By Nikos LeFou Pierrot Ziakas
Χάνω τις ημέρες όπως χάνω τα κλειδιά μου
κοιμάμαι στο πρώτο χαλάκι που βρίσκω
κι αφήνω να σκουπίσεις τα πόδια
πριν με πεις σπίτι σου.
Βλέπω όνειρα
ανησυχώ
ένα τρυπάνι που βαράει απο το πρωί
κατι μέσα μου μεγαλώνει και κλαίει
γεννάω μια Ομόνοια με καισαρική
καραβάνια προσφύγων
καμένους κάδους
ανοίγει το στέρνο μου
και ξερνάει την Ευρώπη
ένα πολιτισμένο Νταχάου
με σάουντρακ τις χαλασμένες εξατμίσεις
τους πυροβολισμούς στον αέρα
τη Συγγρού που ζέχνει πολιτισμό στη Στέγη
και στο Πάντειο η γάγγραινα της Μεταπολίτευσης πίνει σφηνάκια.
Απο σώμα σε σώμα σκορπίζομαι τότε
διάσκεδαζω χρώματα κι εντυπώσεις
βγάζω το δέρμα μου
και το απλώνω τις Κυριακές να ξεμυρίσει.
Η παραμορφωτική αρθρίτιδα
απο τα δάχτυλα της μητέρας μου
πέρασε στο βλέμμα
γι’ αυτό όποτε χαμογελάς
κάτι σπάει μέσα μου
και φυτεύω κενοτάφια κάτω από τη γλώσσα
για όλες τις λέξεις που δεν μάθαμε μαζί
– σαν να μη σε σκότωσα ποτέ –
αφήνω σάπια τα δόντια
να έχω μια δικαιολογία που μισώ τα χνώτα μου
γιατί φοβάμαι μην είναι λέξη
και τη ”στιχήσω” πάνω σου
-σωστά το ‘χω γράψει –
κι οι καμπύλες στις προτάσεις μου μοιάσουν στο στήθος σου.
Μην ξεχάσω τους Cure
και τον γαμημένο τον Red
που μου υπενθυμίζει τη γραφικότητα όλων αυτών
γιατί ήθελα να σου πω
πως θ’ αντέξουμε αν μείνουμε παιδιά
όπως αυτά στα Προσφυγικά
για τα πόδια μου που χορεύουν
πάνω στις γραμμές
και να σου τηλεφωνήσω ξημερώματα
για κάτι που τυχαία σκέφτηκα
πως τα ποιήματά μου είναι άχρηστα
όπως το τραμ
που δεν μείωσε την κίνηση
κι εγώ δεν άλλαξα το κόσμο
κοιμάμαι στο πρώτο χαλάκι που βρίσκω
κι αφήνω να σκουπίσεις τα πόδια
πριν με πεις σπίτι σου.
Βλέπω όνειρα
ανησυχώ
ένα τρυπάνι που βαράει απο το πρωί
κατι μέσα μου μεγαλώνει και κλαίει
γεννάω μια Ομόνοια με καισαρική
καραβάνια προσφύγων
καμένους κάδους
ανοίγει το στέρνο μου
και ξερνάει την Ευρώπη
ένα πολιτισμένο Νταχάου
με σάουντρακ τις χαλασμένες εξατμίσεις
τους πυροβολισμούς στον αέρα
τη Συγγρού που ζέχνει πολιτισμό στη Στέγη
και στο Πάντειο η γάγγραινα της Μεταπολίτευσης πίνει σφηνάκια.
Απο σώμα σε σώμα σκορπίζομαι τότε
διάσκεδαζω χρώματα κι εντυπώσεις
βγάζω το δέρμα μου
και το απλώνω τις Κυριακές να ξεμυρίσει.
Η παραμορφωτική αρθρίτιδα
απο τα δάχτυλα της μητέρας μου
πέρασε στο βλέμμα
γι’ αυτό όποτε χαμογελάς
κάτι σπάει μέσα μου
και φυτεύω κενοτάφια κάτω από τη γλώσσα
για όλες τις λέξεις που δεν μάθαμε μαζί
– σαν να μη σε σκότωσα ποτέ –
αφήνω σάπια τα δόντια
να έχω μια δικαιολογία που μισώ τα χνώτα μου
γιατί φοβάμαι μην είναι λέξη
και τη ”στιχήσω” πάνω σου
-σωστά το ‘χω γράψει –
κι οι καμπύλες στις προτάσεις μου μοιάσουν στο στήθος σου.
Μην ξεχάσω τους Cure
και τον γαμημένο τον Red
που μου υπενθυμίζει τη γραφικότητα όλων αυτών
γιατί ήθελα να σου πω
πως θ’ αντέξουμε αν μείνουμε παιδιά
όπως αυτά στα Προσφυγικά
για τα πόδια μου που χορεύουν
πάνω στις γραμμές
και να σου τηλεφωνήσω ξημερώματα
για κάτι που τυχαία σκέφτηκα
πως τα ποιήματά μου είναι άχρηστα
όπως το τραμ
που δεν μείωσε την κίνηση
κι εγώ δεν άλλαξα το κόσμο
Τους συνήθισα στη φρίκη
τώρα τη βλέπουν και χειροκροτάνε.
Θέλω την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε λοιπόν
να είναι στα σύρματα αυτής της πόλης.
Να έχεις φτερά.
Να είμαι.
Τίποτα άλλο!
Nikos LeFou Pierrot Ziakas