Από την Penny Lane
Τα τραγούδια του πρέπει να ήταν τα πρώτα ακούσματα που έβαλαν οι γονείς μου σε μένα και τον αδερφό μου με το που ξεπεράσαμε το στάδιο των μωρουδιακών μελωδιών και νανουρισμάτων. Όλα του τα τραγούδια τα θυμάμαι συνυφασμένα με αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας. Οι δίσκοι του έπαιζαν πάντα στο πικ απ των γονιών μου και οι γραμμένες κασέτες με τα τραγούδια του ήταν πάντα στο αυτοκίνητο ετοιμοπόλεμες για τις οικογενειακές μας εκδρομές.
Την πρώτη φορά που με είχαν πάει να τον ακούσω ήμουν γύρω στα 10 & μου είχε δώσει ένα αυτόγραφο που έλεγε “στην Πέννυ λέμε ΝΑΙ”. Είχα αισθανθεί ότι συνάντησα τουλάχιστον τον Μικ Τζάγκερ. Τα χρόνια πέρασαν, αλλά παρόλο που μεγάλωνα, δεν έφυγα ποτέ από τις μελωδίες του και πάντα τις αναζητούσα. Ήταν το καταφύγιο μου για τις δύσκολες ώρες, μου θύμιζαν τα χρόνια της ανεμελιάς αλλά και κάτι περισσότερο: Ήταν ότι πιο κοντινό είχα στην ατμόσφαιρα της αστικής Κυψέλης του ’50. Μια εποχή πολύ μακρινή από τη δική μου, καθότι παιδί του ’80, στο οποίο δεν έβρισκα τίποτα το γοητευτικό, και, περνώντας εφηβεία στα 90’s (την πιο αδιάφορη δεκαετία που έχει περάσει) ζήλευα αφόρητα τις διηγήσεις του Λουκιανού για την εποχή εκείνη. Ή μάλλον δεν ήταν η εποχή, ήταν η Κυψέλη συγκεκριμένα της εποχής εκείνης που είχα λατρέψει.
Βλέπεις όλοι μου οι ήρωες την είχαν ως σημείο αναφοράς: Ο Βακαλόπουλος, ο Ξενάκης, ο Κουμανταρέας, ο Νικόλας ο Τριανταφυλλίδης αργότερα… Και φυσικά, η μαμά μου, η πιο συναρπαστική προσωπικότητα από όλους, από την οποία άκουγα διαρκώς ιστορίες για το πόσο φανταστική ήταν η Κυψέλη της τότε, με τα μαγαζιά, τις μπουτίκ, τις καφετέριες στη Φωκίωνος Νέγρη, τα συντριβάνια της… Είχα μαγευτεί! Μεγάλωσα λοιπόν με την πεποίθηση ότι η Κυψέλη ήταν η χαμένη Ατλαντίδα, μια ουτοπία που μεταλλάχτηκε και εξαφανίστηκε δια παντός, αφήνοντας απ’ έξω αυτούς τους απίθανους τύπους οι οποίοι συμβόλιζαν ότι είχε απομείνει από το όνειρο. Ε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης ήταν για μένα ο πιο αντιπροσωπευτικός της κάτοικος. Αν και έμεινε μέχρι τα 20 του περίπου εκεί, παρολαυτά είναι σαν να μην έφυγε ποτέ. Όλα του σχεδόν τα τραγούδια αναφέρονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε αυτή.
Ένα άλλο στοιχείο του που με έκανε να τον αγαπήσω ακόμα περισσότερο, ήταν η κοινή μας αδυναμία στην Αμερική των ονείρων μας. Όχι στην U.S.A. της παγκοσμιοποίσης και της πολιτικής, αλλά στην Αμερική του Σινεμασκόπ, του rock ‘n’ roll και των ψηλών ουρανοξυστών που έβλεπε στις ταινίες του «Ροζικλαίρ». Κάποτε τον άκουσα να λέει ότι όταν πήγε τελικά εκεί, δεν κατάφερε ποτέ να συνδέσει τα δύο αυτά κομμάτια: Την Αμερική της πραγματικότητας με εκείνη της φαντασίας του. Για εκείνον παρέμεναν δύο διαφορετικές περιοχές. (Κάτι παρόμοιο μου συνέβη και εμένα όταν την επισκέφτηκα μετά από πάρα πολλά χρόνια). Και φυσικά το περιβόητο Πάρτυ του. Που ξεκίνησε από ένα κομμάτι που ανέφερε κάτι τύπους με παράξενα ονόματα, που όσο μεγάλωνα τους μάθαινα έναν -έναν μέσα από τα διαβάσματα μου, και κατέληξε σε μια βραδιά-ορόσημο της μεταπολίτευσης.
Το πάρτυ του Κηλαηδόνη και το Πολυτεχνείο ήταν τα μεγαλύτερα urban legends της προηγούμενης γενιάς. Όποιον και αν ρωτούσες θα σου έλεγε ότι ήταν παρών και στα δυο!
Και ξαφνικά το 1998. Το ταξίδι στη Νέα Ορλεάνη και ο συγκλονιστικός δίσκος που ακολούθησε. Νέα Κυψέλη – Νέα Ορλεάνη εκείνος. Έφηβη και αριστούχα χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί εγώ, εξακολουθώ να αγαπώ το ροζ και τις Τρύπες, σιχαίνομαι τις Δευτέρες, διαβάζω Λιλή Ζωγράφου μανιωδώς και ονειρεύομαι να περάσω στη Φιλοσοφική και να φύγω, να πάω κι εγώ εκεί, σε αυτό το μαγικό μέρος που ΙΣΩΣ να έχει κάτι από την αίγλη της Κυψέλης που δεν πρόλαβα.
Και μετά, ενηλικίωση. Απότομη η πτώση αν και χαμηλή η πτήση. Χρόνια βιαστικά και αδιάφορα. Γκρο πλαν στο σήμερα: Όλοι μου οι φίλοι παντρευτήκανε, απόκτησαν κοιλίτσα και καναδυό παιδιά. Τα νέα Μέτρα. Αν κοιμηθώ νωρίς, θα σηκωθώ νωρίς. Και κάπου μέσα σε όλα, ακόμα μια νύχτα καταστροφής. Αν και ακούω πλέον άλλα είδη μουσικής, συνεχίζω να ακουλουθώ το Λουκιανό στις ολοένα και πιο σπάνιες συναυλίες του, και με συγκινεί κάθε φορά με τον ίδιο, ανεξήγητο τρόπο. Και σκέφτομαι πως γίνεται να αλλάζουν όλα και αυτός να μένει ο ίδιος.
Σήμερα όταν μαθεύτηκε το νέο, έλαβα ένα μήνυμα από τον Κ.Κ., έναν αγαπημένο παιδικό μου φίλο, ο οποίος μου έγραψε ότι αν και ο Λουκιανός δεν ήταν από τους τραγουδοποιούς που άκουγε, θα θυμάται για πάντα ένα εφηβικό βράδυ, που «έριξε» επιτέλους το κορίτσι των ονείρων του και έτρεξε κατευθείαν να ξυπνήσει τον καλύτερο του φίλο για να του πει τα ευχάριστα. Και αυτός ο απίθανος τύπος ως απάντηση βάζει στο διπλό μεγάλο μαύρο μαγνητόφωνό του (που το είχε αγοράσει με τα λεφτά από τα κάλαντα και ήταν το πιο πολύτιμο απόκτημα του) τον «Καουμπόι» και του το αφιερώνει. Εφηβικές φιλίες, έρωτες και αναμνήσεις. Η μόνη αληθινή μας πατρίδα είναι τελικά η παιδική μας ηλικία.
Αντίο Λουκιανέ!
Τον φαντάζομαι να μας χαμογελάει για τελευταία φορά με αυτό το στραβό χαμόγελό του, και τα ασημένια του μαλλιά να ανεμίζουν ρυθμικά ενώ καβαλάει τη Ντόλυ και φεύγει προς το ηλιοβασίλεμα. Θα τον αγαπώ για πάντα γιατί κρατάει ένα κομμάτι της παιδικής μου ευτυχίας κάπου ανάμεσα στους στίχους του.