By Nikos LeFou Pierrot Ziakas
Δώδεκα και είκοσι δύο
ένα ρετάλι σώμα ντύνεσαι Σάββατο βγαλμένο δέρμα, στάχτη στον καφέ
και τρεις χτυπάς φορές στο πάτωμα
να σε ακούσει κάποιος
αλλά είσαι στο υπόγειο
οι τοίχοι με γυρισμένη πλάτη
τώρα μαθαίνεις τις λέξεις με γρατζουνιές
κάνεις το σώμα σου τριτοδεύτερο κωλάδικο στον Έβρο
στάση για φαντάρους και νταλικέρηδες
το κατάστημα διαθέτει ευρύχωρο πάρκινγκ
κι άλλες ανέσεις
το σοου ξεκινάει αυστηρά σε μια κάποια συγκεκριμένη ώρα
κι απο τότε μετράς αμέτρητα υπεραστικά δρομολόγια
θα μου άρεσε να σου πω “εντός μου”
αλλά έχουν περάσει μόλις είκοσι λεπτά
κι ήδη σε γεύομαι νερό
σε κάνω χώμα / σπασμένο δέρμα
όπως μαθαίνω τη σημασία του ρήματος
“Έρχομαι”
τον τρόμο της λέξης “εποχή”
γιατί κρύβει μέσα τον χρόνο
κι εσύ κάνεις την ηχώ μέσα στο κούφιο μου
μια και δεκατέσσερα
τρυπώνω σε μια εσοχή του σύμπαντος
όπου σε μυρίζω θάλασσα
μου γνέφεις αγάπη
όπου είσαι κάτι ωκεάνιο
είμαι κάτι όμορφο
τα δέντρα δεν έχουν κρεμασμένους
η μουσική δεν σπάει κόκκαλα
όπου ξεριζώνεις το στέρνο μου
και βρίσκεις πάλι εσένα
όπου το μέλλον δεν είναι στραμμένο στο κρόταφο
το σώμα σου είναι εκδρομή
τα δόντια μου στη θέση τους
όπου είμαστε χρυσόψαρα στη γυαλα
σε μαθαίνω καθε φορά απο την αρχή
όπου αγαπιόμαστε έτσι κι αλλιώς
χωρίς ποιηματα κι επαναστάσεις
τώρα πετάω πάνω από την πόλη
και βρίσκω πάνω στα παράθυρα
είμαι το κρυο στις φυλακές Γενάρη μήνα
το λασπωμένο προαύλιο
η άδεια μεριά στο κρεβάτι
το ατυχές του συμβάντος
το απόβαρο του ανθρώπου
κι όλο γυρίζει μια λόξα στο ταβάνι
που
/
δεν μπορεί
/
θα της γυρίσει το μάτι.
Nikos LeFou Pierrot Ziakas