Από την Μαριάννα Σταυροπούλου
Πάνω στης Τράπεζας την τζαμαρία την καινούργια
καθρεφτίζονται ματάκια, ποδαράκια
που όλο τρέχουν, τρέχουν και ποτέ δεν προλαβαίνουν ;
όλο τρέχουν μες στην πόλη που τη λένε Λεπτοδείχτη.
Μα ευτυχώς το σύστημα το οικονομικό
δε σταματάει για τους πελάτες να φροντίζει
κι απ’ όλους πιο πολύ για τα παιδάκια
που είναι πιο εύκολο –άρα λογικόν, νόμιμον και ηθικόν! να πέσουν
μέσα στης Τράπεζας τη τζαμαρία και το δίχτυ.
Αφού είναι Χρονοτράπεζα αυτή
κι εκείνα, χρόνια τώρα φτωχαδάκια!
Τράπεζα Χρόνου! Ακούσατε; Τρέξτε, ενημερωθείτε,
καταθέστε, δανειστείτε!
Μην αμελείτε τα παιδιά σας, είναι κρίμα!
Χρονοδιακοποδάνειο, μάλιστα κύριε, γιατί όχι.
Προσφορές-σοκ στα Σαββατοκύριακα!
Προ-λα-βε-τε
γιατί ο χρόνος
είναι χρήμα
-το ξέρει μέχρι κι ο παππούς σου, αλλά εκείνος έχει χρόνο
***
-Δέκα χρονών και μου ’μπλεξε στα δάνεια από τώρα.
-Και τι να κάνει, χωρίς χρόνο πώς θα ζήσει;
-Μήπως να φτιάχναμε ένα κλώνο.
-Ελεύθερο!
-Τι ιδέα! Έτσι ο κλώνος θα χαζεύει, θα κοιμάται και θα παίζει,
θα κάνει ποδήλατο, θα κάνει, φίλους, θα κάνει, και κανείς
δε θα τον ενοχλήσει
Και το χρυσό μας, χρόνο θα εξοικονομήσει
είπε η μαμά και ξανακάθισε στον παιδαγχωτικό της θρόνο.
***
Χτυπάει οχτώ! Ώρα για ειδήσεις
στο στριμωχτό
καναπέ, τι θαλπωρή οικογενειακή,
– φωνάξτε μου και το παιδί! πού χάθηκε όλη μέρα;
«Ληστεία κυρίες και κύριοι,
ληστεία στην Τράπεζα του Χρόνου!»
-δηλαδή χτες το απόγεμα, όχι του χρόνου-
(πάλι καλά, του χρόνου θα ‘ταν τραγικά αργά)
Χθες το απόγεμα, πάνω στην ώρα που ο σεβαστός
διευθυντής και δήμαρχος της πόλης Λεπτοδείχτης
έκοβε μπροστά απ’ το ΑΤΜ την κορδέλα στ’ ολοκαίνουργιο Ρολόι
που, ακούστε, μετράει τα καρδιοχτύπια αυστηρά,
«και τέρμα πια ο συνωστισμός,
και τέρμα πια οι άσκοπες ουρές που τρώνε χρόνο!»
και τέρμα όσο δεν παίρνει, συνεπείς
(και σύμφωνα με τ’ ολοκαίνουργιο Ρολόι)
ληστές ήρθαν, βρήκαν, πήραν Χρόνο
-οπωσδήποτε μεγάλη είχαν πείρα από χρόνο
και πώς να τον κοροϊδεύουν.
Ληστές δεκάχρονοι, μεγάλο ριφιφί!
[ Κι είναι τώρα όλοι μαζεμένοι οι κλώνοι
καπνιστοί μπαρουτιασμένοι
στέκονται μπροστά στα ΑΤΜ για λίγο χρόνο,
μα τ’ ολοκαίνουργιο Ρολόι, τί καρδιοχτύπι να μετρήσει;]
Κι η μαμά, απ’ τον παιδαγχωτικό της θρόνο
ψάχνει το χρυσό της που έχει εξαφανιστεί.