“Σκέφτομαι πως αυτά τα τρία συστατικά πρέπει να ‘χει η ζωή: το μεγάλο, το ωραίο και το συγκλονιστικό. Το μεγάλο είναι να βρίσκεσαι μέσα στην πάλη για μια καλύτερη ζωή. Όποιος δεν το κάνει αυτό, σέρνεται πίσω απ’ τη ζωή. Το ωραίο είναι κάθε τι που στολίζει τη ζωή. Η μουσική, τα λουλούδια, η ποίηση. Το συγκλονιστικό είναι η αγάπη….”
Στα 1950 ο Νίκος Μπελογιάννης φθάνει παράνομα στην Ελλάδα με αργεντίνικο διαβατήριο και το όνομα Ερρίκος Πανόζ, με σκοπό την ανασύνταξη του κόμματος και τον καθαρισμό του από τους “χαφιέδες”. Διαμένει για μικρό διάστημα στο ξενοδοχείο “Μέγα” στην οδό Σταδίου και αλλάζει αμέσως ταυτότητα με μια πλαστή με ελληνική υπηκοότητα.
Στις 20 του Δεκέμβρη συλλαμβάνεται από την Ασφάλεια. Τη σύλληψη ακολουθεί άγρια ανάκριση. Το κελί του φωτίζεται 24 ώρες το εικοσιτετράωρο για να μην μπορεί να κοιμηθεί. Στη μητέρα του επιτρέπεται μόνο μία φορά να δει το γιο της κι αυτό γιατί η Ασφάλεια πιστεύει πως ίσως είναι η μόνη που μπορεί να τον πείσει να υπογράψει την περιβόητη δήλωση. Φυσικά κάτι τέτοιο δε συμβαίνει. Η Βασιλική Μπελογιάννη γνωρίζει καλύτερα από τους δεσμοφύλακες το παιδί της. Στη φυλακή βρίσκεται και η σύντροφός του Έλλη Παππά. Το ζευγάρι επικοινωνεί με σκουπίδια και κουρέλια.
Το 1951 ο Μπελογιάννης δικάζεται από το Έκτακτο Στρατοδικείο για παράβαση του Α.Ν. 509. Η σύνθεση του δικαστηρίου έχει ήδη προεπιλεγεί από την παραστρατιωτική οργάνωση ΙΔΕΑ. Ένας από τους στρατοδίκες του Μπελογιάννη είναι και ο μετέπειτα δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος.
Στις 16 Νοέμβρη, ώρα 3 το πρωί, το δικαστήριο καταδικάζει τον Μπελογιάννη και τους υπόλοιπους 10 συγκατηγορούμενούς του σε θάνατο. Την επόμενη ο πρωθυπουργός Πλαστήρας θα δηλώσει ότι οι κατηγορούμενοι δεν θα εκτελεστούν. Έτσι ο Μπελογιάννης μεταφέρεται στην Κέρκυρα όπου θα ολοκληρώσει την μελέτη που είχε ξεκινήσει να συγγράφει στην απομόνωση της ασφάλειας με τίτλο: “Οι ρίζες της νεοελληνικής λογοτεχνίας”.
Η επανάληψη της δίκης έρχεται στις 15 Φεβρουαρίου 1952. Ο 37χρονος Μπελογιάννης, παρακολουθεί την όλη διαδικασία μ’ ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο χέρι, με περισσή ευπρέπεια και ψυχραιμία. Την 1η του Μάρτη ο πρόεδρος του Στρατοδικείου, Σίμος ανακοινώνει την ετυμηγορία: Εις θάνατον καταδικάζονται ο Νίκος Μπελογιάννης και επτά ακόμη κατηγορούμενοι.
Στις 30 Μαρτίου , ημέρα Κυριακή και παρά το γεγονός ότι τις Κυριακές δε γίνονταν εκτελέσεις ο βασιλικός επίτροπος συνταγματάρχης Αθανασούλας ανακοινώνει στους Μπελογιάννη, Καλούμενο, Αργυριάδη και Μπάτση ότι η αίτηση χάριτος που υπέβαλαν απορρίφθηκε. Λίγο αργότερα οδηγούνται στο Γουδί, όπου και εκτελούνται δια τουφεκισμού στις 4:12 π.μ. Όλη η κινητοποίηση εντός και εκτός Ελλάδας δεν κατάφερε να αποτρέψει το γεγονός.
Ο Μπελογιάννης έγινε σύμβολο ελευθερίας κι αγώνα. Αψήφησε το θάνατο και έγινε σύμβολο αγάπης για τη ζωή, την οποία ο ίδιος θεώρησε πολύτιμη ως το τελευταίο της λεπτό. Στο δρόμο για το απόσπασμα εκείνος έπαιρνε αέρα!