Του Φώτη Βέργη
Come gather ’round people
Wherever you roam
And admit that the waters
Around you have grown
And accept it that soon
You’ll be drenched to the bone
If your time to you
Is worth savin’
Then you better start swimmin’
Or you’ll sink like a stone
For the times they are a-changin’
Bob Dylan – The Times They Are A-changin’ (από τον δίσκο ‘The Times They Are a-Changin’’, Columbia, NY 1964).
Η επερχόμενη αξιολόγηση, της οποίας σιωπηλά διαπραγματευόμενη προμετωπίδα παραμένουν τα εργασιακά δικαιώματα και οι συλλογικές ελευθερίες, παρέμενε αυτές τις μέρες θαμμένη κάτω από την χιονοθύελλα των «ραγδαίων γεγονότων» που προσεκτικά προβάλλονται ως καίρια από τους καθημερινούς διασκεδαστές της κοινής γνώμης. Την αντάρα των ειδήσεων που διαγκωνίζονται για την προσοχή μας την κουβαλούν και την ανακατώνουν εκείνοι οι άνεμοι που, το δίχως άλλο, κουβαλούν ξανά τους στίχους ενός πρόσφατου Νομπελίστα: “the times, they are a-changin’’. Οι καιροί αλλάζουν ταχύτερα από όσο επιτρέπει ο πολιτικός ή ακαδημαϊκός χρόνος προσοχή και νηφαλιότητα στην αναζήτηση λύσεων στα προβλήματα που φέρνουν μαζί τους. Αναμφισβήτητα, αλλάζουν ταχύτερα από ότι εκείνες οι θεμελιώδεις παραδοχές, θεωρίες, και συμβάσεις όπου είχαμε συνηθίσει να βασίζουμε τις αναλύσεις μας σε χρόνια που φάνταζαν τμήμα μιας επαναλαμβανόμενης κανονικότητας.
Σε αυτό το περιβάλλον, με τους ανέμους να αλλάζουν ξανά, έρχεται ο θεσμικός μας ζουρλομανδύας να δέσει στο κρεβάτι του Προκρούστη τις συλλογικές ελευθερίες κάτω από τον μανδύα της αξιολόγησης. Όχι απλά να αναδιατάξει την θεσμική τους υπόσταση, αλλά να συνεχίσει να προωθεί την αναμόρφωση της ίδιας της θεωρητικής βάσης της ύπαρξης και του ρόλου τους, ώστε να καταστούν συμβατές με το δογματικά προκατασκευασμένο οικονομικό πλαίσιο που προβάλλεται ως αναπόδραστο θέσφατο, και με το νομικό επίστρωμα που θα κριθεί πως του ταιριάζει. Η συμβατότητα είναι το κύριο προκείμενο των «μεταρρυθμίσεων», ακόμα κι αν επιτευχθεί μέσω της απογύμνωσης της συλλογικής αυτονομίας από ουσιαστικό περιεχόμενο.
Ποια όμως είναι πραγματικά η βάση και η ουσία των συλλογικών ελευθεριών, ιδίως σε αυτό τον μεταβαλλόμενο κόσμο; Πόσο είναι χρήσιμοι οι όροι και οι θεωρητικές σταθερές στις οποίες καταφεύγαμε ως τώρα ως αντίβαρο στην αναθεωρητική τάση του ύστερου οικονομικού νεοκλασσικισμού και του επελαύνοντος νεοφιλελευθερισμού των τελευταίων δεκαετιών;
Το βέβαιο είναι πως είναι αυτές οι τελευταίες δεκαετίες που παρήγαγαν ένα παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον εντελώς διαφορετικό και πολύ πιο πολύπλοκο από εκείνο μέσα στο οποίο είχαν γεννηθεί οι γνώριμοί μας εργασιακοί θεσμοί. Ένα σύγχρονο περιβάλλον που μοιάζει βολικά αντιφατικό για τα συμφέροντα των μετα-εθνικών επιχειρηματικών ελίτ. Στις αναπτυγμένες οικονομίες εμφανίζεται μετα-φορντικό και αυξανόμενα απορρυθμιζόμενο χάριν ευελιξίας. Ταυτόχρονα, όμως, στις αναπτυσσόμενες αγορές, αντικατοπτρίζει τις απάνθρωπες εργασιακές συνθήκες της πρόδρομης και πρωτο-φορντικής βιομηχανικής παραγωγής. Σε αυτό το πολυπρόσωπο πεδίο γίνεται ολοένα και πιο προφανές πως οι παραδοσιακές θεωρίες για την ουσία και το περιεχόμενο του Εργατικού Δικαίου και των μηχανισμών του είναι πλέον ανεπαρκείς. Αδυνατούν πια να αποτελέσουν ένα συνολικό θεωρητικό πλαίσιο με συνοχή, που θα μπορούσε να καλύψει τις μεταβαλλόμενες και συχνά, από τόπο σε τόπο ακραία διαφορετικές συνθήκες της παγκόσμιας οικονομίας. Οι κλασσικές σχετικές θεσμικές και κανονιστικές δομές, και το ίδιο το θεωρητικό τους υπόστρωμα, είναι εν πολλοίς ενταγμένες στην γενική λογική της συγκεκριμένης έννοιας της «κοινωνικής πολιτικής» και του προτύπου του «Κοινωνικού Κράτους» όπως διαμορφώθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Με άλλα λόγια, τα παραδοσιακά μας εννοιολογικά εργαλεία και οι δομές που αποτελούν την κανονιστική τους έκφραση δεν είναι απλώς παράγωγα συγκεκριμένων περασμένων παραγωγικών μοντέλων και συνθηκών. Πιο κρίσιμα, ίσως, είναι αποτέλεσμα δεδομένων πολιτικών συναινέσεων και μιας συγκεκριμένης σχετικής ισορροπίας που επιτεύχθηκε μεταξύ των παραγόντων της αγοράς (μεταξύ των οποίων Κράτος, εργοδότες και εργαζόμενοι), με αμφίπλευρες υποχωρήσεις ως προς τα συμφέροντά τους, που αποκρυσταλλώθηκε σε ένα δεδομένο ιστορικό σημείο, που απέχει πια πολύ από τα σημερινά δεδομένα.
Οι σύγχρονες συνθήκες περιλαμβάνουν την ανάδειξη καινοφανών μορφών εργασίας και οικονομικών φαινομένων που εκφεύγουν των νομικών όρων και θεωριών του κλασσικού Εργατικού Δικαιού και, επομένως, υπερβαίνουν τις κλασσικές κατηγοριοποιήσεις και τους μηχανισμούς που αποτελούν τον νομικό μανδύα της συλλογικής δράσης. Νέες εργασιακές μορφές αναδύονται από το φαινόμενο της gig economy. Τις συνοδεύουν κατ’ όνομα μόνο ελεύθεροι επαγγελματίες και στρατιές μετακινήσιμων πρεκάριων. Πολλοί εξ αυτών συγκροτούν ομάδες υψηλής εξειδίκευσης και μόρφωσης που άλλοτε θα δυσανασχετούσαν και μόνο στο άκουσμα της χρήσης των λέξεων «εργατική τάξη» για να περιγράψουν τους ίδιους. Ένα νέο χίπστερ προλεταριάτο, αντάμα με τους πρεκάριους της κακόηχης Ενωσιακής «ευελφάλειας» (flexicurity) και εκείνους που στενάζουν στις πιο παραδοσιακές μορφές εργασίας συνθέτουν το ψηφιδωτό μιας εργασιακής αγοράς που αδυνατεί να υπαχθεί στα στενά, «νοικοκυρεμένα» πλαίσια των παραδοσιακών νομικών προστατευτικών δομών. Επιπλέον, ένας κόσμος τόσο προοδευμένος όσο βαυκαλίζεται η δυτική διανόηση έχει οπισθοχωρήσει ξανά σε καιρούς αβεβαιότητας, ρευστότητας, ολοένα αυξανόμενης ανισότητας και εκμετάλλευσης που η «ανεπτυγμένη Δύση» είχε να ζήσει περισσότερα από 50 χρόνια.
Τα αναλυτικά εργαλεία που συνοδεύουν τα εργασιακά δικαιώματα είναι κι αυτά παράρτημα της εν πολλοίς παγιωμένης σταθερότητας που αποτέλεσε την κανονικότητα όπου επαναπαύθηκαν επί μακρόν θεωρητικοί, ερευνητές, συλλογικοί και πολιτικοί σχηματισμοί. Και, καθώς εκείνη αποσυντίθεται, αδυνατούν να ανταποκριθούν στην άγρια διάδοχη πραγματικότητα της.
Για να παραφράσουμε τον Χάουαρντ Ζιν, σε ένα τρένο που τρέχει μανιασμένα, δεν μπορείς να μένεις ακίνητος. Πριν το τρένο εκτροχιαστεί, με μηχανοδηγούς κάποιους «αξιολογητές» και ατμομηχανή τα νέα δόγματα των αγορών, οι επιβάτες των τελευταίων βαγονιών του πρέπει μάλλον να επανεξετάσουν τα εργαλεία και τα όπλα τους.
Όπως όμως θα μας θύμιζε ο θείος Κάρολος, δεν υπάρχει λόγος να επανεφεύρουμε τον τροχό. Ίσως το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να κοντοσταθούμε μέσα στον ορυμαγδό. Να πάρουμε μια ανάσα και να αφεθούμε να κοιτάξουμε πίσω. Να θυμηθούμε και να διδαχθούμε από το πώς και για ποιο σκοπό προέκυψαν το εργατικό δίκαιο και οι συλλογικοί μηχανισμοί. Με άλλα λόγια, να επιστρέψουμε πίσω στο παρελθόν, στις ιδεολογικές ρίζες της ιδέας της προστασίας της εργασίας. Να ανακαλύψουμε ξανά την αξία και την ουσία της ίδιας της εργασίας και των μηχανισμών που προέκυψαν προκειμένου να διασφαλίσουν την προστασία από την εκμετάλλευση και από την κατάχρηση της εργοδοτικής δύναμης.
Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα πως κανείς θα πρέπει να παραχωρήσει πλήρως το πεδίο της «κλασσικής» οικονομικής θεώρησης των εργασιακών δικαιωμάτων στους θιασώτες της επικρατούσας σύγχρονης λογικής του οικονομικού (νέο)φιλελευθερισμού. Οι εραστές της και οι ερμηνευτικές τους προσεγγίσεις παραβλέπουν πως, ακόμα και καταφεύγοντας στην νεοκλασσική και στην ινστιτουσιοναλιστική φιλελεύθερη θεώρηση του ρόλου και της λειτουργίας των μηχανισμών εργατικής συλλογικής οργάνωσης, είναι δυνατόν να αναδειχθεί μια λύση εξισορρόπησης των συμφερόντων εργαζομένων και κεφαλαίου.
Ασφαλώς, σε αυτή την εξισορρόπηση, με ταυτόχρονη εξασφάλιση της προστασίας του ασθενέστερου μέρους της εξίσωσης, αποσκοπούν και εκείνες οι προσεγγίσεις σχετικά με την αξία των εργασιακών θεσμών οι οποίες υπερβαίνουν την στενή οικονομική λογική που έχει αναχθεί στο κυρίαρχο σημείο αναφοράς. Είναι κρίσιμο όμως να εξετάσει κανείς αν το κυρίαρχο οικονομικό δόγμα, κατά το οποίο οι συλλογικοί μηχανισμοί και τα εργασιακά δικαιώματα λογίζονται ως εμπόδιο της οικονομικής ελευθερίας και της περιούσιας «ανάπτυξης», έχει πράγματι το περιεχόμενο και αποτέλεσμα που παρουσιάζεται να έχει ή αν το λάβαρο των κυρίαρχων οικονομολόγων και, μαζί τους, των «αξιολογητών», είναι ένα ξόανο.
Το φαντασιακό δογματικό πρότυπο της αυθύπαρκτης, αυτορρυθμιζόμενης αγοράς, την ελεύθερη λειτουργία της οποίας περιορίζουν οι συλλογικές ελευθερίες, φαίνεται πως αποτελεί την βάση της επιχειρηματολογίας των Ευρωπαϊκών θεσμών – και άρα και της ίδιας της συζήτησης κατά την «διαπραγμάτευση». Με αυτό το πρότυπο, εντούτοις, θα μπορούσε κανείς να αντιπαρατεθεί ακόμα και κάνοντας χρήση των ίδιων των εργαλείων της επικρατούσας (mainstream) οικονομικής θεώρησης του δικαίου. Τόσο η νεοκλασσική όσο και ινστιτουσιοναλιστική παράδοση της οικονομικής θεωρίας δεν αποδέχονται το δίχως άλλο την αυθυπαρξία και αγνότητα των «νόμων της αγοράς». Τουναντίον, αναγνωρίζουν την αλληλεξάρτησή της με το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον και υποκείμενο. Κατά συνέπεια, ο θεωρητικός, κοινωνικός, πολιτικός και, εν τέλει, κανονιστικός επανακαθορισμός του περιεχομένου των βασικών αρχών, των σχετικών νομικών εννοιών, και των συνακόλουθων θεσμικών μηχανισμών, ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες όλων εκείνων που πραγματικά χρήζουν προστασίας ως παρέχοντες εργασία, παρότι δεν εντάσσονται στο παραδοσιακό πρότυπο του νομικού διπτύχου εργάτης/υπάλληλος, στις ανάγκες, δηλαδή, της νέας εργατικής τάξης που γέννησε η σύγχρονη οικονομία, ουσιαστικά θα επαναδιέτασσε το ίδιο το προβαλλόμενο ως αναπόδραστο σημερινό πρότυπο της «οικονομίας της αγοράς». Κατ’ ελάχιστο, αυτή η (μάλλον πολιτικά συντηρητική) ρυθμιστική αναδιάταξη θα κατέληγε σε μια εκδοχή της αγοράς που είναι συμβατή με το ιστορικό, κοινωνικοπολιτικό, και οικονομικό της πλαίσιο, γέννημα του οποίου αποτελεί.
Με άλλα λόγια, η αγνή αυθύπαρκτη αγορά, που αυτορρυθμίζεται αυτοϊκανοποιούμενη από το ίδιο το χέρι της και μόνο, αλλά ταυτοχρόνως έχει την ανάγκη έντονης ρυθμιστικής παρέμβασης, ώστε να απαλείφεται οτιδήποτε κρίνεται ως «εξωτερική παρέμβαση» στον ελεύθερο ανταγωνισμό που υποτίθεται πως πρέπει να την τρέφει, δεν είναι απλώς ένα θεωρητικό οξύμωρο. Είναι μια απάτη, με απτές πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες αναπαραγόμενες και αυτοτροφοδοτούμενες, όσο αυτή διαιωνίζεται.
Ασφαλώς, όμως, η οικονομική προσέγγιση δεν είναι, και ούτε πρέπει να είναι, ο μόνος οδηγός στην αναζήτηση του περιεχομένου και της αξίας των υπό αξιολόγηση ελευθεριών των εργαζομένων.
Η ίδια η έννοια της εργασίας ως αγαθού άξιου προστασίας είναι προϊόν συγκεκριμένων συνθηκών και κανονιστικών επιλογών του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Η αναζήτηση όμως του βαθύτερου περιεχομένου της, εκείνων ακριβώς των χαρακτηριστικών που την καθιστούν θεμελιώδη ως αξία, και άρα κοινωνικά και κανονιστικά προστατευτέα, χρήζει μη οικονομικών αναλυτικών εργαλείων. Δεν είναι τυχαίο ότι τα ερωτήματα αυτά αποτέλεσαν τον πυρήνα φιλοσοφικών (και όχι απλώς οικονομικοκεντρικών) αναλύσεων, τόσο από την πλευρά της μαρξιστικής όσο και από εκείνη της φιλελεύθερης σκέψης. Και δεν είναι τυχαίο πως και στις δύο περιπτώσεις αναδύθηκαν χαρακτηριστικά που δεν έχουν απλά να κάνουν με την οικονομία και την λειτουργία της. Περισσότερο ακόμα, ως κρίσιμος για την ανάδειξη της εργασίας ως αξίας προτάθηκε ο πολύπλευρος χαρακτήρας της ως συστατικού στοιχείου της ταυτότητας του εργαζομένου ως ατόμου, πολίτη και κοινωνικού υποκειμένου.
Έτσι, ο Πολάνυι θα αναγνώριζε δομές εργασιακής αλληλεγγύης, συλλογικής αυτονομίας, αυτοοργάνωσης και αυτόνομης εργατικής έκφρασης ως μηχανισμούς επανενσωμάτωσης της οικονομίας στον κοινωνικό ιστό τον οποίο υποτίθεται πως υπηρετεί. Ο Σιντζχάιμερ θα τις έβλεπε ως θεσμούς αναγκαίους για τον συστημικό εκδημοκρατισμό και την εμπέδωση κουλτούρας συμμετοχής στα κοινά. Όμως ακόμα και για έναν οπαδό του φιλελευθερισμού θα έπρεπε να είναι σαφές πως η διασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης, και άρα η αξίωση για αντίστοιχα αξιοπρεπείς συνθήκες παροχής της εργασίας και αποτροπή της εκμετάλλευσης των εργαζομένων κατά την παροχή του μόχθου τους, αποτελεί προϋπόθεση της απρόσκοπτης άσκησης της οικονομικής ελευθερίας των ίδιων των εργαζομένων, την οποία υποτίθεται πως ευαγγελίζεται για όλους εξίσου ο οικονομικός φιλελευθερισμός.
Η εργασία ως αξία, εντούτοις, ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια του οικονομικού φιλελευθερισμού. Είναι επιπλέον, εκτός των άλλων, ουσιαστικό εχέγγυο ελευθερίας και εγγύηση της δημοκρατικής λειτουργίας. Ιστορικά, υπήρξε καταλυτική η λειτουργία των συλλογικών ελευθεριών, που σήμερα τίθενται υπό αμφισβήτηση, για τον εκδημοκρατισμό των μηχανισμών της αγοράς. Συνακόλουθα, αποτέλεσε επίσης προαπαιτούμενο μιας ομαλά λειτουργούσας, κατά τα άλλα τυπικής, αστικής δημοκρατίας. Αυτή η καταλυτική επίπτωση της συλλογικής οργάνωσης, διεκδίκησης και δράσης προκύπτει αβίαστα από μια απλή επισκόπηση της πολιτικής ιστορίας που προηγήθηκε της ανάδειξης των συλλογικών θεσμών τους, και της θεωρητικής θεμελίωσης που πλαισίωσε την γέννησή τους. Ακόμα και στο αστικοδημοκρατικό πλαίσιο συχνά λησμονείται πως τα εργατικά δικαιώματα που γνωρίζουμε σήμερα και οι θεσμικοί μηχανισμοί που τα υπηρετούν δεν είναι παρά παράγωγα αιματηρών αγώνων και συγκρούσεων, και όχι αποτέλεσμα προστατευτισμού, καλοπροαίρετων παροχών ή, περισσότερο ακόμα, αναπόδραστα συνακόλουθα της ελεύθερης λειτουργίας της αγοράς.
Στην πραγματικότητα, η παραδοσιακή εκδοχή της αγοράς εργασίας, και των δικαιωμάτων που αποτελούσαν ως τώρα τους πυλώνες της, σφυρηλατήθηκε μέσω της συλλογικής αυτονομίας και δράσης, στην φωτιά αγώνων «από τα κάτω». Δεν ήταν το αποτέλεσμα εξισώσεων σε πολύπλοκες ασκήσεις επί χάρτου στα Excel θεωρητικών και εμπνευσμένων συμβούλων ή κειμένων εργασίας αξιολογητών και υπουργών.
Σε μέρες όπου αυτό φαίνεται να έχει ξεχαστεί, λοιπόν, ενώ η ιστορία, αδιαφορώντας για τα κενά μνήμης μας, ετοιμάζεται να κάνει πάλι κύκλο, ίσως είναι καιρός να επιστρέψουμε στα βασικά. Να ξαναδούμε πως τους νόμους τους δημιουργεί το δίκιο και η ανάγκη. Κάθε θεσμικό κατασκεύασμα είναι βαθιά ανθρώπινο, και αυτή του την ιδιότητα, όσο ατελής κι αν φαντάζει στους οπαδούς του μαθηματικού ορθολογισμού, οφείλει να υπηρετεί. Και πως υπάρχει για να υπηρετεί σκοπούς μάλλον αγαθότερους της «διάσωσης του Ευρώ» (σκοπός που ακούγεται, ομολογουμένως, πιο Χριστιανικός από το να παραδέχεται μια αριστερή κυβέρνηση και υπουργός πως απλά στρώνει τραπέζι στα εργοδοτικά συμφέροντα).
Και αυτό θα κάνουμε την επόμενη φορά, όπως κάθε καλή τριλογία που σέβεται τον εαυτό της.
Επόμενο: Επιστροφή στο Μέλλον ΙΙ (όπου ανακαλύπτουμε ότι ακόμα και η οικονομική θεώρηση των εργασιακών δικαιωμάτων δεν είναι μονοδιάστατη), αποκλειστικά στο Νόστιμον ήμαρ