Στις 13 Φεβρουαρίου 1867 κάνει πρεμιέρα στη Βιέννη το εμβληματικό βαλς του Γιόχαν Στράους «Ο Γαλάζιος Δούναβης», ένα από τα δημοφιλέστερα κομμάτια στην ιστορία της κλασσικής μουσικής.
Το έργο, του οποίου ο πλήρης τίτλος είναι «Στον όμορφο γαλάζιο Δούναβη», γράφτηκε το φθινόπωρο του 1866 από τον αυστριακό συνθέτη, ο οποίος ήταν ευρέως γνωστός ως «Βασιλιάς των Βαλς». Ήταν παραγγελία του Γιόχαν Χέρμπεκ, διευθυντή της ανδρικής χορωδίας της Βιέννης, ο οποίος ήθελε ένα νέο έργο, γεμάτο ζωντάνια, για να το παρουσιάσει στις καρναβαλικές εκδηλώσεις της πρωτεύουσας των Αψβούργων, με σκοπό να αναστρέψει το βαρύ κλίμα που επικρατούσε στη Βιέννη από την ήττα του αυστριακού στρατού στον «Πόλεμο των επτά εβδομάδων» με την Πρωσία.
Ο Στράους συνέθεσε τη μουσική και την αφιέρωσε στον ελληνικής καταγωγής Νικόλαο Δούμπα, που ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της χορωδίας. Τον τίτλο εμπνεύστηκε από ένα στίχο του Ούγγρου ποιητή Καρλ Μπεκ για τον ποταμό που διέσχιζε τη γενέτειρά του, πόλη Μπάγια και όχι τη Βιέννη. Τους στίχους έγραψε ο αστυνομικός και μέλος της χορωδίας Γιόζεφ Βάιλ. Θεωρήθηκαν ότι δεν ταίριαζαν με την ποιότητα της μουσικής του Στράους και αντικαταστάθηκαν με νέους, που έγραψε το 1890 ο αυστριακός δικηγόρος και συνθέτης Φραντς φον Γκέρνερτ.
Ο Γιόχαν Στράους αποτελεί έναν από τους βασικότερους εκφραστές του κινήματος του ρομαντισμού στην μουσική, που εμφανίστηκε στο τέλους του 18ου αιώνα ως μέρος του ευρύτερου πνευματικού κινήματος της εποχής. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από έντονες αναφορές στην ελευθερία του ανθρώπου, στην παιδεία του, στην σχέση του με τη φύση αλλά και τον ίδιο τον άνθρωπο.
Στον ρομαντισμό κυριαρχεί μία τάση απελευθέρωσης των συναισθημάτων που δεν υπήρχε στις προηγούμενες εποχές και οι καλλιτέχνες εκφράζουν τον πόνο, την αγάπη, την χαρά χωρίς να αισθάνονται την ανάγκη να τα καλύψουν. Η νέα αυτή τάση ήταν φυσικό να επηρεάσει την τέχνη της μουσικής που από την πλευρά της εκφράζει όλες αυτές τις επιθυμίες και τα αισθήματα με νέες τεχνικές όπως οι αλλοιωμένες συγχορδίες, οι συνεχείς μετατροπίες, η πληθωρικότητα στη μελωδική έκφραση, οι πολυπληθείς ορχήστρες και οι πλούσιες σε ηχοχρώματα ενορχηστρώσεις.
Μεγάλη διαφοροποίηση σε σχέση με την κλασική περίοδο, επίσης, ήταν οι ελεύθεροι σχεδιασμοί όπως νοκτούρνες, φαντασίες, και πρελούδια, όπου οι καθιερωμένες έως τότε ιδέες σχετικά με την έκθεση και ανάπτυξη των μελωδιών αγνοούνταν ή ελαχιστοποιούνταν, με την μουσική να γίνεται περισσότερο χρωματική, παράφωνη και τονικά έντονη, με τις μουσικές εντάσεις να αυξάνονται. Η τέχνη του τραγουδιού συνοδεία πιάνου ωρίμασε κατά την χρονική αυτή περίοδο, καθώς και οι επικές κλίμακες της όπερας.
Αυτό που επίσης παρατηρεί κανείς μελετώντας την μουσική της ρομαντικής περιόδου, είναι πως οι παρτιτούρες των ρομαντικών είναι γεμάτες σημειώσεις σχετικά με την εκτέλεση του έργου έτσι ώστε να μην αφήνουν μεγάλο περιθώριο αυτοσχεδιασμού, ενώ ένα είδος που αναπτύσσεται έντονα στην περίοδο αυτή είναι η “Προγραμματική Μουσική”. Σε αντίθεση με την “Απόλυτη Μουσική” που στηρίζεται στην καθαρή έμπνευση, η προγραμματική μουσική προσπαθεί να απεικονίσει παραστάσεις ή συναισθήματα χρησιμοποιώντας τα εκφραστικά μέσα που προσφέρουν τα μουσικά όργανα, όπως αντίστοιχα χρησιμοποιούν οι ζωγράφοι τα χρώματα. Σημαντικά γεγονότα της εποχής είναι και η ανάπτυξη της τεχνικής της ενορχήστρωσης και οι βελτιώσεις και αλλαγές στην όπερα.
Αντικείμενο συζήτησης αποτελεί το ερώτημα αν η κλασική μουσική και δη η μουσική της ρομαντικής περιόδου είναι ταξική μουσική. Κατά τον 19ο αιώνα, οι μουσικοί θεσμοί εξαρτώνται από τον έλεγχο των εύπορων χορηγών τους, καθώς οι συνθέτες και οι μουσικοί προσπαθούν να ζήσουν πλέον ανεξάρτητα από την αριστοκρατία. Νωρίτερα, στην κλασική περίοδο η μουσική ήταν υπό την προστασία της μοναρχίας διαφορετικά ήταν παράνομη. Όπως είδαμε και στην αρχή του κειμένου, ο «Γαλάζιος Δούναβης» ήταν παραγγελία ενός αριστοκράτη για να μπορέσει να αναστρέψει το άσχημο κλίμα στην κοινωνία της Βιέννης, γεγονός που μας δείχνει το αυξανόμενο ενδιαφέρον της μεσαίας τάξης σε όλη την Ευρώπη για την μουσική, που οδήγησε και στη δημιουργία σχολών και συνδέσμων και την εκμάθηση, εκτέλεση και διατήρηση της μουσικής, υπογραμμίζοντας και την αποσύνδεση της κλασικής μουσικής από την αστική τάξη που την θεωρούσε έως τότε δικό της κτήμα.