By Nikos LeFou Pierrot Ziakas
Ένας φιλος κάποτε είχε γράψει πως
“Και μην ξεχάσεις κάθαρμα πως δεν είσαι τίποτα άλλο παρά μια αράδα στην ποίηση”…
Σήμερα μου έστειλε ένα παιδί αυτό…
Κι αυτό για μένα σήμερα είναι “μια κουβέρτα διπλή μες στο ανθρώπινο χιόνι” που έγραφε κι η Ζησάκη
Λένε πως στο τελευταίο ποτό της βραδιάς
όταν συνειδητοποιείς πως δεν έσωσες κανέναν
ούτε καν τον εαυτό σου
έρχεσαι αντιμετώπος με μια αλήθεια.
Στο δίλημμα
αν λύγισες, τελικά, ή άν έσπασες
γέρνεις στο διαζευτικό.
Λαθρόνειρος βηματίζεις στη γουλιά
το σώμα κάνει τα δικά του
κι η φωνή πεισματικά λέει ”σκάσε”.
Η σερβιτόρα κοιτάζει με κουρασμένο βλέμμα
οι φίλοι τη λόξα μου για φιλοδωρημα
κι εγω κοιτάζω γυρω μου
για λίγο χρόνο ακόμα
για κανα δυο σκέψεις,
να ήσουν λέει το συννεφένιο βλέμμα
αναρχικού στο Σαντιάγο
να είχες μάθει ν’ αρθρώνεις ανάποδα
να πίστευες σε κάτι που να μην ήταν λέξη
να υπήρχε ένα κορίτσι που θ’ αγαπούσε την ασχήμια σου
τις μαύρες μπλούζες στα μάτια
τα ουρλιαχτά απο την άκρη του κόσμου
όσων περπάτησαν με τα κεφάλια στα χέρια
τις φωνές που ακούς
και παίζουν τραμπάλα τα μιλιγκράμ
οι φίλοι που σκοτώνονται σε χιλιάδες δωμάτια
με πρωινά ξυπνητήρια
στάσεις λεωφορείων
απομυθιά και σκέτο καφέ
στρες
κι ένα σφυρί που σπάς το κεφάλι σου
φτύνεις τα δόντια σου ζαριές
τα χέρια, κρανίου τόπος
και μια τυχαία ασάφεια να τρυπάει τον τοίχο.
Στο τελευταίο ποτό
όταν ανοίγουν τα φώτα μένει να δεις τι χρωστάς
έχεις χρόνο τότε για μια γουλιά
για το τελευταίο τέλος μιας χαμένης ευκαιρίας
που ήρθε πολύ νωρίς, μόλις στα τριάντα
τότε που αγκαθαίνουν οι λέξεις στα χείλη
τότε που ξέρεις πως δεν θα έρθει
κι εσύ δεν μπορείς να πας.
Η εποχή μας θέλει γελασμένους
κι είναι η πρώτη φορά που δεν σημειώνω την ώρα
μόνο
ένα ποίημα παρα κάτι ψιλά :
“Και μην ξεχάσεις κάθαρμα πως δεν είσαι τίποτα άλλο παρά μια αράδα στην ποίηση”…
Σήμερα μου έστειλε ένα παιδί αυτό…
Κι αυτό για μένα σήμερα είναι “μια κουβέρτα διπλή μες στο ανθρώπινο χιόνι” που έγραφε κι η Ζησάκη
Λένε πως στο τελευταίο ποτό της βραδιάς
όταν συνειδητοποιείς πως δεν έσωσες κανέναν
ούτε καν τον εαυτό σου
έρχεσαι αντιμετώπος με μια αλήθεια.
Στο δίλημμα
αν λύγισες, τελικά, ή άν έσπασες
γέρνεις στο διαζευτικό.
Λαθρόνειρος βηματίζεις στη γουλιά
το σώμα κάνει τα δικά του
κι η φωνή πεισματικά λέει ”σκάσε”.
Η σερβιτόρα κοιτάζει με κουρασμένο βλέμμα
οι φίλοι τη λόξα μου για φιλοδωρημα
κι εγω κοιτάζω γυρω μου
για λίγο χρόνο ακόμα
για κανα δυο σκέψεις,
να ήσουν λέει το συννεφένιο βλέμμα
αναρχικού στο Σαντιάγο
να είχες μάθει ν’ αρθρώνεις ανάποδα
να πίστευες σε κάτι που να μην ήταν λέξη
να υπήρχε ένα κορίτσι που θ’ αγαπούσε την ασχήμια σου
τις μαύρες μπλούζες στα μάτια
τα ουρλιαχτά απο την άκρη του κόσμου
όσων περπάτησαν με τα κεφάλια στα χέρια
τις φωνές που ακούς
και παίζουν τραμπάλα τα μιλιγκράμ
οι φίλοι που σκοτώνονται σε χιλιάδες δωμάτια
με πρωινά ξυπνητήρια
στάσεις λεωφορείων
απομυθιά και σκέτο καφέ
στρες
κι ένα σφυρί που σπάς το κεφάλι σου
φτύνεις τα δόντια σου ζαριές
τα χέρια, κρανίου τόπος
και μια τυχαία ασάφεια να τρυπάει τον τοίχο.
Στο τελευταίο ποτό
όταν ανοίγουν τα φώτα μένει να δεις τι χρωστάς
έχεις χρόνο τότε για μια γουλιά
για το τελευταίο τέλος μιας χαμένης ευκαιρίας
που ήρθε πολύ νωρίς, μόλις στα τριάντα
τότε που αγκαθαίνουν οι λέξεις στα χείλη
τότε που ξέρεις πως δεν θα έρθει
κι εσύ δεν μπορείς να πας.
Η εποχή μας θέλει γελασμένους
κι είναι η πρώτη φορά που δεν σημειώνω την ώρα
μόνο
ένα ποίημα παρα κάτι ψιλά :
Αν είναι να χάσεις ;
κάν’ το μια όμορφη μέρα.
Nikos LeFou Pierrot Ziakas