Από τον Παύλο Παπαβασιλείου
Την τελευταία ιδίως δεκαετία, οι συνεχείς, πολλά υποσχόμενες και ρηξικέλευθες ανακαλύψεις στο διαγνωστικό όσο και θεραπευτικό (συντηρητικό-παρεμβατικό και επεμβατικό) πεδίο της περιγεννητικής Ιατρικής, πολλαπλασίασαν τα αντίστοιχα βιοηθικά διλήμματα. Ωστόσο, η στροφή σε μια στείρα, αποφιλοσοφικοποιημένη και απολύτως επιστημονολογικά αντικειμενοποιημένη τεχνοκρατική αντίληψη «επιτροπών», ακολουθώντας τις επιταγές της εποχής, φαίνεται αφενός να προσκολλά συνεχώς το διάλογο στη δικαιωματική θεματολογία (ερωτήματα «συγκρούσεων συμφερόντων» σώματος γυναίκας-εμβρύου) και αφετέρου να απαξιώνει το όλο της θεώρησης, έναντι μιας αποσπασματικής ενασχόλησης με τη μερικότητα των εκάστοτε εξεταζόμενων πεδίων. Φαίνεται ότι στο πεδίο αυτό τα καντιανά όρια του καθαρού Λόγου έχουν ξεπεραστεί, ο πρακτικός λοιπόν Λόγος αναζητά πυξίδα, και το λακανικό κύριο σημαίνον (κοινωνικές, θρησκευτικές, πολιτικές, πολιτισμικές νόρμες), που προνεωτερικά επιβαλλόταν απολυταρχικά έχει απωλεσθεί, με αποτέλεσμα τη γένεση πολλαπλών μερικών δευτερευόντων (θέαση από ιατρική, δικαϊική, πολιτισμική, θεολογική σκοπιά).
Ξεκινώντας από την ίδια την κυοφορία και τη γέννηση, ενώ έχει απασχολήσει αρκετά ψυχαναλυτικά, δεν παύει κοινωνικά να προκαλεί προτυπωμένες αντιληπτικές τάσεις, που τείνουν σε γενικεύσεις και αδυναμία διάκρισης άλλων πτυχών. Η γέννα βιώνεται μόνο από την πλευρά της μητρικής ωδίνης και της μετέπειτα απόκτησης της ιδιότητας της μητρότητας (άρα συνυφαίνεται αποκλειστικά σχεδόν με το πλέον ευχάριστο γεγονός), ενώ δεν αναδεικνύεται τόσο έντονα το ψυχαναλυτικά πρώτο καθολικό τραύμα, με την ταυτόχρονη εμβρυϊκή ωδίνη και τη βίωση της «βίαιης εκσπλάχνωσης» προς ένα ανοίκειο νέο περιβάλλον.
Η δικαιωματική ανάγνωση (δικαίωμα γυναίκας στην αυτοδιάθεση του σώματός της, στην έκτρωση, στην χρήση αλκοόλ ή άλλων ουσιών VS εμβρύου στην ενδομήτρια επιβίωσή του, ή και αντιστρόφως δικαίωμα εμβρύου στη ζωή, ακόμη και φέροντας κάποιο νόσημα VS γονεϊκά καθοδηγούμενης «ευγονικής» ή ενδομήτριας θεραπευτικής, άνευ άδειας του «ασθενή»), έχει μονοπωλήσει το ενδιαφέρον. Στη σύγχρονη όμως εποχή της γέννησης του καπιταλιστικά απάνθρωπου, της σφοδρής εσωτερικευόμενης αλλοτρίωσης και νεοφιλελεύθερης αποπροσωποποίησης ίσως είναι καιρός να ξαναπιάσουμε την ανάγνωση όχι του απλού φιλελεύθερου ανθρωπιστικού δικαιωματισμού (και των δυο μελών μιας «εμβρυομητρικής μονάδας») αλλά της ίδιας της εννοιολογίας της ανθρωπινότητας, της ιδιότητας δηλαδή του ίδιου του ανθρώπου.
Θα ήταν ενδιαφέρον, αντί προλόγου, να παραθέσουμε δύο σημεία. Ο απλός, για καθαρά μεθοδολογικούς ιατρικούς σκοπούς, διαχωρισμός της οντολογικής συνέχειας έμβρυο-νεογνό, τείνει να επικρατήσει και σε άλλους τομείς. Η γέννηση εδώ, φαίνεται να παίζει ρόλο αποποίησης της θέασης του όντος στην απόλυτης παθητικότητα (έμβρυο). Η δυνατότητα ορατής αντίληψης του μέχρι πρότινος «αόρατου παιδιού», αφενός εντάσσει πλέον το ίδιο και όχι το «φαντασιακό αντ’ αυτού» στην οικογενειακή μικροκοινότητα, αφετέρου τού δίνει τη δυνατότητα εκκίνησης της διαδικασίας σταδιακής κοινωνικής ανεξαρτητοποίησής του, που συσχετίζεται πάντοτε με κατάκτηση οροσήμων ψυχοπνευματικής ωρίμανσης (τοτεμοποίηση του κριτηρίου «κατάκτησης της Λογικής» της επίσημης–στοχευμένης στις ανάγκες της κοινότητας- δικαιωματικής του παιδιού). Το έμβρυο αποτελούσε μέχρι πρότινος, και σε ένα βαθμό συνεχίζει, το μεταφυσικό αγνωστικιστικό παρελθόν του παιδιού, για το οποίο δεν απαιτείται να ασχολούμαστε. Το παιδί μετασχηματίζεται έτσι σε ένα συγγραφέα, του οποίου «δείγματα γραφής» θα δούμε/κρίνουμε μόνο μετά τη γέννηση, χωρίς να απαιτείται η ενασχόληση με το «τον εαυτό του συγγραφέα πριν τη γραφή». Ωστόσο, τα ανθρώπινα δικαιώματα αποκτούν σημασία μόνο όταν αναφέρονται στον άνθρωπο αφ’ εαυτού, επειδή είναι άνθρωπος, κι όχι επειδή κατέχει κι άλλες πρόσθετες ή μετακλητές κοινωνικές ιδιότητες, όπως του πολίτη, όπως είχε επισημάνει ο Κονδύλης. Και εδώ ίσως θα πρέπει να αναρωτηθούμε μήπως το έμβρυο, στερώντας του a priori οποιαδήποτε ικανότητα επίδειξης «σημείων επίτευξης Λογικής» αποτελεί τον πλέον γνωστό, αλλά λιγότερο αναγνωρισμένο απανθρωπινοποιημένο άνθρωπο, τον «πρόσφυγα της ανθρώπινης ζωής».
Επιπλέον, συμφωνώντας με τον Archaid περί ιστορικής παγκοσμίως συνέχειας της παιδικότητας, υπό διαφορετική θέαση (ως ενσυναίσθησης της διαφορετικότητας στο ενήλικα Άλλο), τα βιοπολιτικά ερωτήματα του Φουκώ μας κάνουν να αναρωτιόμαστε γιατί αναδεικνύεται κατ αρχάς ο προβληματισμός της δικαιωματική του εμβρύου. Και εδώ είναι σαφές, ότι η διαφοροποίηση των κοινωνικών σχέσεων, ανέδειξε διαφορετικά πεδία αναζήτησης, όπου στην εποχή της μετανεωτερικότητας δυστυχώς η ύπαρξη μετουσιώνεται μονόγραμμα σε συνάθροιση βιολογικών δεδομένων υπό τη μορφή σώματος, και αναγκάζει σε περαιτέρω αντικειμενοποίηση του όποιου discourse.
Αρχίζοντας λοιπόν από το εσωτερικό της μήτρας, αυτού του σπλάχνου της ψυχολογικής ταύτισης του νέου-γέννηση και θανάτου-ταφική επιστροφή στη μάνα γη, εστιάζουμε αρχικώς στη γονιμοποίηση. Ίσως πληροί τους όρους ενός λακανικού «συμβάντος»/τομής στον χωροχρόνο με ενδείξεις επέλευσης του και ριζικές μετέπειτα μεταβολές. Ίσως με αυτή τη θέαση θα μπορούσαμε να απομειώσουμε και την εγκολπωμένη στην επιστήμη εννοιολογία της «φυσικής επιλογής» του δυνατότερου σπερματοζωαρίου προς γονιμοποίηση, ως μικρογραφίας της προβαλλόμενης νόρμας κοινωνικού ανταγωνιστικού απομονωτισμού.
Ωστόσο, οι επιστημονικές ανακαλύψεις, που απομείωσαν την απολυτότητα της παντοδύναμης δράσης του DNA στον έλεγχο των πάντων (όπως η επιγενετική-μελέτη μεταβολής της γενετικής λειτουργίας μετά περιβαλλοντικά αποτυπώματα, ή η υιοθετούμενη πλέον άποψη της συνεχούς διάδρασης γενετικού υλικού-εξωγενών παραγόντων σε κάθε στάδιο της ανάπτυξης) ενδέχεται να αναδείξει άλλου τύπου φιλοσοφικά ερωτήματα. Αναρωτιόμαστε λοιπόν αν η γονιμοποίηση αφορά απλά συνδυασμούς χρωμοσωμάτων, πέρασμα από τη συνένωση ενός σπερματοζωαρίου και ωαρίου στο ζυγώτη, ένα προ-έμβρυο που αυλακώνεται ή κάτι φιλοσοφικά άλλο? Μήπως θα μπορούσαμε να δούμε τα φυσιολογικά έμβρυα, ως μια χεγκελιανή γενετική ανασύνθεση (Aufhebung), όπου το παραγόμενο νέο εμπεριέχει φυσικά κάτι από τον πατρικό και μητρικό γενετικό διπολισμό (προπυρήνες στο γονιμοποιημένο ωάριο), αλλά αναδεικνύεται σε μια νέα μορφή, ενσωματώνοντας και ανάγοντάς τα σε άλλα επίπεδα και όχι απλά συναθροίζοντάς τα; Με μια περαιτέρω διαλεκτική οπτική, θα βλέπαμε το γενετικό υλικό ως την χεγκελιανή Ουσία, η οποία στη διάδρασή της με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες (χεγκελιανές συνθήκες ύπαρξης της Ουσίας), γεννά τη μορφογένεση. Μήπως αυτή η νέα Μορφή (Gestalt) θα μπορούσε να ειδωθεί ως ένα ψυχολογικό Πεδίο κατά τους μορφολογιστές, αποτελούμενο από μορφολειτουργικά στοιχεία (εμβρυϊκή οργανογένεση), οργανωμένα δυναμικά (στον τόπο και στον χρόνο) και αλληλοεπιδρώντα (πλήθος μοριακών γεγονότων εντός εμβρύου και διάδράσης με ενδομήτριο περιβάλλον), όπου μόνο η συνολική του μελέτη-κι όχι η αποσπασματική (που αφαιρεί αυτόματα την ουσία και τα χαρακτηριστικά των στοιχείων) οδηγεί στη γνώση του;
Πολλή κουβέντα, για παράδειγμα, γίνεται σχετικά με το χρονικό όριο μεταξύ αυτοδιάθεσης σώματος εγκύου (άρα και δυνατότητας επιλογής διακοπής της κύησης) και αυθυπαρξίας εμβρύου, κυρίως σε μια καρτεσιανή μηχανιστική επιμέρους βάση θέασης, σε αντιδιαστολή με μια σπινοζική περιοδολόγηση όχι επιμέρους πτυχών αλλά μιας ολότητας. Αυτή περιστρέφεται κυρίως γύρω από την ανάγκη χρονοθέτησης, βάση της διερεύνησης της απαρχής γένεσης αντιληπτικών βιωμάτων όπως της συναίσθησης του πόνου στο αναπτυσσόμενο εμβρυικό κεντρικό νευρικό σύστημα, παραβλέποντας ότι ταυτόχρονα το ίδιο το έμβρυο σε άλλους τομείς (πχ ενδοκρινικούς) «συνεισφέρει» στην δυαδική μονάδα, ή αναπτύσσεται σε άλλους (καρδιαγγειακό σύστημα, ουρογεννητικό κτλ). Και αν δεχθούμε ως μόνο κριτήριο την ανάπτυξη της πλήρους εμβρυικής ενσυναίσθησης για να μιλήσουμε για τα conflicts of interest μεταξύ εγκύου-εμβρύου (η οποία ενδομητρίως τοποθετείται μεταξύ 20ης και 28ης εβδομάδας κύησης, αλλά από υποφλοιώδη και όχι από τα φλοιώδη ανώτερα κέντρα του ενήλικα), τότε μήπως ανάγουμε σε «έμβρυο» και το ίδιο το παιδί, μιας και η νευρωνική του ανάπτυξη συνεχίζεται και εξωμητρίως για αρκετά χρόνια (η πλήρης μυελίνωση επιτυγχάνεται περίπου στην ηλικία των 7 ετών); Μήπως αυτή η θέαση, μας ξαναγυρίζει στη «σιγουριά» του όντος, το οποίο όμως, επειδή στερείται χαρακτηριστικών μιας ενηλικο-κρατούμενης κοινωνίας, τίθεται εκτός της; Μήπως, τελικά αφαιρετικά όταν η Arendt καλούσε να δούμε ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν ανιχνεύονται πουθενά αλλού πλην εκείνων των υπάρξεων που έχουν χάσει τα πάντα, πλην της ιδιότητας να είναι άνθρωποι, μπορούσε να μιλάει και για το έμβρυο (το οποίο δε μπορεί να «καταλήξει» να είναι παρά άνθρωπος);
Και φυσικά το επόμενο ερώτημα μπορεί να προκύψει…ναι, αλλά θα «καταλήξει να είναι» και δεν «είναι ακόμη» (φυσικά πάντοτε ετεροπροσδιοριστικά με τον ενήλικα Άλλο). Αντίθετα με το χεγκελιανό πρότυπο του ανθρώπου ως αυτο-συνειδητής αφηρημένης καθολικότητας, ο Μαρξ της άρνησης της εσωτερικευμένης αλλοτρίωσης, τον ανέδειξε ως συγκεκριμένη καθολικότητα στοιχείων, σαφώς ενταγμένο στον χωροχρόνο, που εφορμάται από το Πάθος, το σπινοζικό conatus της αδυνατότητας να είναι κάτι άλλο, παρά αυτό που είναι/μέλλει να είναι, άνθρωπος. Και η συνάντηση της ανθρωπινότητας με τον χωροχρόνο, γεννά φυσικά ενδεχομενικότητα την οποία ανιχνεύουμε σε πολλά από τα τεκταινόμενα ενδομητρίως (πιθανολογικότητα της «συνάντησης» σπερματοζωαρίου-ωαρίου, διάλογος προεμβρύου-ενδομητρίου για την εμφύτευση και την ανάπτυξη του πλακούντα, μετέπειτα εμβρυική ανάπτυξη υπό το πρίσμα ενδογενών μοριακών γεγονότων). Αυτή φυσικά δεν αφαιρεί κάτι από την ουσία των προ της συγκυρίας μετεχόντων στοιχείων (σπερματοζωάριο-ωάριο προ της γονιμοποίησης) απλώς τους προσδίδει άλλες ιδιότητες μετά την συνάντηση (γονιμοποίηση-έμβρυο).
Όσον αφορά το θέμα της διακοπής της κύησης, που ουσιαστικά αποτελεί την κορωνίδα σε μανιχαϊστικές αντεγκλήσεις υπέρμαχων είτε της πλήρους αυτοδιάθεσης του γυναικείου σώματος είτε του δικαιώματος στη ζωή του εμβρύου, φαίνεται ότι η απολυτότητα ιδεών που αναπτύσσονται ίσως εσωτερικεύει και θρησκευτικές και καπιταλιστικές αλλοτριώσεις. Θρησκευτικά, η μήτρα ανάγεται από τη μία σε τροφοδότη παντοδύναμο θεό-τιμωρό (στην αποβολή-διακοπή της κύησης) είτε στοργικό, απέναντι σε ένα ον, που τείνει να χαρακτηρίζεται από την παντελή έλλειψη ελεύθερης βούλησης και αυτοδιάθεσης, επαφίοντας τη ζωή του στα χέρια της υπέρτατης δύναμης, της οποίας «αι βουλαί άγνωσται». Σε αυτή την άποψη ίσως μπορούμε να διακρίνουμε και ίχνη κτητικού ατομικισμού ως νέο-αστικά ψήγματα. Από την άλλη, το έμβρυο συνηθέστατα εργαλειοποιείται, θρησκευτικά συσχετιζόμενο με «έναν άγνωστο Χριστό», ο οποίος δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει καν την ύπαρξή ή την αποστολή του, λόγω κάποιας προδοσίας θυσιαζόμενος εξαιτίας ενός νομοτελειακά σύμφυτου με το κατώτερο ανθρώπινο είδος ενστίκτου επιθετικότητας και μη ειρηνικής συνύπαρξης (ανασχηματισμός θρησκευτικών ενοχικών μηχανισμών). Σε αυτή ωστόσο, θα μπορούσαμε να ανιχνεύσουμε και τα πρωτοχριστιανικά ψήγματα ενός σοσιαλιστικού προμαρξιστικού ουτοπικού κοινοτισμού (το αγέννητο ως απαραίτητο τμήμα της κοινότητας). Καπιταλιστικά η θεώρηση του εμβρύου-παρασίτου, ως «ανωμαλίας» που απλά απομυζεί χωρίς να προσφέρει τίποτα άλλο παρά μόνο ίσως τη μελλοντική υπόσχεση της γονεϊκότητας στους προγόνους του, θυμίζει μια γενίκευση της καπιταλιστικής εργασιακής ηθικής, όπου οι μη μετέχοντες «παρασιτούν».
Ωστόσο εδώ αναδύεται και ένα άλλο αντ-ερώτημα. Αν η μήτρα αποτελεί την τροφό που μπορεί να καθορίζει και τη «διακοπή» της ζωογόνου τροφοδοσίας, σε νεογνά που απαιτούν αντιμετώπιση των προβλημάτων τους σε Μονάδες Εντατικής Νοσηλείας, με αναπνευστήρες, με παρεντερική κι όχι από του στόματος διατροφή, μήπως η εννοιολογία του «εμβρύου» συνεχίζει να τα ακολουθεί, ενώ τα αντιμετωπίζουμε διαφορετικά, ως φέροντα a priori δικαίωμα στην ύπαρξη λόγω εξωμήτριας χωροθέτησης (η μήτρα ως τόπος ταφής ανθρωπίνων δικαιωμάτων); Μήπως η γέννηση αποτελεί το καθημερινό πέρασμα από το ρωμαϊικομεσαιωνικό pater familias-της υπαγωγής και της ίδιας της ζωής υπό την γονεϊική εξουσία, στο μετέπειτα patria protestas, όπου πλέον έχει απωλεσθεί ένα τμήμα της, μεταβιβαζόμενο και σε κοινωνικούς θεσμούς, με αποτέλεσμα πλέον πολυεπίπεδης προστασίας;
Εν κατακλείδι, τα δικαιώματα του εμβρύου είναι ένα συνεχώς αναπτυσσόμενο πεδίο κοινωνικής δικαιωματικής, το οποίο ίσως περισσότερο από κάθε τι άλλο καθορίζεται από την περιοδολόγηση του Deleuze περί γνώσης της Φύσης, στο ταυτοτικό σημείο ύπαρξης και καταστροφής της. Περνώντας από την απολυτότητα της εννοιολογίας του homo sacres, που μπορεί να φονευτεί χωρίς κυρώσεις, φτάσαμε στη δικαϊική αναγνώρισή του εμβρύου, ως υποκειμένου δικαίου. Από την επικρατούσα παλιότερη βιταλιστική θεώρηση (που τα άψυχα-έμψυχα δε διακρίνονταν αλλά απλά χαρακτηρίζονταν από την εσωτερική τους ψυχή), περάσαμε σε πλέον ορθολογικές περιόδους για να καταλήξουμε σε εποχές όπου το οντολογικό όριο εικάζεται αποκλειστικά μέσω του επιστημονικού τρίτου. Το πεδίο λοιπόν της εμβρυϊκής δικαιωματικής, χειραγωγούμενο ακόμη από έναν επιστημονοκεντρικό αντικειμενισμό, συνήθως παραβλέποντας/υποτιμώντας άλλους τομείς (διάκριση και των ίδιων των εμβρύων βάσει πολιτισμικών-θρησκευτικών πεποιθήσεων, με προτίμηση στα άρρενα, θεσμοθετημένη κρατική βία στην τεκνοποιία με ανώτατα όρια παιδιών), παραμένει εκεί, για να μας υπενθυμίζει ίσως τον πλέον άγνωστο όλων μας…τον ασυνείδητο προ δεκαετιών εαυτό μας.