Από τον Σταύρο Αντύπα
Θρησκείες που επινόησαν, σε στιγμές παροξυσμού, φωτισμένες τελετές μνήμης των νεκρών που έφυγαν για εκείνο το μακρινό νησί που τα χρυσά δισκοπότηρα δεν απολαμβάνουν ούτε τη δέουσα τιμή. Σάββατα, που τα βρασμένα στάρια σε χούφτες ιδρωμένων προσκυνητών δεν φτάνουν να ταΐσουν τύψεις και ενοχές μακάβριων αποχαιρετισμών, παρά μονάχα επιθυμούν να εξαγοράσουν με τρόπο ευτελή ένα εισιτήριο στα δεξιά μιας πολλά υποσχόμενης ζωής.
Σάββατα των τιμών, στα μνήματα τα μάρμαρα ξεπλυμένα στο διάβα ενός χρόνου που μετριέται αλλιώς, καντήλια ανάμενα με ευωδιαστά ψεύτικα αρώματα μιας δήθεν Ανατολής, ράσα κεντημένα με 50ευρα του ενός λεπτού, δάκρυα που δεν προφταίνουν να γλιστρήσουν – εμπόριο πλανόδιο το τρισάγιο – άνοστοι καφέδες με παξιμάδι γλυκό, πασαρέλα ταγιέρ και έκθεση μεσοπολεμικής γραβάτας στα παγερά καφενεία με ταμπέλες ρεζερβέ.
Σάββατα, στα μεγάφωνα μεγαλοπρεπών μητροπόλεων λόγια βροντερά, καλοριφέρ που κρατούν τις ματιές ζεστές, παγκάρια με μυστακοφόρους διαχειριστές που μετρούν τάλιρα του ευρώ, καλημέρες μέσα από ψεύτικες οδοντοστοιχίες, μυρωδιά βασιλικού στο πέτο, κολόνια λεμονιού, ψίχουλα από μικροκαμωμένα αντίδωρα, κόρες με αποκόμματα σφραγίδας, εν τούτω ήττα.
Σάββατα. Στις λαϊκές των κουνουπιδιών, σώματα ζωντανών με ψυχές πεθαμένες κουβαλούν στην άσφαλτο παραπεταμένα λαχανόφυλλα, γεύματα μισασαπισμένα, σερβίτσια τα παγωμένα δάχτυλα, φόντο της ψυχής νεκρά δεκάλεπτα με παρέα σβησμένες ματιές που μόλις και ακούγεται ο ζωντανός χτύπος της άστεγης καρδιάς. Στα παγκάκια της πλατείας το σαλόνι, στους σταθμούς εισιτηρίων το μπαλκόνι, στις γραμμές των οριζόντων ένας παράδεισος στους συρμούς των υπογείων, στάση θάνατος, φωτεινή ένδειξη: Οι ψυχές δεν δικαιώνονται ζωντανές.
Ψυχοσάββατα. Τα κέρματα φτάνουν μόνο για τους πιστούς, τα λιβάνια για τους αγίους, τα κόλλυβα δεν σιτίζουν αλλόθρησκους, τα περιστέρια αρπάζουν τα ψίχουλα στα σκαλιά των εκκλησιών, ένας παπάς προσπερνά ένα φρεσκοκαμένο στρώμα, ψυχές που δεν προσκλήθηκαν σε τρισάγια, σώματα που δεν μπόρεσαν να ζήσουν και δεν πρόλαβαν να πεθάνουν, μένοντας στην ίδια για πάντα πλευρά, ανήμερα του πιο άψυχου Σαββάτου.
*Πίνακας του Charles Vaughn