Ἀπόσπασμα από το “Little Gidding” του Τόμας Έλιοτ
Στὴν ἀβέβαιη ὥρα πρὶν τὴν αὐγὴ
Κοντὰ στὸ τέλος τῆς ἀτέρμονης νύχτας
Στὸ ἐπανερχόμενο τέλος τοῦ ἀτέλειωτου
Κοντὰ στὸ τέλος τῆς ἀτέρμονης νύχτας
Στὸ ἐπανερχόμενο τέλος τοῦ ἀτέλειωτου
Ἀφοῦ τὸ σκοτεινὸ περιστέρι μὲ τὴν τρεμάμενη γλώσσα [3]
Διάβηκε κάτω ἀπ’ τὸν ὁρίζοντα τοῦ γυρισμοῦ του
Διάβηκε κάτω ἀπ’ τὸν ὁρίζοντα τοῦ γυρισμοῦ του
Ἐνῶ τὰ νεκρὰ φύλλα κροτάλιζαν ἀκόμη σὰν τενεκὲς
Πάνω στὴν ἄσφαλτο ὅπου ἦχος ἄλλος δὲν ὑπῆρχε
Ἀνάμεσα σὲ τρεῖς περιοχὲς ἀπ’ ὅπου ὑψωνόταν ὁ καπνὸς
Συνάντησα κάποιον νὰ περπατᾶ, σὰν νὰ χασομερᾶ
Πάνω στὴν ἄσφαλτο ὅπου ἦχος ἄλλος δὲν ὑπῆρχε
Ἀνάμεσα σὲ τρεῖς περιοχὲς ἀπ’ ὅπου ὑψωνόταν ὁ καπνὸς
Συνάντησα κάποιον νὰ περπατᾶ, σὰν νὰ χασομερᾶ
καὶ συνάμα νὰ βιάζεται
Λὲς καὶ ὁ ἀέρας τὸν παράσερνε πρὸς ἐμένα σὰν τὰ φύλλα τὰ μεταλλικὰ
Ποὺ δὲν ἀντιστέκονται στὸν αὐγινὸ ἄνεμο τῆς πόλης.
Ποὺ δὲν ἀντιστέκονται στὸν αὐγινὸ ἄνεμο τῆς πόλης.
Καὶ καθὼς προσήλωσα τὸ βλέμμα στὸ σκυμμένο πρόσωπό του
Μ’ ἐκείνη τὴν ἐρευνητικὴ ματιὰ ποὺ προκαλοῦμε
τὸν ξένο ποὺ πρωτοσυναντᾶμε στὸ λυκόφως ποὺ ἐξασθενεῖ
Ἔπιασα τὴν ξαφνικὴ ματιὰ κάποιου πεθαμένου δασκάλου
Ποὺ τὸν εἶχα γνωρίσει, ξεχάσει, μισοθυμηθεῖ
ἑνὸς μαζὶ καὶ πολλῶν·
Μ’ ἐκείνη τὴν ἐρευνητικὴ ματιὰ ποὺ προκαλοῦμε
τὸν ξένο ποὺ πρωτοσυναντᾶμε στὸ λυκόφως ποὺ ἐξασθενεῖ
Ἔπιασα τὴν ξαφνικὴ ματιὰ κάποιου πεθαμένου δασκάλου
Ποὺ τὸν εἶχα γνωρίσει, ξεχάσει, μισοθυμηθεῖ
ἑνὸς μαζὶ καὶ πολλῶν·
Στὰ καστανὰ ἀργασμένα χαρακτηριστικὰ
Τὰ μάτια ἑνὸς γνώριμου σύνθετου φαντάσματος
Οἰκείου μαζὶ καὶ ἀπροσδιόριστου.
Τὰ μάτια ἑνὸς γνώριμου σύνθετου φαντάσματος
Οἰκείου μαζὶ καὶ ἀπροσδιόριστου.
Ἔτσι ἀνέλαβα διπλὸ ρόλο, καὶ φώναξα
Καὶ ἄκουσα ἑνὸς ἄλλου τὴ φωνὴ νὰ κράζει: «Τί! ἐσὺ ἐδῶ;»
Καὶ ἄκουσα ἑνὸς ἄλλου τὴ φωνὴ νὰ κράζει: «Τί! ἐσὺ ἐδῶ;»
Ἂν καὶ δὲν ἤμασταν. Ἤμουν ἀκόμη ὁ ἴδιος,
Γνωρίζοντας πὼς εἶμαι ἐγὼ κι ὡστόσο ὄντας κάποιος ἄλλος –
Κι ἐκεῖνος ἕνα πρόσωπο ποὺ ἀκόμα σχηματιζόταν· ὅμως οἱ λέξεις ἀρκοῦσαν
Νὰ ἐπιβάλουν τὴν ἀναγνώριση ποὺ προηγήθηκε.
Γνωρίζοντας πὼς εἶμαι ἐγὼ κι ὡστόσο ὄντας κάποιος ἄλλος –
Κι ἐκεῖνος ἕνα πρόσωπο ποὺ ἀκόμα σχηματιζόταν· ὅμως οἱ λέξεις ἀρκοῦσαν
Νὰ ἐπιβάλουν τὴν ἀναγνώριση ποὺ προηγήθηκε.
Κι ἔτσι, ὑπακούοντας στὸν κοινὸ ἄνεμο,
Πολὺ ξένοι μεταξύ μας γιὰ παρεξηγήσεις,
Ὁμονοώντας σ’ αὐτὴ τὴν τομὴ τοῦ χρόνου
Τῆς ἀντάμωσης στὸ πουθενά, χωρὶς πρὶν καὶ μετά,
Στὸ πεζοδρόμιο βαδίζαμε, νεκρὴ περίπολος.
Πολὺ ξένοι μεταξύ μας γιὰ παρεξηγήσεις,
Ὁμονοώντας σ’ αὐτὴ τὴν τομὴ τοῦ χρόνου
Τῆς ἀντάμωσης στὸ πουθενά, χωρὶς πρὶν καὶ μετά,
Στὸ πεζοδρόμιο βαδίζαμε, νεκρὴ περίπολος.
Εἶπα: «Ἡ ἀπορία ποὺ αἰσθάνομαι εἶναι ἤρεμη,
Ὅμως ἡ ἠρεμία μου εἶναι αἰτία ἀπορίας. Λοιπὸν μίλα:
Μπορεῖ νὰ μὴν κατανοῶ, νὰ μὴ θυμᾶμαι».
Ὅμως ἡ ἠρεμία μου εἶναι αἰτία ἀπορίας. Λοιπὸν μίλα:
Μπορεῖ νὰ μὴν κατανοῶ, νὰ μὴ θυμᾶμαι».
Κι ἐκεῖνος: «Δὲν ἔχω διάθεση νὰ ἐπαναλάβω
Τὶς σκέψεις καὶ τὴ θεωρία μου ποὺ ἔχεις ξεχάσει.
Τοῦτα τὰ πράγματα ἔχουν ἐκπληρώσει τὸ σκοπό τους: ἄφησέ τα.
Τὶς σκέψεις καὶ τὴ θεωρία μου ποὺ ἔχεις ξεχάσει.
Τοῦτα τὰ πράγματα ἔχουν ἐκπληρώσει τὸ σκοπό τους: ἄφησέ τα.
Ἔτσι καὶ μὲ τὰ δικά σου, καὶ παρακάλεσε νὰ συγχωρεθοῦν
Ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὅπως κι ἐγὼ σὲ παρακαλῶ νὰ συγχωρήσεις
Καὶ τὰ καλὰ καὶ τὰ κακά. Ὁ καρπὸς τῆς περασμένης ἐποχῆς φαγώθηκε
Καὶ τὸ χορτάτο κτῆνος θὰ κλωτσήσει τὸ ἄδειο μαστέλο.
Ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὅπως κι ἐγὼ σὲ παρακαλῶ νὰ συγχωρήσεις
Καὶ τὰ καλὰ καὶ τὰ κακά. Ὁ καρπὸς τῆς περασμένης ἐποχῆς φαγώθηκε
Καὶ τὸ χορτάτο κτῆνος θὰ κλωτσήσει τὸ ἄδειο μαστέλο.
Γιατὶ τὰ λόγια τῆς περσινῆς χρονιᾶς ἀνήκουν στὴ γλώσσα τοῦ περσινοῦ χρόνου
Καὶ τὰ λόγια τοῦ ἑπόμενου περιμένουν μιὰν ἄλλη φωνή.
Καὶ τὰ λόγια τοῦ ἑπόμενου περιμένουν μιὰν ἄλλη φωνή.
Ὅμως, καθὼς τὸ πέρασμα τώρα δὲν παρουσιάζει ἐμπόδιο
Στὸ πνεῦμα τὸ ἀκατεύναστο καὶ περιπλανώμενο
Ἀνάμεσα σὲ δύο κόσμους ποὺ ὁ ἕνας ἴδιος γίνεται μὲ τὸν ἄλλον,
Βρίσκω λέξεις ποὺ δὲν σκέφτηκα ποτὲ νὰ πῶ
Σὲ δρόμους ποὺ δὲν σκέφτηκα ποτὲ πὼς θὰ ἐπισκεφτῶ ξανὰ
Στὸ πνεῦμα τὸ ἀκατεύναστο καὶ περιπλανώμενο
Ἀνάμεσα σὲ δύο κόσμους ποὺ ὁ ἕνας ἴδιος γίνεται μὲ τὸν ἄλλον,
Βρίσκω λέξεις ποὺ δὲν σκέφτηκα ποτὲ νὰ πῶ
Σὲ δρόμους ποὺ δὲν σκέφτηκα ποτὲ πὼς θὰ ἐπισκεφτῶ ξανὰ
Ὅταν ἄφησα τὸ σῶμα μου σὲ μιὰ μακρινὴ ἀκτή.
Ἀφοῦ ἡ ἔγνοια μας ἦταν ὁ λόγος, καὶ ὁ λόγος μᾶς ὤθησε
Νὰ ἀποκαθάρουμε τὴ διάλεκτο τῆς φυλῆς
Καὶ νὰ παρακινήσουμε τὸ νοῦ στὴν ὕστερη σκέψη καὶ στὴν πρόγνωση
Ἄφησε νὰ σοῦ φανερώσω τὰ δῶρα τὰ φυλαγμένα
γιὰ τὰ γηρατειὰ
Νὰ στεφανώσω τὴν προσπάθεια τῆς ζωῆς σου.
Νὰ ἀποκαθάρουμε τὴ διάλεκτο τῆς φυλῆς
Καὶ νὰ παρακινήσουμε τὸ νοῦ στὴν ὕστερη σκέψη καὶ στὴν πρόγνωση
Ἄφησε νὰ σοῦ φανερώσω τὰ δῶρα τὰ φυλαγμένα
γιὰ τὰ γηρατειὰ
Νὰ στεφανώσω τὴν προσπάθεια τῆς ζωῆς σου.
Πρῶτο, ἡ κρύα τριβὴ τῆς αἴσθησης ποὺ ξεψυχᾶ
Χωρὶς γοητεία, ὑπόσχεση καμιὰ δὲν δίνει
Μόνο τὴν πικρὴ ἀνοστιὰ τοῦ καρποῦ τῆς σκιᾶς
Καθὼς σῶμα καὶ ψυχὴ ἀρχίζουν νὰ χωρίζουν.
Χωρὶς γοητεία, ὑπόσχεση καμιὰ δὲν δίνει
Μόνο τὴν πικρὴ ἀνοστιὰ τοῦ καρποῦ τῆς σκιᾶς
Καθὼς σῶμα καὶ ψυχὴ ἀρχίζουν νὰ χωρίζουν.
Δεύτερο, τὴν συνειδητὴ ἀνημπόρια τῆς ὀργῆς
Γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀφροσύνη καὶ τὸ κομμάτιασμα
Τοῦ γέλιου γι’ αὐτὸ ποὺ παύει πιὰ νὰ διασκεδάζει.
Γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀφροσύνη καὶ τὸ κομμάτιασμα
Τοῦ γέλιου γι’ αὐτὸ ποὺ παύει πιὰ νὰ διασκεδάζει.
Καὶ τέλος, τὸν σπαρακτικὸ πόνο τῆς ἀναπαράστασης
Ὅλων ὅσων ἔκανες καὶ ὑπῆρξες· ἡ αἰσχύνη
Τῶν κινήτρων ποὺ ἀποκαλύφτηκαν ἀργά, καὶ ἡ συναίσθηση
Πραγμάτων ποὺ κακῶς ἔγιναν καὶ γιὰ νὰ βλάψουν ἄλλους
Κι ἐσὺ κάποτε τὰ ἐξέλαβες σὰν ἄσκηση ἀρετῆς.
Ὅλων ὅσων ἔκανες καὶ ὑπῆρξες· ἡ αἰσχύνη
Τῶν κινήτρων ποὺ ἀποκαλύφτηκαν ἀργά, καὶ ἡ συναίσθηση
Πραγμάτων ποὺ κακῶς ἔγιναν καὶ γιὰ νὰ βλάψουν ἄλλους
Κι ἐσὺ κάποτε τὰ ἐξέλαβες σὰν ἄσκηση ἀρετῆς.
Τότε ἡ ἐπιδοκιμασία τῶν ἀνόητων πληγώνει, καὶ ἡ τιμὴ σπιλώνει.
Ἀπὸ σφάλμα σὲ σφάλμα τὸ ἐξοργισμένο πνεῦμα
Προχωρᾶ, ἐκτὸς ἂν ἀποκατασταθεῖ ἀπ’ ἐκείνη τὴν καθαρτήρια φωτιὰ
Ὅπου πρέπει νὰ κινεῖσαι μὲ μέτρο, σὰν χορευτής».
Ἀπὸ σφάλμα σὲ σφάλμα τὸ ἐξοργισμένο πνεῦμα
Προχωρᾶ, ἐκτὸς ἂν ἀποκατασταθεῖ ἀπ’ ἐκείνη τὴν καθαρτήρια φωτιὰ
Ὅπου πρέπει νὰ κινεῖσαι μὲ μέτρο, σὰν χορευτής».
Ἡ μέρα χάραζε. Στὸ δρόμο τὸν κατεστραμμένο
Μὲ ἄφησε, σὰν νὰ μὲ ἀποχαιρετοῦσε,
Καὶ χάθηκε στὸν ἦχο τοῦ συναγερμοῦ[4].
Μὲ ἄφησε, σὰν νὰ μὲ ἀποχαιρετοῦσε,
Καὶ χάθηκε στὸν ἦχο τοῦ συναγερμοῦ[4].
*(Photo credit, CHRIS BACON/AFP/Getty Images)
Ἀπόδοση: Ἀλέξανδρος Κοσματόπουλος
Σημειώσεις
[1] Little Gidding: Μικρὸ χωριὸ κοντὰ στὸ Huntingdon στὴν ὁμώνυμη κομητεῖα. Ἐκεῖ ἀποσύρθηκε τὸ 1625, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἀγγλικοῦ ἐμφυλίου πολέμου μεταξὺ τοῦ Κρόμγουελ καὶ τοῦ Καρόλου Α΄ ποὺ ἔληξε μὲ τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Καρόλου, ὁ μετέπειτα ἀγγλικανὸς ἱερωμένος Nicholas Ferrar καὶ ἐγκαταστάθηκε μὲ τὴν οἰκογένειά του, καὶ τὶς οἰκογένειες τοῦ ἀδερφοῦ καὶ τοῦ γαμπροῦ του, ἱδρύοντας μιὰ ἰδιότυπη θρησκευτικὴ κοινότητα. Ἡ κοινότητα τοῦ Little Gidding παρουσίαζε πολλὲς ὁμοιότητες μὲ τὸ γαλλικὸ Port Royal, προπύργιο τοῦ Γιανσενισμοῦ, ποὺ μέλος του ἦταν καὶ ὁ Πασκάλ. Ἀπ’ τὸ Little Gidding πέρασε ὁ Κάρολος μετὰ τὴ συντριβή του στὴ μάχη τοῦ Naseby, πρὶν παραδοθεῖ. Ἡ κοινότητα τοῦ Little Gidding διαλύθηκε μὲ νόμο τοῦ Κοινοβουλίου καὶ τὰ στρατεύματα τοῦ Κρόμγουελ πυρπόλησαν τὸ σπίτι τοῦ Ferrar καὶ τὸ παρεκκλήσι, τὸ ὁποῖο ξαναχτίστηκε ὅπως ἦταν τὸν 19ο αἰῶνα. Μὲ ἀνάλογο σκεπτικὸ καταστράφηκε καὶ τὸ Port Royal ἀπὸ τὸν Λουδοβίκο ΙΔ΄ .
[2] Ἡ σκηνὴ διαδραματίζεται μετὰ ἀπὸ ἕνα βομβαρδισμὸ τοῦ Λονδίνου.
[3] Μὲ τὸ σκοτεινὸ περιστέρι ἐννοεῖ τὸ γερμανικὸ βομβαρδιστικὸ ἀεροπλάνο.
[4] Ἡ λήξη τοῦ συναγερμοῦ μετὰ τὸν βομβαρδισμό.
πηγή: Aντίφωνο, δημοσιεύτηκε στην “Επίγνωση” τχ 122, σελ. 6-8