Από την Αγγελική Κυβέλου
-Αν δεν ήμουν τόσο σίγουρος κυρία μου, τι φυράματος είστε, θα ήμουν βέβαιος ότι κάποιο καλό γραφείο έγραψε αυτή τη διπλωματική. Πολύ καλός ο λόγος, ωραίο γράψιμο.
Δεν άκουγα, δεν άκουγα.
-Κυρία μου, δεν υποφέρεστε! Τι νομίζετε εσείς, μια διπλωματική θα γράψετε, δεν κάνετε Ντοκτορά ντ΄ Ετά.
Αγαπητέ κ. Τζαβάρα,
Αγαπημένε μου κ. Τζαβάρα,
Η συνάντησή μας αποτέλεσε για μένα μια ανέλπιστη καλοτυχία. Ανέλπιστη γιατί είχα ναυαγήσει και καλοτυχία γιατί αυτό μετουσιώθηκε σε μέρος του ταξιδιού. Σας ευχαριστώ πολύ. Η ευγνωμοσύνη μου αυτή ας δίνει γαλήνη στο δρόμο σας, καλοτυχία στο δρόμο όσων αγαπάτε. Και με καθιστά υπεύθυνη του θησαυρού: Δωρεά έλαβα, δωρεά δίδω.
Υπεύθυνη. Η ευθύνη είναι σαν λέξη βαριά. Αυτό που συμβαίνει είναι λεπτό σαν αεράκι, δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι εκεί, στο φόντο[1] μου. Είναι το πιο επουσιώδες ουσιώδες που έχει χαραχθεί στο παρελθόν και με καλεί από το μέλλον.
-Και ποιο είναι το αίτημά σας, κυρία μου; Να σηκωθείτε, να ανασυγκροτηθείτε και, να ζήσετε μετά από τη μπουλντόζα, που λέτε ότι σας πάτησε;
-Όχι, κύριε Τζαβάρα, θέλω να πεθάνω καλά, να πεθάνω εύκολα.
Πόσο παιδιάστικο, πόση παντοδυναμία και παραλογισμό κρύβει το αίτημά μου; Ήμουν αποπροσανατολισμένη, συγκεχυμένη, όλα κολυμπούσαν στο φόντο. Ήρθε η ερώτηση σαν το ψάρεμα του υπομονετικού ψαρά με πετονιά, κάτι έχει στο μυαλό του ότι θα πιάσει, αλλά τι θα πιάσει είναι δωρεά της τύχης. Ο ψαράς περνά το δόλωμα από το αγκίστρι, τη διαθεσιμότητά του, πετά την πετονιά στη θάλασσα, την υπομονή του, και αναμένει.
Εγώ πάλι, ένοιωσα την έκπληξη του ψαριού που φωτίστηκε ξαφνικά. Μόνο στο αγκίστρι αποκτά επίγνωση του προφανούς: της θάλασσας. Αυτού του περιβάλλοντος που το τρέφει. Τι είναι ο θάνατος για μένα; Και πάλι βυθίστηκα στην άγνοια όλων των ψαριών της θάλασσας. Ο τελευταίος ασπασμός. Και ο μοναδικός.
Το ψάρι δαγκώνει τ’ αγκίστρι αποκτά αστραπιαία την αντίληψη των όσων μέχρι τώρα ήξερε αλλά δεν γνώριζε και φωτίζεται. Ο Σωκράτης λέει ότι η γνώση είναι ενθύμηση, που με τις κατάλληλες ερωτήσεις ανακαλείται. Φιλιώνεις με ό,τι είχες ψυχραθεί και τότε στήνουν χορό οι Χάριτες η λαμπρή Αγλαΐα, η καλοδιάθετη Ευφροσύνη, η αειθαλής Θάλεια. Φιλιώνεις, αποκρίνεσαι και συναντάς το δικό, το αυτό εδραιώνεται σε εαυτό. Η αγάπη του φιλώ είναι κατάσταση πνευματική.
Κάθε τέλος Ιουλίου μου λέγατε, Κυρία μου, λάβετε υπ’ όψιν σας ότι θα αποχαιρετιστούμε.
Η έκφραση μου προφανής της απάντησης μου.
-Θεραπεία κάνετε, δεν θα γεράσουμε μαζί. Πόσα χρόνια έρχεστε;
Αμάν αυτή η λογική! Θέλετε να σας φέρω γραπτώς ότι δεν είμαι καλά; Θα το ζητήσω από τα παιδιά μου, μην με διώχνετε δεν είμαι ακόμα έτοιμη. Γελούσατε συγκρατημένα κάτω από τα γένια.
Τώρα βρίσκομαι καμιά δεκαριά τάφους πιο πίσω, ένα ηλιόλουστο κρύο πρωινό του Γενάρη. Αιφνίδια στιγμιότυπα από όλα αυτά τα χρόνια που σας γνωρίζω. Ο επίλογος κάποιων συνεδριών.
-Ε! Δεν υποφέρεστε! Κυρία μου, θα με αναγκάσετε να σας επαναλάβω για ακόμα μια φορά το ανέκδοτο «Πότε αυτοκτόνησε η πόντια πουτάνα». Αυτά για σήμερα.
Και με κοιτάγατε αυστηρά μέσα από τα γυαλιά σας. Το τρυφερό μάλωμα και η συμπόνια για την πουτάνα που αυτοκτόνησε όταν έμαθε ότι οι άλλες πληρωνόντουσαν, με έκανε να κινηθώ σε στιγμές ακινησίας, να γελάσω σε στιγμές απελπισίας, να με δω με καλοσύνη.
Ο χρόνος χάνει τη γραμμικότητά του, διαλύεται σε ένα ωκεανό. Τα στιγμιότυπα κύματα που ακουμπούν τους ναυαγούς. Η κάθε σταγόνα εμπεριέχει τη σοφία του ωκεανού, των ποταμών και της βροχής, σταγόνες νερού, σταγόνες σοφίας.
-Είμαστε φθαρτοί, ας ζήσουμε! Είχατε πει, μετά την περιπέτεια υγείας που είχατε.
Και το αίτημά μου; Μου ήρθε στο νου «Η Ζαζί στο Μετρό». Στο τέλος η μαμά της την ρωτάει «Είδες το μετρό;» και εκείνη απάντησε: «Όχι, απλώς, μεγάλωσα».-
Σας ευχαριστώ πολύ!
Αγγελική Κυβέλου
Εκπαιδευτικός – Ψυχοθεραπεύτρια Gestalt
ΥΓ.: Το κείμενο γράφτηκε στις 27 Ιανουαρίου 2016, δύο μέρες μετά το θάνατο του ψυχιάτρου -ψυχαναλυτή και ομότιμου καθηγητή Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Θανάση Τζαβάρα, στο πλαίσιο του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής. Ευχαριστώ την κυρία Ελένη Τζαβάρα, ψυχαναλύτρια και σύζυγό του, που είχε την καλοσύνη να παραχωρήσει τη φωτογραφία από το προσωπικό της αρχείο.
—
Ο ομότιμος καθηγητής ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Θανάσης Τζαβάρας, γεννήθηκε το 1939 στην Αθήνα, όπου περάτωσε τις εγκύκλιες και ιατρικές του σπουδές. Από το 1965 μέχρι το 1978 έζησε στο Παρίσι όπου μετεκπαιδεύτηκε και εργάστηκε στη νευρολογία-ψυχιατρική, ερεύνησε στο πεδίο της νευροψυχολογίας και μαθήτευσε στην ψυχανάλυση, στο πλαίσιο της Λακανικής Σχολής.
Από το 1978 δίδαξε σε διάφορα πανεπιστήμια στην Ελλάδα και από το 1998, ως καθηγητής ψυχιατρικής, αρχικά στο τμήμα Νοσηλευτικής και μετέπειτα στο τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης (ΜΙΘΕ) του Παν. Αθηνών. Υπήρξε συνεκδότης της σειράς “Τρίαψις Λόγος”, των εκδόσεων Εξάντας και ήταν μέλος της τετραμελούς Συντακτικής Ομάδας του ψυχαναλυτικού περιοδικού “Εκ των υστέρων” και ιδρυτικό μέλος του περιοδικού “Σύναψις”.
Δημοσίευσε περί τα 250 άρθρα στα ελληνικά, γαλλικά και αγγλικά και επιμελήθηκε την έκδοση περίπου τριάντα πέντε βιβλίων. Τελευταία δικά του βιβλία, ήταν: “Αγαπητέ αδελφέ Βασίλειε” (Εξάντας, 1999), “Ψυχανάλεκτα” (Νήσος, 2005), “Ταξίδι από τα Κύθηρα” (Κοινός Τόπος Ψυχιατρικής, 2007), “Οδός Ιπποκράτους” (Πλέθρον, 2011).
Το 2006 αποσύρθηκε από την πανεπιστημιακή διδασκαλία, ως ομότιμος καθηγητής. Έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα, στις 25 Ιανουαρίου 2016, σε ηλικία 77 ετών.
Μιλώντας σε συνέντευξη για τη διαχείριση των κρίσεων μέσα από την προσωπική του περιπέτεια είχε πει: «Το µόνο που χρειαζόµαστε είναι αγάπη».
Για την εργογραφία του, δείτε: εδώ
Αγαπημένε μου κ. Τζαβάρα,
Η συνάντησή μας αποτέλεσε για μένα μια ανέλπιστη καλοτυχία. Ανέλπιστη γιατί είχα ναυαγήσει και καλοτυχία γιατί αυτό μετουσιώθηκε σε μέρος του ταξιδιού. Σας ευχαριστώ πολύ. Η ευγνωμοσύνη μου αυτή ας δίνει γαλήνη στο δρόμο σας, καλοτυχία στο δρόμο όσων αγαπάτε. Και με καθιστά υπεύθυνη του θησαυρού: Δωρεά έλαβα, δωρεά δίδω.
Υπεύθυνη. Η ευθύνη είναι σαν λέξη βαριά. Αυτό που συμβαίνει είναι λεπτό σαν αεράκι, δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι εκεί, στο φόντο[1] μου. Είναι το πιο επουσιώδες ουσιώδες που έχει χαραχθεί στο παρελθόν και με καλεί από το μέλλον.
-Και ποιο είναι το αίτημά σας, κυρία μου; Να σηκωθείτε, να ανασυγκροτηθείτε και, να ζήσετε μετά από τη μπουλντόζα, που λέτε ότι σας πάτησε;
-Όχι, κύριε Τζαβάρα, θέλω να πεθάνω καλά, να πεθάνω εύκολα.
Πόσο παιδιάστικο, πόση παντοδυναμία και παραλογισμό κρύβει το αίτημά μου; Ήμουν αποπροσανατολισμένη, συγκεχυμένη, όλα κολυμπούσαν στο φόντο. Ήρθε η ερώτηση σαν το ψάρεμα του υπομονετικού ψαρά με πετονιά, κάτι έχει στο μυαλό του ότι θα πιάσει, αλλά τι θα πιάσει είναι δωρεά της τύχης. Ο ψαράς περνά το δόλωμα από το αγκίστρι, τη διαθεσιμότητά του, πετά την πετονιά στη θάλασσα, την υπομονή του, και αναμένει.
Εγώ πάλι, ένοιωσα την έκπληξη του ψαριού που φωτίστηκε ξαφνικά. Μόνο στο αγκίστρι αποκτά επίγνωση του προφανούς: της θάλασσας. Αυτού του περιβάλλοντος που το τρέφει. Τι είναι ο θάνατος για μένα; Και πάλι βυθίστηκα στην άγνοια όλων των ψαριών της θάλασσας. Ο τελευταίος ασπασμός. Και ο μοναδικός.
Το ψάρι δαγκώνει τ’ αγκίστρι αποκτά αστραπιαία την αντίληψη των όσων μέχρι τώρα ήξερε αλλά δεν γνώριζε και φωτίζεται. Ο Σωκράτης λέει ότι η γνώση είναι ενθύμηση, που με τις κατάλληλες ερωτήσεις ανακαλείται. Φιλιώνεις με ό,τι είχες ψυχραθεί και τότε στήνουν χορό οι Χάριτες η λαμπρή Αγλαΐα, η καλοδιάθετη Ευφροσύνη, η αειθαλής Θάλεια. Φιλιώνεις, αποκρίνεσαι και συναντάς το δικό, το αυτό εδραιώνεται σε εαυτό. Η αγάπη του φιλώ είναι κατάσταση πνευματική.
Κάθε τέλος Ιουλίου μου λέγατε, Κυρία μου, λάβετε υπ’ όψιν σας ότι θα αποχαιρετιστούμε.
Η έκφραση μου προφανής της απάντησης μου.
-Θεραπεία κάνετε, δεν θα γεράσουμε μαζί. Πόσα χρόνια έρχεστε;
Αμάν αυτή η λογική! Θέλετε να σας φέρω γραπτώς ότι δεν είμαι καλά; Θα το ζητήσω από τα παιδιά μου, μην με διώχνετε δεν είμαι ακόμα έτοιμη. Γελούσατε συγκρατημένα κάτω από τα γένια.
Τώρα βρίσκομαι καμιά δεκαριά τάφους πιο πίσω, ένα ηλιόλουστο κρύο πρωινό του Γενάρη. Αιφνίδια στιγμιότυπα από όλα αυτά τα χρόνια που σας γνωρίζω. Ο επίλογος κάποιων συνεδριών.
-Ε! Δεν υποφέρεστε! Κυρία μου, θα με αναγκάσετε να σας επαναλάβω για ακόμα μια φορά το ανέκδοτο «Πότε αυτοκτόνησε η πόντια πουτάνα». Αυτά για σήμερα.
Και με κοιτάγατε αυστηρά μέσα από τα γυαλιά σας. Το τρυφερό μάλωμα και η συμπόνια για την πουτάνα που αυτοκτόνησε όταν έμαθε ότι οι άλλες πληρωνόντουσαν, με έκανε να κινηθώ σε στιγμές ακινησίας, να γελάσω σε στιγμές απελπισίας, να με δω με καλοσύνη.
Ο χρόνος χάνει τη γραμμικότητά του, διαλύεται σε ένα ωκεανό. Τα στιγμιότυπα κύματα που ακουμπούν τους ναυαγούς. Η κάθε σταγόνα εμπεριέχει τη σοφία του ωκεανού, των ποταμών και της βροχής, σταγόνες νερού, σταγόνες σοφίας.
-Είμαστε φθαρτοί, ας ζήσουμε! Είχατε πει, μετά την περιπέτεια υγείας που είχατε.
Και το αίτημά μου; Μου ήρθε στο νου «Η Ζαζί στο Μετρό». Στο τέλος η μαμά της την ρωτάει «Είδες το μετρό;» και εκείνη απάντησε: «Όχι, απλώς, μεγάλωσα».-
Σας ευχαριστώ πολύ!
Αγγελική Κυβέλου
Εκπαιδευτικός – Ψυχοθεραπεύτρια Gestalt
ΥΓ.: Το κείμενο γράφτηκε στις 27 Ιανουαρίου 2016, δύο μέρες μετά το θάνατο του ψυχιάτρου -ψυχαναλυτή και ομότιμου καθηγητή Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Θανάση Τζαβάρα, στο πλαίσιο του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής. Ευχαριστώ την κυρία Ελένη Τζαβάρα, ψυχαναλύτρια και σύζυγό του, που είχε την καλοσύνη να παραχωρήσει τη φωτογραφία από το προσωπικό της αρχείο.
—
Ο ομότιμος καθηγητής ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Θανάσης Τζαβάρας, γεννήθηκε το 1939 στην Αθήνα, όπου περάτωσε τις εγκύκλιες και ιατρικές του σπουδές. Από το 1965 μέχρι το 1978 έζησε στο Παρίσι όπου μετεκπαιδεύτηκε και εργάστηκε στη νευρολογία-ψυχιατρική, ερεύνησε στο πεδίο της νευροψυχολογίας και μαθήτευσε στην ψυχανάλυση, στο πλαίσιο της Λακανικής Σχολής.
Από το 1978 δίδαξε σε διάφορα πανεπιστήμια στην Ελλάδα και από το 1998, ως καθηγητής ψυχιατρικής, αρχικά στο τμήμα Νοσηλευτικής και μετέπειτα στο τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης (ΜΙΘΕ) του Παν. Αθηνών. Υπήρξε συνεκδότης της σειράς “Τρίαψις Λόγος”, των εκδόσεων Εξάντας και ήταν μέλος της τετραμελούς Συντακτικής Ομάδας του ψυχαναλυτικού περιοδικού “Εκ των υστέρων” και ιδρυτικό μέλος του περιοδικού “Σύναψις”.
Δημοσίευσε περί τα 250 άρθρα στα ελληνικά, γαλλικά και αγγλικά και επιμελήθηκε την έκδοση περίπου τριάντα πέντε βιβλίων. Τελευταία δικά του βιβλία, ήταν: “Αγαπητέ αδελφέ Βασίλειε” (Εξάντας, 1999), “Ψυχανάλεκτα” (Νήσος, 2005), “Ταξίδι από τα Κύθηρα” (Κοινός Τόπος Ψυχιατρικής, 2007), “Οδός Ιπποκράτους” (Πλέθρον, 2011).
Το 2006 αποσύρθηκε από την πανεπιστημιακή διδασκαλία, ως ομότιμος καθηγητής. Έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα, στις 25 Ιανουαρίου 2016, σε ηλικία 77 ετών.
Μιλώντας σε συνέντευξη για τη διαχείριση των κρίσεων μέσα από την προσωπική του περιπέτεια είχε πει: «Το µόνο που χρειαζόµαστε είναι αγάπη».
Για την εργογραφία του, δείτε: εδώ