Από τον Γιάννη Δημογιάννη
Η φωτογραφία σημαδιακή και η ιστορία σημαντική… Σάββατο 14/1, και η πρωινή βροχή αποδείχθηκε τελικά ανήμπορη να σταθεί εμπόδιο, στην προσμονή και την προσδοκία της μέρας. Η δράση είχε ανακοινωθεί από την προηγούμενη, και η δέσμευση όλων δεν άφηνε κανένα περιθώριο αναβολής: στο ερειπωμένο εργοστάσιο της ΑΒΕΞ – στην παραθαλάσσια ζώνη και απέναντι από τα πλοία που σαλπάρουν για τους Ευρωπαϊκούς Παραδείσους – για πρώτη φορά, η “Κοινωνική κουζίνα, ο Άλλος άνθρωπος Πάτρας”, μαζί με την κίνηση μεταναστών της πόλης, θα μαγείρευαν και θα πρόσφεραν ένα γεύμα Αγάπης, σε 70 περίπου μετανάστες. Σε 70 μετέωρες ζωές, σε μία χούφτα ξεχασμένους ταξιδιώτες, που, εξαιτίας της απάθειας και της Ελληνικής αδιαφορίας, εδώ και μήνες, λαθροβιούν, αναγκασμένοι να βρίσκουν «καταφύγιο», στο σκελετωμένο κουφάρι του παλιού εργοστασίου. Χωρίς σκηνές, χωρίς τροφή, χωρίς αποχέτευση, δίχως την παραμικρή συμπαράσταση, δίχως ελπίδα και διέξοδο φυγής ∙ παρέα μονάχα με τα τρωκτικά και τα ψωριάρικα αδέσποτα.
Το ραντεβού είχε δοθεί για την 1.00 το μεσημέρι. Υπήρχε επομένως χρόνος αποκλειστικά για μία στάση, και θα χρειαζόταν να περάσω εγκαίρως από έναν φούρνο της γειτονιάς, ώστε ν’ ανεφοδιαστώ με όλα εκείνα τ’ αχνιστά καλούδια, που εγώ πρώτος θα ’θελα να χαρώ στο πρωινό μου. Τουλάχιστον όσα μπορούσα να εξασφαλίσω. Το είχα, ήδη, σχεδιάσει και το ανακύκλωνα από το προηγούμενο βράδυ, χωρίς χορτασμό: θα διέσχιζα με το καροτσάκι μου, από άκρη, σε άκρη τα ερείπια της ΑΒΕΞ, και κάθε που θα συναντούσα έναν φίλο, θα άνοιγα τις κούτες, και τσουπ: «Πάρε ένα κουλουράκι». Λες και μία τόση δα παιδική λιχουδιά, θα μπορούσε να παρηγορήσει, έστω για λίγο, τη θλίψη που στοιχειώνει τα πρόσωπά τους. Ακόμη κι ας ήταν ένα αμυδρό χαμόγελο.
Όταν είπα, λοιπόν, στη κ. Σοφία τον προορισμό μου, το πρόσωπό της φωτίστηκε, άστραψε: «Άστο πάνω μου, λέμε», και αμέσως κατευθύνθηκε πίσω από τον πάγκο του φούρνου, απ’ όπου βγήκε, όταν πια είχε τιγκάρει τις κούτες, κουλουράκια. «Άντε και καλοφάγωτα» μού ευχήθηκε, «και μην ξεχάσεις να με ειδοποιήσεις την επόμενη», πρόσθεσε με γουρλωμένα μάτια, συνεισφέροντας με τις δυνάμεις της στον κοινό σκοπό… Φόρτωσα τις κούτες, ανέβασα την ένταση του ραδιοφώνου, και διέσχισα τη βροχερή Πάτρα, κουβαλώντας μία πρωτόγνωρη θαλπωρή, που είχε θρονιαστεί για τα καλά στο στέρνο μου. Πράγματι, σε λίγο, είχα κιόλας αρχίσει το όργωμα του προαυλίου, και κάθε φορά που έπεφτα πάνω σε κάποιον μετανάστη, το κασετόφωνο ξε-φούρνιζε και ένα κουλουράκι. Θα ήταν, βέβαια, δύσκολο να περιγράψω το θαυμασμό και την εκτίμηση μου, για όσους μετανάστες βρέθηκαν στο πέρασμά μου. Και αυτό, γιατί δεν με εγκατέλειψαν ούτε λεπτό, χωρίς να με ρωτούν αν θέλω ή αν χρειάζομαι κάτι. Εξάλλου, δεν ήταν λίγες οι φορές, που αυτοί έγιναν παραστάτες μου, προκειμένου να πηγαίνουμε στο ερειπωμένο εργοστάσιο, με το καροτσάκι, από τη μία άκρη στην άλλη. Έως ότου οι κούτες ξαλάφρωσαν, και εγώ άραξα μαζί με τους φίλους, δίπλα στην υπαίθρια καζάνα, που έβραζε το φακόρυζο της μέρας. Κάτω από ένα νοτισμένο, ξύλινο υπόστεγο, που αντηχούσε τις σταγόνες του Ουρανού.
Κάπως έτσι καταλήγω στη φωτογραφία, που τραβήχτηκε την ώρα της διανομής του φαγητού… Αφού προηγουμένως εδέησε το φακόρυζο να μαγειρευτεί, και ησύχασαν, επιτέλους, τα κορίτσια μας που μαγείρεψαν με τέτοιο μεράκι. Για την ιστορία, μοιράσαμε ρόλους, και εγώ πρότεινα, με μεγάλη μου χαρά, να στηθώ δίπλα στην καζάνα, προκειμένου να μοιράζω χαρτοπετσετούλες, στους φίλους μας. Όταν, μάλιστα, έφτασε αισίως η πολυπόθητη ώρα, και ετοιμάστηκε το φαγάκι, εντυπωσιάστηκα ακόμη περισσότερο, γιατί όλοι τους – όπως εύκολα διακρίνετε – στήθηκαν ένας προς έναν, στην ουρά, περιμένοντας καρτερικά τη σειρά τους. Με απόλυτη τάξη, ευγένεια και υπομονή. Με πειθαρχία που παρέμεινε μέχρι τέλους αδιατάραχτη – και αυτό το υπογραμμίζω – ακόμη και τη στιγμή, που, για κακή μας τύχη, άδειασε εντελώς το καζάνι, αφήνοντας αφάγωτους 10 τουλάχιστον μετανάστες. Πλην όμως, κανένας απολύτως δεν παραπονέθηκε, δεν γκρίνιαξε, δεν φώναξε, δεν έβρισε στη γλώσσα του, εξαιτίας της δικαιολογημένης απόγνωσης, αλλά και της πείνας, προφανώς. Απλά μάς κοίταξαν εκείνη τη στιγμή, μ’ ένα βουβό παράπονο, μ’ ένα αναπάντητο «γιατί», έως ότου βρεθεί τελικά η επιθυμητή λύση, εξασφαλίζοντας σε όλους ανεξαιρέτως, τροφή. Το θέμα είναι πως όλοι τούτοι οι πεινασμένοι και εξαθλιωμένοι μετανάστες – που εμείς οι ίδιοι τούς κάναμε να νιώθουν απόκληροι στον τόπο μας – ούτε βαρυγκώμησαν, ούτε αγανάκτησαν, ούτε καν αντέδρασαν, σε αντίθεση με κάποιους εγχώριους λάτρες του σκι… που όντας χορτάτοι μεσ’ στην αφασία τους, ξεκατινιάσθηκαν, λέει, στον Παρνασσό, επειδή δεν εξυπηρετήθηκαν (οποία ξεφτίλα) κατά «την όρεξή τους», στα λιφτ.
Εδώ, όμως, καταλήγω στον αφανή πρωταγωνιστή της δικής μου ιστορίας. Πρόκειται για τον μετανάστη Μενάτ, και είναι αυτός, με τα μαύρα ρούχα, που κάθεται ακριβώς πίσω από την πλάτη μου (βλ. δεύτερη φωτογραφία). Δεν τον είχα καταλάβει, βέβαια, προηγουμένως, αλλά αυτός είχε, ήδη, πιάσει εγκαίρως θέση, πίσω από το κάθισμά μου. Σε παρένθεση, να σημειώσω πως κάθε μετανάστης – όπως αρχικά προγραμματίσαμε – έπαιρνε υπομονετικά το φαγάκι του, κι ύστερα τσάκωνε και από μία χαρτοπετσετούλα από εμένα. Και εγώ, την έδινα σαν ιερό αντίδωρο, και αμέσως τού ευχόμουν ολόψυχα: “Καλή όρεξη”. Μία μερίδα, μία χαρτοπετσέτα, και απαραιτήτως μία «Καλή όρεξη» από εμένα.
Το θέμα είναι ποιο ρόλο διάλεξε για τον εαυτό του, ο Μενάτ, εκείνη τη μέρα; Γιατί, κάθε φορά που εγώ έδινα τη χαρτοπετσέτα και ευχόμουν στον κάθε μετανάστη “Καλή όρεξη”, άκουγα σταθερά πίσω από την πλάτη μου, την ίδια κουβέντα, από τον Μενάτ, κάπως σαν ψίθυρο. Στην αρχή, όπως καταλαβαίνετε, πάνω στο βουητό και την ένταση της στιγμής, η ακοή μου δεν είχε επικεντρωθεί στον Μενάτ, για να εξηγήσω την κουβέντα που ακουγόταν στερεότυπα, πίσω από την πλάτη μου. Γρήγορα, όμως, καθάρισε η σπαστή “επίκλησή” του μετανάστη, και τότε η απορία λύθηκε…. Γιατί, όποτε εγώ έλεγα την ευχή “Καλή όρεξη”, ο Μενάτ συμπλήρωνε: “Ευχαριστώ”. Ξανά, και ξανά, και ξανά. Για κάθε μετανάστη χωριστά, έναν προς έναν, για 80 τουλάχιστον φορές.
80 φορές, 80 “Ευχαριστώ”, 80 επαναλήψεις, η ίδια τραγουδιστή και γλυκιά φωνή του Μενάτ. Ένα νανούρισμα ανθρωπιάς από έναν κουρασμένο μετανάστη. Ένας θερμός εναγκαλισμός, πίσω από την πλάτη μου.
Αφού, πλέον, άκουσα καθαρά αυτό το ευχαριστώ δεκάδες φορές, γύρισα με χαμόγελο, αλλά απορημένος, τον κοίταξα – συγκρατώντας δύσκολα τα δάκρυά – και τον ρώτησα: “Γιατί λες Ευχαριστώ σε κάθε μερίδα;” Και αυτός απάντησε με την αυτονόητη αξιοπρέπεια και τη σπάνια ευγένεια του ιδίου και των συντρόφων του: “οι περισσότεροι δεν ξέρουν Ελληνικά, αλλά το λέω εγώ γι’ αυτούς”. Για τέτοια ανθρωπιά, για τέτοιο σπάνιο πολιτισμό, μιλάμε, σε αντιπαραβολή με τα εγχώρια ήθη, και τη γνώριμη, δυστυχώς, ευτέλειά μας!!!
Δεν έχω να προσθέσω τίποτε άλλο. Γι’ αυτό το “Ευχαριστώ”, που άκουσα σαν ευλογία 80 τόσες φορές, εγώ σε ευχαριστώ, άγνωστε φίλε Μενάτ. Δε θα το μάθεις ποτέ, αλλά αυτήν την κουβέρτα δεν την έβαλε κανείς άλλος Έλληνας, πάνω μου, τόσες φορές… Εσύ, όμως, την έριξες 80.