» κλπ. Ένιωθε εξαιρετικά κολακευμένος επειδή ο Μαρξ «δεν τον δέχτηκε με τον ίδιο ψυχρό τρόπο που ο Γκαίτε αντιμετώπιζε τον νεαρό συνεργάτη του, Χάινε»9. Είχε μάλλον ορκιστεί να μην απογοητεύσει τον Ένγκελς όταν αυτός άρχισε να τον χαρακτηρίζει, μαζί με τον Μπερνστάιν, ως «αξιόπιστους αντιπροσώπους της μαρξικής θεωρίας» και στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ήταν ο φλογερότερος υπερασπιστής «των γραφών». Είναι απόλυτα ειλικρινής όταν παραπονιέται στον Ένγκελς ότι «οι περισσότεροι διανούμενοι στο κόμμα … κραυγάζουν για αποικίες, για την εθνική σκέψη, για μια αναγέννηση της Τευτονικής αρχαιότητας, για εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση, για την αντικατάσταση της ταξικής πάλης από τη δικαιοσύνη και αποστρέφονται την υλιστική ερμηνεία της ιστορίας, το μαρξικό δόγμα όπως το αποκαλούν»10. Ήθελε να επιχειρηματολογήσει εναντίον τους, να υπερασπιστεί αυτά που τα είδωλά του είχαν θεμελιώσει. Εκτός από καλός δάσκαλος, ήταν επίσης εξαιρετικός μαθητής.
Ο Ένγκελς καταλάβαινε πολύ καλά αυτήν την παρακμή του κινήματος. Απαντώντας στα παράπονα του Κάουτσκι έλεγε ότι «η ανάπτυξη του καπιταλισμού αποδείχτηκε δυνατότερη από την αντίρροπη επαναστατική τάση. Ένας νέος ξεσηκωμός εναντίον του καπιταλισμού απαιτούσε ένα βίαιο σοκ, όπως π.χ. η απώλεια της Αγγλικής κυριαρχίας στην παγκόσμια αγορά ή μια ξαφνική επαναστατική ευκαιρία στη Γαλλία»11. Ούτε το ένα, ούτε το άλλο έγινε. Οι σοσιαλιστές δεν περίμεναν πια την επανάσταση. Αντίθετα ο Μπερνστάιν περίμενε το θάνατο του Ένγκελς, ώστε, χωρίς να απογοητεύσει τον άνθρωπο στον οποίο χρωστούσε τόσο πολλά, να διακυρήξει ότι «ο στόχος δεν σημαίνει τίποτα και το κίνημα τα πάντα». Είναι αλήθεια επίσης ότι ο ίδιος Ένγκελς, στο τέλος της ζωής του, είχε ενισχύσει τις δυνάμεις του ρεφορμισμού. Όμως, αυτό που στην περίπτωσή του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αποδυνάμωση του ατόμου στη στάση του απέναντι στον κόσμο, για τους επιγόνους του έγινε η πηγή της δύναμής τους. Ξανά και ξανά ο Μαρξ και ο Ένγκελς επέστρεφαν στην ασυμβίβαστη στάση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου και του Κεφαλαίου, όπως για παράδειγμα στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, η έκδοση της οποίας καθυστέρησε για να μην ενοχληθούν οι «συμβιβαστικοί» στο κίνημα. Η έκδοσή της πραγματοποιήθηκε μόνο μετά από τη σύγκρουση με τη γραφειοκρατία του κόμματος. Και αυτές οι περιστάσεις οδήγησαν τον Ένγκελς στην παρατήρηση ότι «είναι στην πραγματικότητα θαυμάσια η σκέψη, η γερμανική σοσιαλιστική επιστήμη, μετά την χειραφέτησή της από τους Βισμαρκιανούς σοσιαλιστικούς νόμους, να παρουσιάσει τους δικούς της σοσιαλιστικούς νόμους, όπως διαμορφώθηκαν από την ηγεσία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος»12.
Ο Κάουτσκι υπερασπιζόταν έναν ήδη ευνουχισμένο μαρξισμό. Ο ριζοσπαστικός, επαναστατικός, αντικαπιταλιστικός μαρξισμός είχε ήδη ηττηθεί από την καπιταλιστική ανάπτυξη. Στο συνέδριο της Εργατικής Διεθνούς το 1872 στη Χάγη, ο ίδιος ο Μαρξ είχε δηλώσει: «Κάποια μέρα οι εργάτες πρέπει να κατακτήσουν την πολιτική εξουσία για να θεμελιώσουν μια νέα οργάνωση της εργασίας … φυσικά, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι εννοώ πως τα μέσα για αυτόν το σκοπό θα είναι παντού τα ίδια … και δεν αρνούμαστε ότι υπάρχουν συκεκριμένες χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Αγγλία, στις οποίες οι εργάτες μπορούν να ελπίζουν στην κατάκτηση του στόχου με ειρηνικά μέσα». Αυτή η δήλωση επέτρεπε ακόμη και στους αναθεωρητές να δηλώνουν μαρξιστές και το μόνο επιχείρημα που έβρισκε ο Κάουτσκι εναντίον τους, όπως για παράδειγμα στο συνέδριο του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στη Στουτγάρδη το 1898, ήταν ότι η διαδικασία εκδημοκρατισμού και κοινωνικοποίησης που έβλεπαν οι αναθεωρητές στην Αγγλία και τις ΗΠΑ δεν ίσχυε και για τη Γερμανία. Επαναλάμβανε τη θέση του Μαρξ για ένα ενδεχόμενο ειρηνικό μετασχηματισμό της κοινωνίας σε κάποιες χώρες και απλά παρατηρούσε ότι και ο ίδιος «επιθυμούσε την κατάκτηση του σοσιαλισμού χωρίς κάποια καταστροφή». Το θεωρούσε όμως αμφίβολο.
Σε αυτή τη βάση ήταν κατανοητό ο Κάουτσκι να υποθέσει μετά τον πόλεμο ότι με την ανάπτυξη των δημοκρατικών θεσμών στη Γερμανία και τη Ρωσία να είναι πλέον εφικτή, ο ειρηνικός δρόμος για το σοσιαλισμό μπορούσε και εδώ να υλοποιηθεί. Ο ειρηνικός δρόμος φαινόταν ως ο πιο σίγουρος δρόμος, εκείνος που εξυπηρετούσε καλύτερα την «ανθρώπινη αλληλεγγύη» που προσδοκούσε. Οι σοσιαλιστές διανοούμενοι ήθελαν πια να ανταποκριθούν στην κοσμιότητα με την οποία τους αντιμετώπιζε η αστική τάξη. Στο κάτω-κάτω είμαστε όλοι κύριοι! Χάρη στην τακτοποιημένη μικροαστική ζωή της διανόησης, διασφαλισμένη από ένα ρωμαλέο σοσιαλιστικό κίνημα, η έμφαση στρεφόταν στην ηθική και πολιτιστική πλευρά των πραγμάτων. Έτσι, ο Κάουτσκι μισούσε τις μεθόδους των μπολσεβίκων όσο και των λευκών συντηρητικών, αν και συμφωνούσε πλήρως με τους στόχους του μπολσεβίκικου ρεύματος. Πίσω από την εργατική επανάσταση οι ηγέτες του σοσιαλιστικού κινήματος σωστά διέκριναν ένα χάος μέσα στο οποίο η δική τους θέση θα κλονιζόταν τόσο όσο και των αστών. Το μίσος τους για την «αναρχία» ήταν η υπεράσπιση της δικής τους υλικής, κοινωνικής και διανοητικής θέσης. Ο σοσιαλισμός έπρεπε να αναπτυχθεί νόμιμα και όχι παράνομα και έτσι οι υπάρχοντες θεσμοί θα μπορούσαν να συνεχίσουν να κυριαρχούν στο κίνημα. Και τελικά η πραγματική ανακοπή της επικείμενης εργατικής επανάστασης από αυτή την ηγεσία απέδειξε ότι όχι μόνο οι «κατακτήσεις» των εργατών στο οικονομικό πεδίο στρέφονταν ενάντια στους ίδιους αλλά και η «επιτυχία» τους στο πολιτικό πεδίο επίσης γινόταν όπλο ενάντια στη χειραφέτησή τους. Το ισχυρότερο προπύργιο ενάντια σε μια ριζοσπαστική λύση του κοινωνικού ζητήματος ήταν η σοσιαλδημοκρατία, στην ανάπτυξη της οποίας οι εργάτες κάποτε μετρούσαν τη δική τους αυξανόμενη δύναμη.
Αυτό που αποδεικνύει περισσότερο τον επαναστατικό χαρακτήρα της μαρξικής θεωρίας είναι η δυσκολία να διατηρηθεί σε αντεπαναστατικές περιόδους. Υπήρχε ένα ψήγμα αλήθειας στην δήλωση του Κάουτσκι ότι το σοσιαλιστικό κίνημα δεν μπορεί να λειτουργήσει σε καιρό πολέμου γιατί ο πόλεμος δημιουργεί προσωρινά μια μή επαναστατική κατάσταση. Ο επαναστάτης απομονώνεται και καταγράφει μια προσωρινή ήττα. Πρέπει να περιμένει μέχρι να αλλάξει η κατάσταση, μέχρι η υποκειμενική προθυμία για συμμετοχή στον πόλεμο να τσακιστεί από την αντικειμενική αδυναμία να υπηρετηθεί αυτή η προθυμία. Ο επαναστάτης είναι ενίοτε αναγκασμένος να στέκεται έξω από τον κόσμο. Το να πιστεύει ότι η επαναστατική πρακτική, εκδηλωμένη ως ανεξάρτητη εργατική δράση, είναι πάντα εφικτή σημαίνει διολίσθηση σε δημοκρατικές αυταπάτες. Αλλά είναι πολύ δυσκολότερο να στέκεσαι έξω από τον κόσμο γιατί κανείς δεν ξέρει πότε θα αλλάξει η κατάσταση και κανείς δεν θέλει να απουσιάζει όταν αυτό συμβεί. Συνέπεια μπορεί να υπάρχει μόνο στη θεωρία.
Δεν ισχύει ότι η θεωρία του Μαρξ ήταν ασυνεπής. Μπορεί κανείς όμως να ισχυριστεί ότι ο Μαρξ δεν ήταν συνεπής με την έννοια ότι και αυτός έπρεπε να αντιμετωπίσει μια μεταβαλλόμενη πραγματικότητα και σε μή επαναστατικές περιόδους ήταν υποχρεωμένος να λειτουργήσει με ένα μή επαναστατικό τρόπο. Η θεωρία του περιοριζόταν στα ουσιώδη της ταξικής πάλης ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη αλλά η πρακτική ήταν συνεχής, αντιμετωπίζοντας ζητήματα καθώς προέκυπταν, ζητήματα που δεν μπορούσαν πάντα να λυθούν με θεωρητικές αρχές. Αρνούμενος να αποσυρθεί κατά την περίοδο ανάκαμψης του καπιταλισμού, ο μαρξισμός αναπόδραστα λειτούργησε με τρόπο αντίθετο σε μια θεωρία που βασιζόταν στην αντίληψη μιας πραγματικής και διαρκούς επαναστατικής ταξικής πάλης. Αυτή η αντίληψη μπορεί να αιτιολογηθεί τόσο, όσο η αστική έννοια της προόδου. Δεν υπάρχει κάποιος αυτοματισμός που να εγγυάται την ανοδική πορεία των πραγμάτων. Αντίθετα πρόκειται για μάχη με μεταβαλλόμενο συσχετισμό. Υπάρχει η ισορροπία δυνάμεων, υπάρχει και η απόλυτη ήττα. Οι μάζες των εργατών που αντιτίθενται στο αστικό κράτος σε εποχές που η ιστορία ευνοεί τον καπιταλισμό δεν θυμίζουν τόσο τον γίγαντα στου οποίου την πλάτη ζουν τα καπιταλιστικά παράσιτα όσο τον ταύρο που τον σέρνουν απ’ τη μύτη. Τη μή επαναστατική περίοδο του ανερχόμενου καπιταλισμού, ο μαρξισμός μπορούσε να υπάρξει μόνο ως ιδεολογία που ταυτόχρονα υπηρετεί μια εντελώς διαφορετική πρακτική. Και ακόμη και σε αυτή τη μορφή είχε ως όριο τα πραγματικά γεγονότα. Ως απλή ιδεολογία έπρεπε να πάψει πλέον εντελώς να υπάρχει όταν οι κοινωνικές ανακατατάξεις κατέστησαν αναγκαίο το πέρασμα από την έμμεση στην άμεση ταξική συνεργασία προς όφελος των αστικών συμφερόντων.
Ο Μαρξ ανέπτυξε τη θεωρία του σε επαναστατική περίοδο. Ο πιο προχωρημένος από τους αστούς επαναστάτες, ήταν ο κοντινότερος στην εργατική τάξη. Η ήττα της αστικής τάξης ως επαναστατικής τάξης και η νίκη της μέσω της αντεπανάστασης έπεισαν το Μαρξ ότι μόνο η εργατική τάξη μπορούσε να είναι η νέα επαναστατική τάξη και ανέπτυξε την οικονομικοκοινωνική θεωρία της επανάστασής της. Όπως πολλοί σύγχρονοί του, υποτίμησε τη ζωτικότητα και την ευελιξία του καπιταλισμού και έβλεπε υπερβολικά κοντά το τέλος της αστικής κοινωνίας. Δύο εναλλακτικές ανοίγονταν πλέον μπροστά του: μπορούσε είτε να σταθεί έξω από τις πραγματικές εξελίξεις, περιορίζοντας τον εαυτό του σε ανεφάρμοστες ριζοσπαστικές θεωρητικές αναλύσεις, είτε να συμμετάσχει υπό τις δεδομένες συνθήκες στους πραγματικούς αγώνες και να κρατήσει την επαναστατική θεωρία για «καλύτερες εποχές». Η δεύτερη εναλλακτική εκλογικεύτηκε στην «σωστή ισορροπία θεωρίας και πράξης» και η νίκη ή η ήττα της εργατικής δράσης έγινε πλέον το αποτέλεσμα της «σωστής» ή «λάθος» τακτικής, της κατάλληλης οργάνωσης και της επαρκούς ηγεσίας. Αυτό που τελικά ενίσχυσε την ανάπτυξη της γιακωβίνικης πλευράς του εργατικού κινήματος δεν ήταν η πρότερη σύνδεση του Μαρξ με τις αστικές επαναστατικές τάσεις αλλά η μή επαναστατική πρακτική του κινήματος, λόγω της μή επαναστατικής περιόδου.
Κατά συνέπεια, ο μαρξισμός του Κάουτσκι ήταν μαρξισμός με τη μορφή απλής ιδεολογίας και άρα καταδικασμένος να στραφεί με το χρόνο σε ιδεαλιστική κατεύθυνση. Στην πραγματικότητα, η ορθοδοξία του Κάουτσκι ήταν η τεχνητή συντήρηση ιδεών αντιτιθέμενων με την τρέχουσα πρακτική και εκ των πραγμάτων υποχώρησε απέναντι στην πραγματικότητα που είναι πάντα ισχυρότερη από την ιδεολογία. Μια πραγματική μαρξική ορθοδοξία θα έστεκε μόνο μαζί με την επανεμφάνιση πραγματικής επαναστατικής κατάστασης και τότε ακόμη δεν θα καταπιανόταν με τις «γραφές» αλλά με την εφαρμογή της αρχής της ταξικής πάλης στις νέες συνθήκες. Η υποχώρηση της θεωρίας απέναντι στην πράξη αποτυπώνεται γλαφυρότατα στα κείμενα του Κάουτσκι.
Τα βιβλία και άρθρα που έγραψε ο Κάουτσκι αφορούν όλα σχεδόν τα κοινωνικά ζητήματα, επιπρόσθετα σε συγκεκριμένα ζητήματα που αφορούσαν το εργατικό κίνημα. Μπορούν όμως να ταξινομηθούν σε Οικονομία, Ιστορία και Φιλοσοφία. Στο πεδίο της πολιτικής οικονομίας η συμβολή του δεν υπήρξε ιδιαίτερα αξιόλογη. Εκλαΐκευσε τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου και ήταν ο επιμελητής του «Θεωρίες για την Υπεραξία» του Μαρξ που δημοσιεύτηκε από το 1904 ως το 1910. Η εκλαϊκευτική του δουλειά δεν ξεχωρίζει από τη γενικά αποδεκτή ερμηνεία των οικονομικών φαινομένων στο σοσιαλιστικό κίνημα, συμπεριλαμβανομένων των αναθεωρητών. Παρεπιμπτόντως, τμήματα και του πιο διάσημου έργου του «Η Οικονομική Θεωρία του Καρλ Μαρξ» γράφτηκαν από τον Έντουαρντ Μπερνστάιν. Πολύ λίγο πήρε μέρος στη φλογερή συζήτηση για την ερμηνεία των μαρξικών θεωριών του δεύτερου και τρίτου τόμο του κεφαλαίου. Γι’ αυτόν, ο πρώτος τόμος του Κεφαλαίου περιείχε ό,τι ήταν σημαντικό για τους εργάτες και το κίνημά τους. Πραγματευόταν την παραγωγική διαδικασία, το εργοστάσιο και την εκμετάλλευση και περιείχε ό,τι ήταν αναγκαίο για την υποστήριξη του εργατικού κινήματος ενάντια στον καπιταλισμό. Οι δύο άλλοι τόμοι που αφορούσαν λεπτομερέστερα τις καπιταλιστικές τάσεις για κρίση και κατάρρευση δεν συνέπιπταν με την τρέχουσα πραγματικότητα και απασχόλησαν ελάχιστα όχι μόνο τον Κάουτσκι αλλά και όλους τους μαρξιστές θεωρητικούς της περιόδου ανόδου του καπιταλισμού. Σε μια ανασκόπηση του δεύτερου τόμου του Κεφαλαίου, που έγραψε το 1886, ο Κάουτσκι σημείωνε ότι αυτός ο τόμος αφορά λιγότερο τους εργάτες καθώς καταπιάνεται κυρίως με το ζήτημα της πραγματοποίησης της υπεραξίας το οποίο τελικά θα έπρεπε να ενδιαφέρει περισσότερο τους αστούς.
Όταν ο Μπερνστάιν, στα πλαίσια της επίθεσής του στη μαρξική οικονομική θεωρία, απέρριπτε την αντίληψή τού Μαρξ για την κατάρρευση, ο Κάουτσκι τον υπερασπίστηκε ισχυριζόμενος ότι ο Μαρξ ουδέποτε είχε διατυπώσει κάποια ιδιαίτερη θεωρία που να υποδεικνύει ένα αντικειμενικό τέλος του καπιταλισμού και ότι αυτό ήταν εφεύρεση του Μπερνστάιν και μόνο. Τις δυσκολίες και τις αντιθέσεις του καπιταλισμού τις αναζητούσε μόνο στη σφαίρα της κυκλοφορίας. Ενάντια στη θεωρία του Τουγκάν-Μπαρανόφσκι για την απρόσκοπτη καπιταλιστική ανάπτυξη χάρη στη δυνατότητα του καπιταλισμού να δημιουργεί νέες αγορές και να ξεπερνά τις αναπτυσσόμενες ανισομετρίες, θεωρία που επηρέασε όλο το ρεφορμιστικό κίνημα, αντιπαράθεσε τη θεωρία του της υποκατανάλωσης13 για να αποδείξει το αναπόδραστο των καπιταλιστικών κρίσεων, κρίσεις που συνέβαλαν στην δημιουργία των υποκειμενικών προϋποθέσεων για την μετάβαση από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Κι όμως, 25 χρόνια μετά, παραδεχόταν ανοιχτά ότι είχε κάνει λάθος ως προς τις οικονομικές δυνατότητες του καπιταλισμού καθώς «από οικονομική σκοπιά, το κεφάλαιο εμφανίζει σήμερα μεγαλύτερη ζωτικότητα απ’ ότι πριν 50 χρόνια»14.
Η θεωρητική ασάφεια και ασυνέπεια που διέκρινε τις θέσεις του Κάουτσκι στα ζητήματα της οικονομίας κορυφώθηκε με την αποδοχή των θέσεων του Τουγκάν-Μπαρανόφσκυ που παλιότερα αποκύρησσε. Και αυτό ήταν απλά μια πλευρά της γενικότερης μεταστροφής του απέναντι στην αστική σκέψη και την καπιταλιστική κοινωνία. Στο βιβλίο του «Η Υλιστική Αντίληψη της Ιστορίας», το οποίο ο ίδιος χαρακτήριζε ως το κορυφαίο και τελικό προϊόν όλου του έργου του, πραγματεύεται σε περίπου 2000 σελίδες την εξέλιξη της φύσης, της κοινωνίας και του κράτους και αναδεικνύει όχι μόνο τη σχολαστική μεθοδολογία του και την ευρύτατη γνώση του για θεωρητικά ρεύματα και ιστορικά γεγονότα αλλά και τις πολλές παρανοήσεις του γύρω από το μαρξισμό και τελικά την οριστική ρήξη του με τη μαρξική επιστήμη.
Πλέον διακυρήττει ανοιχτά ότι «υπάρχουν στιγμές όπου οι αναθεωρήσεις του μαρξισμού είναι αναπόφευκτες»16. Πλέον αποδέχεται όσα φαινομενικά αντιπάλευε σε όλη του τη ζωή. Δεν ενδιαφέρεται πια μόνο για την ερμηνεία του μαρξικού έργου αλλά αναλαμβάνει την ευθύνη για τις δική του σκέψη, παρουσιάζοντας το κυρίως έργο του ως τη δική του αντίληψη για την ιστορία, όχι απολύτως αποκομμένη αλλά ανεξάρτητη από τον Μαρξ και τον Ένγκελς. Τώρα ισχυρίζεται ότι οι δάσκαλοί του περιόρισαν την υλιστική αντίληψη της ιστορίας παραγνωρίζοντας τους φυσικούς παράγοντες διαμόρφωσής της. Αυτός, με αφετηρία όχι τον Χέγκελ αλλά το Δαρβίνο, «θα επεκτείνει την οπτική του ιστορικού υλισμού ώσπου αυτός να συνενωθεί με τη βιολογία»17. Αυτή όμως η διεύρυνση του ιστορικού υλισμού καταλήγει σε μια επιστροφή στον ακατέργαστο φυσιοκρατικό υλισμό των πρόδρομων του Μαρξ, μια επιστροφή στις θέσεις της επαναστατικής αστικής τάξης την οποία ο Μαρξ είχε υπερβεί με την απόρριψη του Φώυερμπαχ. Με βάση έναν τέτοιο φυσιοκρατικό υλισμό, ο Κάουτσκι, όπως και οι αστοί φιλόσοφοι πριν από αυτόν, υιοθετεί αναγκαστικά μια ιδεαλιστική σύλληψη της κοινωνικής εξέλιξης, η οποία στο ζήτημα του κράτους στρέφεται ανοιχτά στις παλιές αστικές αντιλήψεις που διάβαζαν την ιστορία της ανθρωπότητας ως ιστορία των κρατών. Καταλήγοντας στο αστικό δημοκρατικό κράτος ο Κάουτσκυ συμπεραίνει ότι «δεν υπάρχει πλέον έδαφος για βίαιη ταξική σύγκρουση. Ειρηνικά, μέσω της προπαγάνδας και των εκλογών, μπορούν να λήξουν οι συγκρούσεις και να παίρνονται οι αποφάσεις»18.
Παρά το γεγονός ότι είναι αδύνατο να αναλύσουμε εδώ λεπτομερώς αυτό το τρομερό βιβλίο του Κάουτσκυ19, οφείλουμε να πούμε ότι συνολικά αναδεικνύει τον αμφίβολο χαρακτήρα του «μαρξισμού» του Κάουτσκι. Η σύνδεσή του με το εργατικό κίνημα, αναδρομικά φανερώνεται σαν μια αστικού τύπου κοινωνική εργασία. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ποτέ δεν κατάλαβε την πραγματική θέση του Μαρξ και του Ένγκελς ή τουλάχιστο ποτέ δεν οραματίστηκε ότι η θεωρία θα μπορούσε να συνδεθεί άμεσα με την πραγματικότητα. Αυτός ο φαινομενικά σοβαρός μαρξιστής μαθητής στην πραγματικότητα δεν πήρε ποτέ το Μαρξ στα σοβαρά. Όπως πολλοί ευσεβείς ιερείς που πράττουν σε αντίθεση με τη διδασκαλία τους, ίσως δεν είχε ποτέ συναίσθηση του διχασμού της δικής του σκέψης και πράξης. Αναμφίβολα θα ήθελε να είναι πραγματικά ο αστός για τον οποίο ο Μαρξ κάποτε είπε ότι «είναι καπιταλιστής αποκλειστικά για το συμφέρον της εργατικής τάξης». Αλλά ακόμη και μια τέτοιου τύπου αλλαγή θα την απέρριπτε, εκτός και αν ήταν εφικτή με «ειρηνικό», αστικό, δημοκρατικό τρόπο. Ο Κάουτσκι «αποκυρήσσει την μπολσεβίκικη μελωδία που χτυπάει άσχημα στο αυτί του», έγραφε ο Τρότσκυ, «αλλά δεν αναζητά μια άλλη. Η λύση είναι απλή: ο παλιός μουσικός αρνείται ολοσδιόλου να παίξει με το όργανο της επανάστασης»20.
Στο τέλος της ζωής του, έχοντας αντιληφθεί ότι οι μεταρρυθμίσεις του καπιταλισμού που επιθυμούσε δεν μπορούσαν να επιτευχθούν με ειρηνικά, δημοκρατικά μέσα, στράφηκε εναντίον της ίδιας της πολιτικής του. Όπως όταν υπερασπιζόταν μια εκδοχή του μαρξισμού που, πλήρως αποκομμένη από την πραγματικότητα, μπορούσε να αξιοποιηθεί μόνο από τους αντιπάλους της, έτσι και τώρα έγινε υποστηρικτής της αστικής φιλελεύθερης ιδεολογίας, που ήταν αποκομμένη από τις πραγματικές συνθήκες της φασιστικής καπιταλιστικής κοινωνίας και τόσο χρήσιμη όσο παλιότερα ο μαρξισμός του στη δημοκρατική φάση του καπιταλισμού. «Οι άνθρωποι σήμερα απαξιώνουν τη φιλελεύθερη οικονομία», έγραφε στο τελευταίο έργο του, «όμως, οι θεωρίες του Κεναί, του Άνταμ Σμιθ και του Ρικάρντο δεν είναι σε καμία περίπτωση ανεπίκαιρες. Ο Μαρξ τις είχε αποδεχτεί ως προς την ουσία τους και τις προχώρησε παραπέρα. Και ποτέ δεν αρνήθηκε ότι η ελεύθερη εμπορευματική παραγωγή συνιστούσε την καλύτερη βάση για την ανάπτυξή της παραγωγής. Ο Μαρξ διέφερε από τους κλασσικούς οικονομολόγους στο ότι όταν εκείνοι έβλεπαν στην εμπορευματική παραγωγή από ιδιώτες την μόνη δυνατή οργάνωση της παραγωγής, εκείνος έβλεπε την υψηλότερη μορφή οργάνωσης αυτής να οδηγεί μέσα από την ίδια την ανάπτυξή της σε συνθήκες που επιτρέπουν μια ακόμη ανώτερη μορφή οργάνωσης, την κοινωνική παραγωγή, στην οποία η κοινωνία, ταυτισμένη με το σύνολο των εργαζόμενων ανθρώπων, ελέγχει τα μέσα παραγωγής και παράγει όχι για το κέρδος αλλά για την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών. Η σοσιαλιστική οργάνωση της παραγωγής έχει τους δικούς της κανόνες, σε μεγάλο βαθμό διαφορετικούς από εκείνους της εμπορευματικής παραγωγής. Όμως, όσο επικρατεί η εμπορευματική παραγωγή, λειτουργεί καλύτερα όταν γίνονται σεβαστοί οι νόμοι κίνησής της που ανακαλύφθηκαν την εποχή του φιλελευθερισμού»21.
Αρκετά αναπάντεχες ιδέες για τον άνθρωπο που επιμελήθηκε την έκδοση του «Θεωρίες για την Υπεραξία» του Μαρξ, ένα έργο που αποδείκνυε ολοκληρωτικά ότι «ο Μαρξ ποτέ δεν επικρότησε την άποψη ότι το περιεχόμενο της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής θεωρίας του μπορούσε να προκύψει ως απλή λογική προέκταση των απολύτως αστικών θεωριών του Κεναί, του Σμιθ και του Ρικάρντο»22. Αυτή, όμως, η θέση του Κάουτσκι επιβεβαιώνει την προηγούμενη εκτίμησή μας ότι ήταν ένας εξαιρετικός μαθητής του Μαρξ και του Ένγκελς. Ήταν ακριβώς αυτό, μόνο όμως στο βαθμό που ο μαρξισμός μπορούσε να χωρέσει στη δική του περιορισμένη σύλληψη της κοινωνικής εξέλιξης και της καπιταλιστικής κοινωνίας. Στον Κάουτσκι, η «σοσιαλιστική κοινωνία», ή το λογικό συμπέρασμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης της εμπορευματικής παραγωγής, είναι στην πραγματικότητα ένα κρατικο-καπιταλιστικό σύστημα. Όταν κάποτε μπέρδεψε τη θεωρία της αξίας με νόμο της σοσιαλιστικής οικονομίας όταν απλά πραγματοποιείται συνειδητά αντί για το τυφλό χέρι της αγοράς, ο Ένγκελς του επισήμανε23 ότι στο Μαρξ η αξία είναι αυστηρά ιστορική κατηγορία. Ότι ούτε πριν, ούτε μετά τον καπιταλισμό υπήρξε ή θα υπάρξει παραγωγή αξίας διαφορετική από τον καπιταλισμό μόνο ως προς τη μορφή. Και ο Κάουτσκι αποδέχτηκε τη θέση του Ένγκελς, όπως φαίνεται στο έργο του «Η οικονομική θεωρία του Καρλ Μαρξ» (1887), όπου επίσης προσεγγίζει την αξία ως ιστορική κατηγορία. Απαντώντας, όμως, αργότερα στην αστική κριτική της σοσιαλιστικής οικονομικής θεωρίας επανέφερε, στο βιβλίο του «Η Εργατική Επανάσταση και το Πρόγραμμά της» (1922) τη θεωρία της αξίας, την αγορά, το χρήμα και την εμπορευματική παραγωγή στο σχέδιο του για μια σοσιαλιστική κοινωνία. Αυτό που κάποτε ήταν ιστορικά προσδιορισμένο έγινε αιώνιο.
Μάταια είχε παρέμβει ο Ένγκελς. Ο Κάουτσκι είχε επιστρέψει εκεί από όπου ξεκίνησε, στους μικροαστούς, που μισούν εξίσου τα μονοπώλια και το σοσιαλισμό, που ελπίζουν για μια καθαρά ποσοτική αλλαγή στην κοινωνία, μια μεγενθυμένη αναπαραγωγή του υπάρχοντος, ένα μεγαλύτερο και καλύτερο καπιταλισμό, μια καλύτερη και πληρέστερη δημοκρατία – αντί για τον καπιταλισμό που κλιμακώνεται στο φασισμό ή μετασχηματίζεται στον κομμουνισμό.
Ο Κάουτσκι προτιμούσε τη διατήρηση της ελεύθερης εμπορευματικής παραγωγής και της πολιτικής της έκφρασης αντί για τα «οικονομικά» του φασισμού επειδή το πρώτο σύστημα καθόρισε το μακρόχρονο μεγαλείο και τη σύντομη μιζέρια του. Όπως ακριβώς είχε προστατέψει την αστική δημοκρατία με μαρξική φρασεολογία, έτσι και τώρα συσκότιζε τη φασιστική πραγματικότητα χρησιμοποιώντας δημοκρατική φρασεολογία. Γιατί τώρα, με το να στρέφει το βλέμμα όσων τον άκουγαν στο παρελθόν αντί για το μέλλον, τους καθιστούσε ανίκανους να δράσουν επαναστατικά. Ο άνθρωπος που λίγο πριν το θάνατό του διώχθηκε από το Βερολίνο στη Βιέννη, από τη Βιέννη στην Πράγα και από την Πράγα στο Άμστερνταμ, δημοσίευσε το 1937 ένα βιβλίο24 που αποδεικνύει ρητά ότι μόλις ένας «μαρξιστής» κάνει το βήμα από την υλιστική στην ιδεαλιστική αντίληψη της κοινωνικής εξέλιξης, φτάνει με βεβαιότητα σε εκείνο το μεταιχμιακό σημείο σκέψης όπου ο ιδεαλισμός μετατρέπεται σε τρέλα. Υπάρχει μια τρέχουσα αναφορά στη Γερμανία ότι ο Χίντερμπουργκ, παρακολουθώντας μια ναζιστική επίδειξη ταγμάτων εφόδου είπε σε ένα στρατηγό που στεκόταν δίπλα του ότι «δεν είχα ιδέα ότι έχουμε τόσους Ρώσους αιχμαλώτους». Το ίδιο και ο Κάουτσκι, στο τελευταίο του βιβλίο, διανοητικά βρίσκεται ακόμα στο «Τάννενμπεργκ». Η δουλειά του είναι μια πιστή καταγραφή των διαφορετικών στάσεων που πήραν οι σοσιαλιστές και οι πρόδρομοί τους απέναντι στο ζήτημα του πολέμου από τον 15ο αιώνα και μετά. Αποδεικνύει, αν και όχι στον Κάουτσκι, το πόσο γελοίος μπορεί να γίνει ο μαρξισμός όταν συνδέει την εργατική τάξη με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της αστικής τάξης.
Ο Κάουτσκι έγραψε το τελευταίο του βιβλίο, όπως έλεγε ο ίδιος, «για να καθορίσει ποια θέση έπρεπε να πάρουν οι σοσιαλιστές και δημοκράτες σε περίπτωση που ξεσπάσει ένας νέος πόλεμος παρά τις προσπάθειές μας να τον εμποδίσουμε»25. Βέβαια, συνέχιζε, «δεν υπάρχει καμία άμεση απάντηση πριν ο πόλεμος όντως ξεσπάσει και μπορέσουμε να διακρίουμε ποιος τον προκάλεσε και ποιος είναι ο σκοπός του». Υποστηρίζει ότι «αν ξεσπάσει πόλεμος, οι σοσιαλιστές πρέπει να προσπαθήσουν να διατηρήσουν την ενότητά τους, να περισώσουν την οργάνωσή τους κατά τη διάρκεια του πολέμου ώστε να μπορέσουν να δρέψουν τους καρπούς της κατάρρευσης αντιλαϊκών καθεστώτων όπου αυτό προκύψει. Το 1914 αυτή η ενότητα χάθηκε και υποφέρουμε ακόμα από αυτήν την καταστροφή. Τα πράγματα όμως σήμερα είναι πολύ πιο καθαρά από τότε. Η αντιπαράθεση μεταξύ δημοκρατικών και αντιδημοκρατικών καθεστώτων είναι πολύ οξύτερη. Και είναι αναμενόμενο ότι αν υπάρξει ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος, όλοι οι σοσιαλιστές θα βρεθούν στο πλευρό της δημοκρατίας».
Μετά τις εμπειρίες του τελευταίου πολέμου και των ιστορικών εξελίξεων που ακολούθησαν, δεν υπάρχει καμιά ιδιαίτερη ανάγκη αναζήτησης του μαύρου πρόβατου που προκαλεί τους πολέμους, ούτε είναι κανένα μυστικό το γιατί γίνονται οι πόλεμοι. Το να θέτει όμως κανείς τέτοια ερωτήματα δεν είναι απλή βλακεία όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς. Πίσω από τη φαινομενική αφέλεια κρύβεται η πρόθεση να υπηρετηθεί η μία μορφή του καπιταλισμού πολεμώντας μία άλλη. Εξυπηρετεί το να προετοιμάζονται οι εργάτες για τον επερχόμενο πόλεμο, με αντάλλαγμα το δικαίωμα να οργανώνονται σε εργατικές οργανώσεις, να ψηφίζουν στις εκλογές και να συσπειρώνονται σε σχηματισμούς που να εξυπηρετούν τόσο το κεφάλαιο όσο και τις καπιταλιστικές εργατικές ενώσεις. Είναι η παλιά πολιτική του Κάουτσκι, που απαιτεί παραχωρήσεις από το κεφάλαιο, με αντάλλαγμα εκατομμύρια νεκρούς εργάτες στις επερχόμενες καπιταλιστικές συγκρούσεις. Στην πραγματικότητα, ακριβώς όπως οι πόλεμοι του κεφαλαίου, ανεξάρτητα από τις πολιτικές διαφοροποιήσεις των κρατών και τη συνθαμοτολογία που χρησιμοποιείται, είναι πόλεμοι για τα καπιταλιστικά κέρδη και ενάντια στην εργατική τάξη, δεν υπάρχει επιλογή συμμετοχής των εργατών στον πόλεμο μέ ή χωρίς προϋποθέσεις. Αντίθετα, ο πόλεμος, και ακόμα και η προπολεμική περίοδος, θα σφραγιστούν από μια γενικευμένη και πλήρη στρατιωτική δικτατορία τόσο στις φασιστικές όσο και στις αντιφασιστικές χώρες. Ο πόλεμος μπορεί να σβήσει τις τελευταίες διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα δημοκρατικά και τα αντιδημοκρατικά έθνη. Και οι εργάτες θα υπηρετήσουν το Χίτλερ, όπως υπηρέτησαν τον Κάιζερ. Θα υπηρετήσουν το Ρούσβελτ, όπως υπηρέτησαν τον Ουίλσον. Θα πεθάνουν για το Στάλιν, όπως πέθαναν για τον Τσάρο.
Ο Κάουτσκι δεν ταραζόταν με την φασιστική πραγματικότητα, αφού για αυτόν η δημοκρατία ήταν η φυσική κατάσταση του καπιταλισμού. Η νέα κατάσταση ήταν απλά μια ασθένεια, μια προσωρινή τρέλα, κάτι το ξένο στον καπιταλισμό. Πίστευε πραγματικά σε έναν πόλεμο για τη δημοκρατία, για να επιτραπεί στον καπιταλισμό να προχωρήσει στη λογική του πορεία προς μια πραγματική κοινοπολιτεία. Το 1937 οι προβλέψεις του περιλάμβαναν φράσεις όπως η ακόλουθη: «Έχει έρθει πλέον ο καιρός όπου είναι εφικτό να ξεμπερδέψουμε με τον πόλεμο ως μέσο επίλυσης των πολιτικών συγκρούσεων ανάμεσα στα κράτη»26. Ή, «η επεκτατική πολιτική των Ιαπώνων στην Κίνα, των Ιταλών στην Αιθιοπία, είναι η τελευταία ηχώ του παρελθόντος, της περιόδου του ιμπεριαλισμού. Δύσκολα θα επαναληφθούν τέτοιου είδους πόλεμοι»27. Υπάρχουν εκατοντάδες τέτοιες φράσεις στο βιβλίο του Κάουτσκι και κατά στιγμές φαίνεται σαν όλος ο κόσμος του να περιοριζόταν στους τέσσερις τοίχους της βιβλιοθήκης του, στην οποία είχε ξεχάσει να προσθέσει τους τόμους της πρόσφατης ιστορίας. Ο Κάουτσκυ είναι πεπεισμένος ότι ο φασισμός θα ηττηθεί ακόμα και χωρίς πόλεμο, η δημοκρατία θα επανέλθει, όπως και μια περίοδος ειρηνικής προόδου προς το σοσιαλισμό, αντίστοιχη με αυτήν πριν το φασισμό. Περιέγραφε την ουσιαστική αδυναμία του φασισμού με τη φράση «ο προσωπικός χαρακτήρας των δικτατοριών αποδεικνύει ήδη ότι περιορίζουν την ίδια την ύπαρξή τους στη διάρκεια μιας ανθρώπινης ζωής»28. Πίστευε ότι το φασισμό θα ακολουθούσε μια επιστροφή στην «κανονική» ζωή σε μια ολοένα σοσιαλιστικότερη αφηρημένη δημοκρατία και στη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων που είχαν ξεκινήσει την ένδοξη περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής μετωπικής πολιτικής.
Τώρα όμως είναι οφθαλμοφανές ότι η μόνη σήμερα εφικτή καπιταλιστική μεταρρύθμιση είναι η φασιστική μεταρρύθμιση. Και, στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο μέρος του «προγράμματος κοινωνικοποίησης» της σοσιαλδημοκρατίας, που ποτέ δεν τόλμησε να εφαρμόσει, έχει εφαρμοστεί από το φασισμό. Όπως οι απαιτήσεις της γερμανικής αστικής τάξης δεν ικανοποιήθηκαν το 1848 αλλά στην αντεπαναστατική περίοδο που ακολούθησε, έτσι και το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της σοσιαλδημοκρατίας, το οποίο η ίδια δεν μπόρεσε να εγκαινιάσει την περίοδο της κυριαρχίας της, βρήκε πρακτική εφαρμογή από το Χίτλερ. Απλά για να αναφέρουμε μερικά γεγονότα, ο Χίτλερ και όχι η σοσιαλδημοκρατία υλοποίησε την μακρόχρονη επιθυμία των σοσιαλιστών για προσάρτηση της Αυστρίας. Ο φασισμός και όχι η σοσιαλδημοκρατία θεμελίωσε τον κρατικό έλεγχο στη βιομηχανία και τις τράπεζες. Ο Χίτλερ και όχι η σοσιαλδημοκρατία καθιέρωσε την πρωτομαγιά ως νόμιμη αργία. Μια προσεκτική ανάλυση όσων οι σοσιαλιστές ήθελαν να κάνουν και ποτέ δεν έκαναν, σε σύγκριση με τις πολιτικές από το 1933, αναδεικνύει σε οποιονδήποτε αντικειμενικό παρατηρητή ότι ο Χίτλερ υλοποίησε το πρόγραμμα της σοσιαλδημακρατίας, χωρίς όμως τους σοσιαλιστές. Όπως ο Χίτλερ, η σοσιαλδημοκρατία και ο Κάουτσκι ήταν αντίθετοι τόσο στον μπολσεβικισμό όσο και στον κομμουνισμό. Ακόμα και ένα πλήρως κρατικο-καπιταλιστικό κράτος όπως το ρωσικό απορρίπτονταν και από τους δύο υπέρ ενός απλού κρατικού ελέγχου. Και η υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος δεν επιχειρήθηκε από τους σοσιαλιστές αλλά πραγματοποιήθηκε από τους φασίστες. Ο αντιφασισμός του Κάουτσκι δείχνει μόνο ότι όπως παλιότερα δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η μαρξιστική θεωρία μπορούσε να συμπληρωθεί με μια μαρξιστική πρακτική, έτσι και τώρα δεν μπορούσε να δει ότι μια καπιταλιστική πολιτική μεταρρύθμισης απαιτεί μια καπιταλιστική μεταρρυθμιστική πρακτική, που αποδείχτηκε ότι ήταν η φασιστική πρακτική. Η ζωή του Κάουτσκι μπορεί να διδάξει στους εργάτες ότι στην πάλη ενάντια στο φασιστικό καπιταλισμό πρέπει αναγκαστικά να ενσωματώνεται η πάλη ενάντια στην αστική δημοκρατία, η πάλη ενάντια στον καουτσκισμό. Η ζωή του Κάουτσκι μπορεί με ειλικρίνεια και χωρίς κακή προαίρεση να συμπυκνωθεί στις λέξεις: Από το Μαρξ στο Χίτλερ.
Μετάφραση: Κώστας Λίλας
Το κείμενο γράφτηκε το 1939 και δημοσιεύτηκε το 1978. Η μετάφραση έγινε απο το Marxist Internet Archive. Δημοσιεύτηκε στο έκτο τεύχος της έντυπης έκδοσης της Μαρξιστικής Επιθεώρησης Praxis (Σεπτέμβρης-Δεκέμβρης 2014)
Σημειώσεις του συγγραφέα
1 Der Sozialistische Kampf, Παρίσι, Νοέμβριος 1938, σελ. 271
2K. Kautsky, Aus der Fruhzeit des Marxism us, Πράγα 1935, σελ. 20
3 ο.π., σελ. 93
4 Capital Vol I, σελ. 677 (Kerr ed.).
5 Die Internationale, Άνοιξη 1915
6 The Letters of Lenin, Λονδίνο 1937, σελ. 342
7 The Social Revolution
8 K. Kautsky, Sozialisten und Krieg, Πράγα 1937, σελ. 673
9 Aus der Fruhzeit des Marxismus, σελ. 50
10 ο.π., σελ. 112
11 ο.π., σελ. 155
12 ο.π., σελ. 273
13 Neue Zeit, 1902, No. 5
14 K. Kautsky, Die Materialistische Geschichtsauffassung Vol. II, Βερολίνο 1927, σελ. 623.
15 Τα όρια των οικονομικών θεωριών του Κάουτσκυ και οι μεταμορφώσεις τους περιγράφονται και κριτικάρονται έξοχα στο βιβλίο του Χένρικ Γκρόσμαν DasAkkumulations– undZusammenbruchsgesetzdeskapitalistischenSystems(Leipzig 1929)
16 K. Kautsky, Die Materialistische Geschichtsauffassung Vol. II, σελ. 630.
17 ο.π., σελ. 629
18 ο.π., σελ. 431
19 Παραπέμπουμε στην εκτενή κριτική του έργου του Κάουτσκυ από τον Καρλ Κορς στο DieMaterialistischeGeschichtsauffassung. EineAuseinandersetzungmitKarlKautsky. Leipzig, 1929
20 L. Trotsky, Dictatorship vs. Democracy
21 Sozialisten und Krieg, σελ. 665
22 K. Korsch, Karl Marx. ΝέαΥόρκη, 1938, σελ. 92. Επίσης: Ο πρόλογος του Ένγκελς στη γερμανική έκδοση του ThePovertyofPhilosophy, 1884; και στο δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου
23 Der Fruhzeit des Marxismus, σελ. 145
24 Sozialisten und Krieg.
25 ο.π., σελ. 8
26 ο.π., σελ. 265
27 ο.π., σελ. 656
28 ο.π., σελ. 646