Από την Μαρία Σταυροπούλου*
Αν μία ημέρα είναι “καταραμένη” αυτή είναι η Δευτέρα. Μικρή συμφωνούσα κάπως με αυτή τη φράση, και όταν λέω μικρή εννοώ όταν πήγαινα σχολείο. Δεν με ενοχλούσε που θα πήγαινα σχολείο, αντιθέτως, με ενοχλούσε που μετά από δύο ημέρες ύπνου έπρεπε να ξυπνήσω πρωί. Δεν αντέχω το πρωινό ξύπνημα παρεμπιπτόντως και δεν το έχω συνηθίσει ακόμη.
Περνώντας τα χρόνια είδα την πλάνη που κρύβεται πίσω από τις Δευτέρες. Τους φορτώνουμε ένα βάρος που δεν τους αναλογεί. Αποτελούν το εξιλαστήριο θύμα της εβδομάδας, μιας και πάντα κάτι πρέπει να μας φταίει. Ακολουθούν και οι υπόλοιπες ημέρες όμως που κινούνται στους ίδιους ξέφρενους ή βαρετούς ρυθμούς, μην ξεχνιόμαστε. Γιατί αυτή η εμμονή μαζί τους; Επειδή έτυχε να ξεκινάει από αυτές η εβδομάδα προφανώς. Συμβαίνει το ίδιο και με τους αριθμούς άραγε;
Η πλέον υπερεκτιμημένη ημέρα είναι η Παρασκευή. Άλλη μία ημέρα με τυχαίο όνομα που χαίρει άπειρων δοξολογιών, μετά το πέρας του μεσημεριού ουσιαστικά. Έρχεται το Σαββατοκύριακο και είναι όλοι στα πρόθυρα υστερίας για το πόσο όμορφα θα περάσουν. Έχετε σκεφτεί όμως κάποιους ανθρώπους που θα μείνουν μόνοι τους αυτές τις ημέρες; Που δεν έχουν τη δυνατότητα, για πολλούς λόγους που δεν θα τους αναλύσω αυτή τη στιγμή, να ξεφαντώσουν; Που περιμένουν τη Δευτέρα για να δουν κόσμο και να νιώσουν μέρος του συνόλου;
Και για να μην τα ισοπεδώνω όλα θα συμφωνήσω στο ότι σαφώς το Σαββατοκύριακο αποτελεί ένα καλό διήμερο ξεκούρασης και ανάπαυλας. Το θέμα όμως δεν είναι εκεί, είναι στη γκρίνια που διαιωνίζεται για τις υπόλοιπες ημέρες και ειδικά για τη Δευτέρα. Που τις βλέπουμε σαν Γολγοθά και περιμένουμε την Ανάστασή μας, λες και έχουμε κλείσει ραντεβού μαζί της.
Άσε που το κακό ξεκινάει από το απόγευμα της Κυριακής. Μια θλίψη, άνευ λόγου και αιτίας, πιάνει τους πολλούς. Ουφ, ξημερώνει Δευτέρα, αναφωνούν, χωρίς να αντιλαμβάνονται την ανοησία της φράσης τους αυτής. Αντί να σταθούν στο ξημερώνει, στέκονται στο Δευτέρα. Αντί να σταθούν στη συνέχιση της ζωής, στέκονται στο όνομα που δόθηκε σε μία ημέρα. Αν αλλάζαμε ονόματα στις ημέρες θα μας έφταιγε πάλι η Δευτέρα άραγε;
Έχετε αναλογιστεί γιατί βαφτίσαμε τις ημέρες; Μα γιατί ο χρόνος δεν μετριέται επί της ουσίας, είναι άπειρος, ρέει ανενόχλητος και έπρεπε με κάποιο τρόπο να βάλουμε τάξη στη ζωή μας. Τάξη προς αποφυγή αταξίας. Φανταστείτε μία ημέρα χωρίς όνομα, χωρίς ώρες, χωρίς λεπτά, χωρίς δευτερόλεπτα. Κάποιοι ήδη αγχωθήκατε, είμαι σίγουρη, εδώ αγχώνεστε και με τον ορισμό του χρόνου. Ορίσαμε τις ζωές μας για να μην είναι αόριστες και πάλι αόριστες μένουν, τι ειρωνεία.
Το βάρος πέφτει στην αρχή των πάντων ενώ θα έπρεπε να πέφτει στην πορεία προς το τέλος τους. Η αρχή είναι μία κουκίδα που από μόνη της δεν έχει νόημα και αξία. Το πρώτο βήμα δεν ξέρεις που θα σε βγάλει και συνήθως δεν στεκόμαστε σε αυτό, πάμε παρακάτω. Και αυτό το παρακάτω είναι που κάνει τη διαφορά στη ζωή μας.
Πλέον όλες οι ημέρες για εμένα είναι ίδιες, ανεξαρτήτως ονόματος. Είναι ένα ξημέρωμα, ένας αέναος περίπατος που θα σταματήσει μόνο όταν κλείσουμε τα μάτια μας δια παντός. Κάθε ημέρα είναι και ένα βήμα προς το φυσικό μας θάνατο. Ένα βήμα για το οποίο γκρινιάζουμε όντας αχάριστοι που είμαστε ζωντανοί. Που αντί να το βαδίζουμε κοιτάζουμε με δυσαρέσκεια το δρόμο.
Αν πεθάνεις Δευτέρα φίλε έχεις λόγο να γκρινιάζεις, σε άλλη περίπτωση απολαμβάνεις το δώρο που λέγεται ζωή. Αν αναστηθείς Δευτέρα όμως;
* Κοινωνική Λειτουργός, συγγραφέας του βιβλίου «ψάχνοντας ανθρώπους»