Γεννιέται σαν σήμερα ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποδοσφαιριστές.
Ο Βασίλης Χατζηπαναγής γεννήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1956 στη Τασκένδη της Σοβιετικής Ένωσης. Οι γονείς του ήταν Οι γονείς του, Κυριάκος και Χρύσα, ήταν Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες με καταγωγή κυπριακή (από την Άχνα της Αμμοχώστου). Από μικρή ηλικία έδειξε την αγάπη του για το άθλημα και η πρώτη ομάδα που αγωνίστηκε ήταν η Δυναμό Τασκένδης, στην οποία και παρέμεινε μέχρι το 1972. Η Παχτακόρ Τασκένδης ανακάλυψε τον νεαρό τότε Χατζηπαναγή και αποφάσισε να πιστέψει στο ταλέντο του και να επενδύσει επάνω του.
Στη Παχτακόρ Τασκένδης παρέμεινε για τρεις αγωνιστικές περιόδους, μέχρι το 1975. Λόγω ιδιομορφιών στους κανόνες του πρωταθλήματος, ο Χατζηπαναγής έκανε αίτηση και πήρε τελικά Σοβιετικό διαβατήριο, προκειμένου να μπορέσει να αγωνιστεί με τα χρώματα της ομάδας. Πραγματοποίησε το επαγγελματικό του ντεμπούτο όντας μόλις 17 ετών. Αγωνιζόμενος σαν περιφερειακός επιθετικός (σαν τον Μαραντόνα), συμπλήρωσε στα τρία αυτά χρόνια 96 εμφανίσεις και πέτυχε περί τα 22 γκολ. Κέρδισε ένα πρωτάθλημα το 1972.
Το Δεκέμβρη του 1975 ο Ηρακλής φέρνει στην Ελλάδα τον 20 χρονο τότε Χατζηπαναγή. 7 Δεκεμβρίου αγωνίστηκε για πρώτη φορά με τη φανέλα του γηραιού και οι φίλαθλοι της ομάδας γέμισαν το γήπεδο της Βέροιας προκειμένου να θαυμάσουν από κοντά το ταλέντο που θεωρούνταν τότε ο “Βάσια”. Αντίπαλος τότε ήταν ο Απόλλων Αθηνών (πλέον Απόλλων Σμύρνης).
Ο Χατζηπαναγής παρέμεινε στον γηραιό μέχρι το 1991 όταν και κρέμασε τα εξάταπα σε ηλικία 37 ετών. Με τη φανέλα του Ηρακλή αγωνίστηκε σε 281 παιχνίδια και σημείωσε 62 τέρματα. Στη τεράστια καριέρα του στον Ηρακλή ευτύχησε να πανηγυρίσει μόλις δύο τίτλους: Το κύπελλο Ελλάδος τη σεζόν 1975-1976 με αντίπαλο τον Ολυμπιακό σε έναν τελικό όπου ο τίτλος κρίθηκε στα πέναλτυ καθώς στη κανονική διάρκεια το σκόρ ήταν 2-2 και στη παράταση 4-4. Ο “Νουρέγεφ” πέτυχε δύο τέρματα και πραγματοποίησε εξαιρετική εμφάνιση. Το άλλο τρόπαιο ήταν το Βαλκανικό κύπελλο της αγωνιστικής περιόδου 1984-85.
Αν και προσέλκυσε τα βλέμματα μεγάλων ευρωπαϊκών συλλόγων όπως η Άρσεναλ, η Ρεάλ Μαδρίτης και η Λάτσιο, ο Χατζηπαναγής δεν έφυγε ποτέ από τη Θεσσαλονίκη και το Καυτατζόγλειο. Οι στενοί δεσμοί που είχε δημιουργήσει με τους φιλάθλους της ομάδας και το συμβόλαιο που είχε υπογράψει με την ομάδα αποτέλεσαν ανασταλτικούς παράγοντες για την μεταπήδηση του σε κάποιο άλλο πρωτάθλημα. Αυτό είναι κάτι που ο ίδιος θα άλλαζε αν μπορούσε να γυρίσει πίσω το χρόνο.
Λόγω ιδιομορφιών στους κανονισμούς, αλλά και επειδή είχε αγωνιστεί πρώτα με τα χαμηλότερα κλιμάκια της Σοβιετικής Ένωσης (είχε αγωνιστεί και στους Ολυμπιακούς), ο Χατζηπαναγής δεν κατάφερε ποτέ να αποτελέσει μέλος της εθνικής ομάδας της Ελλάδος. Πραγματοποίησε μόλις μία εμφάνιση και μετά δεν του επετράπη να ξαναγωνιστεί με τη γαλανόλευκη. Το 1999 σε ηλικία 45 ετών φόρεσε σε ένα φιλικό και πάλι τη φανέλα με το εθνόσημο, τιμής ένεκεν, για να τιμηθεί αυτός ο σπουδαίος αθλητής.
Μεγαλύτερη στιγμή της καριέρας του ήταν δίχως αμφιβολία η κλήση του στη Μεικτή Κόσμου. Αυτό έγινε το 1984 και αγωνίστηκε σε ένα φιλικό στις ΗΠΑ. Συμπαίκτες του ήταν, μεταξύ άλλων, οι Φράντς Μπεκενμπάουερ, Μάριο Κέμπες, Κέβιν Κίγκαν και ο επίσης Έλληνας και μεγάλος γκολτζής Θωμάς Μαύρος, που έκανε όνομα φορώντας στο στήθος τον δικέφαλο της ΑΕΚ. Ο Βάσια αγωνίστηκε σαν αλλαγή και μάγεψε την εξέδρα με τις περίτεχνες ενέργειες του.
Σαν ποδοσφαιριστής ήταν απλά καταπληκτικός. Ο τίτλος “ο Έλληνας Μαραντόνα” που του πιστώνεται δεν είναι τυχαίος. Ένας από τους μεγαλύτερους ντριμπλαδόρους που έχει δει γενικότερα το άθλημα, ήξερε να περνά τους αντίπαλους αμυντικούς με εκατό διαφορετικούς τρόπους. Απίστευτα τεχνικός παίκτης, έβλεπε γήπεδο, είχε φαρμακερό αριστερό πόδι, εκτελούσε με ευκολία κάθε στημένη φάση και ήταν ηγέτης, έπαιρνε την ομάδα από το χέρι. Επίσης, έμεινε γνωστός για τις απευθείας εκτελέσεις κόρνερ, έξι στον αριθμό. Το 2003 ανακηρύχθηκε ο καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής της 50ετίας.
Χαρισματικός, σκόρερ, μάγος με τη μπάλα στα πόδια. Αν αγωνίζονταν στην εποχή μας, σίγουρα θα ήταν ανάμεσα στην ελίτ του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Τρομερά αδικημένος αθλητής που αξίζει περισσότερης αναγνώρισης, κυρίως στο εξωτερικό. Ένας Έλληνας με αργεντίνικα χαρίσματα, ντρίμπλα σε μικρό χώρο, δημιουργός και εκτελεστής. Είναι κρίμα που δεν τα έφερε έτσι η τύχη και δεν τον είδαμε να αγωνίζεται σε ένα μεγάλο ευρωπαϊκό κλάμπ. Αλλά πάλι, τουλάχιστον κόσμησε και υπηρέτησε το ελληνικό ποδόσφαιρο όσο ελάχιστοι. Και αυτό το παραδέχονται όλοι οι Έλληνες.