Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Ο δικαιωματισμός ως ενδοψυχική σύγκρουση
Νομίζω πως έχουμε την «τύχη» να ζούμε σε μια Οριακή εποχή. Σε μια κοινωνία, δηλαδή, που κινείται στο Όριο. Ίσως στο μεταίχμιο ανάμεσα σ’ αυτό που φεύγει και σ’ αυτό που έρχεται, ανάμεσα σ’ αυτό «ήταν-είναι» και σ’ αυτό που δεν έχει «γίνει ακόμη» ή ίσως, αλίμονο, ανάμεσα στην υποχώρηση της νεύρωσης της και στην μεταπήδηση της σε μια ψυχωσική «πραγματικότητα».
Την Οριακή αυτή Κουλτούρα χαρακτηρίζει, μεταξύ άλλων, μια έντονη αστάθεια στη διάθεση, στο συναίσθημα, στην επιθυμία, στη συμπεριφορά, αλλά και στις σχέσεις των ανθρώπων. Μια διαταραγμένη εικόνα του Εαυτού και χρόνια αισθήματα κενού, «πλημμυρίζουν» τον ανθρώπινο ψυχισμό, τουλάχιστον, στις δυτικές κοινωνίες, όσο κι αν αυτό μασκαρεύεται με διάφορα καταναλωτικά ή εθιστικά, ανακουφιστικά, «γιατροσόφια» και ψυχοφάρμακα. Η υπαρξιακή αυτή απορρύθμιση αφορά σε πέντε βασικούς τομείς της ατομικότητας: τα συναισθήματα, τις διαπροσωπικές σχέσεις, τη συμπεριφορά, την αίσθηση του Εαυτού και τη γνωστική λειτουργία. Με άλλα λόγια, νιώθουμε, σχετιζόμαστε, συμπεριφερόμαστε, αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας, αλλά και σκεφτόμαστε μ’ έναν «διαλυτικό», για την ύπαρξη μας, τρόπο. Κι’ έτσι μ΄ ένα διαρκώς επαναλαμβανόμενο pattern, αποκλίνουμε όλο και πιο πολύ από τις ίδιες τις προσδοκίες που ο νεωτερικός πολιτισμός καλλιέργησε, αφήνοντας μάλιστα πίσω μας ακόμη και την αντικοινωνική κουλτούρα του Ναρκισσισμού, για την οποία μίλησε πριν 40 περίπου χρόνια ο Κρίστοφερ Λας.
Ο ύστερος Καπιταλισμός, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, «κατόρθωσε», με τα εξόχως κακοποιητικά του χαρακτηριστικά, να απειλήσει τον ίδιο τον υπαρκτικό πυρήνα του υποκειμένου, αφήνοντας ουσιαστικά ανεκπλήρωτη τη βασική ανάγκη της σωματικής και συναισθηματικής ασφάλειας του. Κύρια στο πλαίσιο της Οικογένειας ο απών πατέρας αλλά και η “περίπου” παρούσα μητέρα, συνέβαλαν καθοριστικά στην εδραίωση μιας απειλής εγκατάλειψης ή κακοποίησης (σωματικής, συναισθηματικής, λεκτικής) ενάντια στο παιδί και μάλιστα από εκείνους που υποτίθεται πως το αγαπούν, το φροντίζουν και το προστατεύουν.
Εντελώς υπαινικτικά και για παράδειγμα, μπορεί να φανταστεί κανείς έναν πατέρα ματαιωμένο, διαψευσμένο υπαρξιακά, εξ’ αιτίας του ακραίου καπιταλιστικού ανταγωνισμού στο πεδίο της εργασίας, που επιμένει όμως, παρά την καπιταλιστική πραγματικότητα, να προσδοκεί την υπαρξιακή του αποκατάσταση μέσα από το επάγγελμα του. Να «υπάρξει», δηλαδή, με βασικό ταυτοτικό του χαρακτηριστικό το επάγγελμα του, αλλά όλο και να μην τα καταφέρνει. Άλλο τόσο μπορούμε να αντιληφθούμε μια υπερφορτωμένη με δραστηριότητες μητέρα που έχει αναλάβει το σύνολο των ρόλων που, συνειδητά ή ασυνείδητα, της έχουν ανατεθεί (μητέρα, εργαζόμενη, σύζυγος, νοικοκυρά, κόρη κ.λπ.).
Κάτω από την καθημερινή αυτή βαρβαρότητα δεν ελλοχεύει μονάχα ο κίνδυνος ενός εργασιακού burn out ή μια συνολική αδυναμία ανταπόκρισης του ανθρώπινου ψυχισμού, αλλά και η διαμόρφωση μιας υποθηκευμένης σχέσης με τον «Άλλο», καθώς και με το «παιδί», στο επίπεδο της οικογένειας. Μια σχέση φορτισμένη από αβεβαιότητα, άγχος, αλλά και, πολύ συχνά, ακόμη και ενδοοικογενειακή βία και κακοποίηση
Στην πραγματικότητα, τα παιδιά των οικογενειών στο δυτικό κόσμο είναι πλέον εθισμένα στην γονεϊκή αστάθεια, είναι παγιδευμένα σε θυελλώδεις ταλαντεύσεις, και ως εκ τούτου είναι εξαιρετικά δυσχερές από το να διαφύγουν από το γνωστικό αυτό Σχήμα, το οποίο διαρκώς αναπαράγουν. Μια στοιχειώδης ενδοσκόπηση στα κοινωνικά δίκτυα ή στη βιωμένη προσωπική εμπειρία όλων μας, μπορεί να διακρίνει, νομίζω, το φαινόμενο αυτό.
Άλλο τόσο στο πεδίο της Εργασίας, όπου οι ακραία ανταγωνιστικές και ανασφαλείς συνθήκες, ιδιαίτερα μάλιστα μετά την πλήρη απορρύθμιση (ελαστικοποίηση, προσωρινότητα, απασχολησιμότητα(sic) κλπ) των σχέσεων εργασίας, δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά το θερμοκήπιο εντατικοποίησης ή η αντανάκλαση της πρωταρχικής-πυρηνικής ανασφάλειας του υποκειμένου.
Προφανώς, μπροστά σ’ αυτήν την επίθεση ανασφάλειας και κακοποίησης ο ανθρώπινος ψυχισμός αναπτύσσει, εν πολλοίς ασυνείδητα, μια σειρά από αμυντικούς μηχανισμούς ανακούφισης από την εσωτερική ένταση και προφύλαξης από τις δυσάρεστες εμπειρίες της. Μερικές φορές ο μηχανισμός αυτός αφορά στην μετατόπιση της εστίας του πόνου. Μετατόπισης, για παράδειγμα, από έναν αυταρχικό-κακοποιητικό γονιό στο ίδιο το παιδί, που αδυνατεί να αποδεχτεί ότι ο γονιός που το αγαπά και το φροντίζει είναι ο υπεύθυνος της κακοποίησης του. Κάτω από αυτή τη λειτουργία ένα παιδί μπορεί εύκολα να «αναλάβει την ευθύνη», στρέφοντας τον πόνο, αυτοτιμωρητικά, προς τον ίδιο του τον Εαυτό. Μια αναλογία αυτού του μηχανισμού μπορεί να ανιχνεύσει κανείς και στο συλλογικό επίπεδο, για όσους τουλάχιστον “αντιλαμβάνονται” φαντασιωσικά τους εαυτούς τους ως νήπια εξαρτώμενα από την κρατική-πατρική φροντίδα. Έτσι, όταν η κρατική φροντίδα όχι μόνο δεν προσφέρεται, αλλά στη θέση της υπάρχει η μνημονιακή κακοποίηση, όλο και κάπου θα φταίει το άτακτο νήπιο που “κατανάλωσε πάνω από τις δυνατότητες του” κλπ. Η εστία του τόπου, δηλαδή, αναστρέφεται, αυτό-ενοχοποιητικά, από το Κράτος-πατερούλη στον λαό-νήπιο.
Το ενοχοποιητικό πλαίσιο κάνει εδώ μια «χαρά τη δουλειά του». Πρόκειται για αυτοτραυματική αναστροφή, καθώς μια επιθετική ενόρμηση αντί να στρέφεται ενάντια σε κάποιον από τους γονείς, υποστρέφει προς τα πίσω, προς τον ίδιο τον εαυτό. ‘Άλλο τόσο αυτή η ενόρμηση μπορεί να μετατεθεί, μέσω του μηχανισμού της μετάθεσης, από το αρχικό αντικείμενο (μητέρα, πατέρας, κράτος, Ευρώπη) σε ένα πιο αποδεκτό για το άτομο υποκατάστατο. Κάπως έτσι, ένα παιδί μπορεί να μεταθέσει την επιθετικότητα του και το φόβο τιμωρίας γι’ αυτήν από τον πατέρα σ’ ένα σκύλο ….ή ο χρυσαυγίτης σ’ έναν μετανάστη. Παρόμοια, ο θυμός αντί να απευθύνεται στον εκμεταλλευτή εργοδότη, μπορεί εύκολα να μετατεθεί στο παιδί και στην οικογένεια ευρύτερα..
Αν εδώ συμβληθεί και ο αμυντικός μηχανισμός της διανοητικοποίησης, το άτομο μπορεί να χρησιμοποιήσει διάφορα διανοητικά και αφηρημένα σχήματα, σε μια προσπάθεια να αποφύγει να έρθει αντιμέτωπο με ασυνείδητες συγκρούσεις και το άγχος που αυτές συνεπάγονται. Και εδώ, δυστυχώς, οι ιδεολογίες προσφέρονται εξαιρετικά ως αυτό το ανακουφιστικό σχήμα. Κάποιος μπορεί να θέλει να «αλλάξει τον κόσμο», ακριβώς γιατί δεν μπορεί να αλλάξει τον εαυτό του ή γιατί μόνο μια τέτοια σωτηριολογική μετάθεση, τον βοηθά να αποφύγει το άγχος της αδυσώπητης ενδοχυψικής του σύγκρουσης. Και άλλο τόσο μια γυναίκα μπορεί να εμφανίζεται ως δυναμική φεμινίστρια, μεταθέτοντας την πυρηνική της ενόρμηση από τον κυριαρχικό πατέρα της στο «σύνολο των φαλλοκρατών ανδρών».
Όμως, μετατοπίζοντας, μεταθέτοντας, την εστία του πόνου από το ατομικό επίπεδο στο συλλογικό, μέσα από έναν τέτοιο μηχανισμό «διανοητικοποιημένης μετάθεσης», μπορεί αυτό να είναι ανακουφιστικό, αλλά ούτε επανάσταση κάνει κανείς, ούτε το ψυχικό του τραύμα επουλώνει. Και επιπρόσθετα, η λειτουργία αυτή, ως ακραία ατομοκεντρική είναι διαλυτική της συλλογικότητας -ακόμη κι αν φαίνεται ότι με κάποιο τρόπο την υπηρετεί – μεταμορφώνοντας εν τέλει την κοινωνία, σε αυτό ακριβώς που επιδιώκει ο καπιταλισμός: ένα άθροισμα συγκρουόμενων ιδιωτικών συμφερόντων.
Και επειδή ακριβώς αυτή η ψυχική δυσ-λειτουργία εκκινεί από το ατομικό επίπεδο, «κουμπώνει» μια χαρά με τη δικαιωματική «επαναστατικότητα», παρά τις διανοητικοποιημένες μεταθέσεις της. Δηλαδή, η ψευδεπίγραφη επαναστατικότητα που αρχίζει και τελειώνει με τον «προοδευτικό» ατομικό-δικαιωματισμό, ακόμη κι αν διαδηλώνει για χάρη κάποιου αόρατου «συλλογικού», στην πραγματικότητα, δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά η διανοητικοποιημένη μετάθεση του ατομικού Τραύματος.
Με άλλα λόγια, όπου δεν υπάρχει δίκιο, υπάρχουν νομικά κατοχυρωμένα ή αμφισβητούμενα ατομικά δικαιώματα, ώστε να ανακουφίζεται η ατομική ενδοψυχική σύγκρουση, συνέπεια των όρων που επιβάλλει ο Καπιταλισμός στο πεδίο της οικογένειας και της εργασίας. Και όσο η καπιταλιστική πίεση-βαρβαρότητα αυξάνεται, τόσο αυξάνεται η Οριακότητα της κοινωνίας και βέβαια τόσο βαθαίνει και ρηγματώνεται το ατομικό ψυχικό τραύμα. Και τέλος, τόσο περισσότερο ο καπιταλισμός θα «ενθαρρύνει», με τον τρόπο του, τις ατομικοδικαιωματικές πρακτικές και διεκδικήσεις, ως συστημικές βαλβίδες αποσυμπίεσης, φτιάχνοντας ένα φαύλο σπιράλ, από το οποίο κερδισμένες θα είναι μόνο οι κυρίαρχες τάξεις.
Γι΄ αυτό είχε πολύ δίκιο ο γερό Κάρολος όταν αναφερόταν για «Το Εβραϊκό ζήτημα» ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου εμφανίζονται ως φυσικά δικαιώματα καθώς η αυτοσυνείδητη δραστηριότητα συγκεντρώνεται στην πολιτική πράξη… Η πολιτική επανάσταση διαλύει τη ζωή του ιδιώτη στα συστατικά της μέρη, δίχως να επαναστατικοποιεί αυτά τα συστατικά μέρη, ούτε να τα υποβάλλει σε κριτική… δεν είναι τίποτε άλλο από τα δικαιώματα του μέλους της κοινωνίας των ιδιωτών, δηλαδή τα δικαιώματα του εγωιστικού ανθρώπου, του ανθρώπου που είναι αποχωρισμένος από τους άλλους ανθρώπους και από την κοινότητα… Κανένα από τα λεγόμενα δικαιώματα του ανθρώπου, συνεπώς, δε φθάνει πέραν από τον εγωιστή άνθρωπο, πέραν από τον άνθρωπο ως μέλος της κοινωνίας των ιδιωτών, δηλαδή πέρα από το άτομο, που είναι αναδιπλωμένο στον εαυτό του, στα όρια των ιδιωτικών συμφερόντων και της ιδιωτικής αυθαιρεσίας του και αποχωρισμένο από την κοινότητα». Και να γιατί τελικά, εντός των ορίων του Καπιταλισμού, αυτό που συμβαίνει με τα ατομικά δικαιώματα είναι ότι «Το δικαίωμα του ανθρώπου στην ελευθερία δεν βασίζεται στη σύνδεση του ανθρώπου με τον άνθρωπο, αλλά αντίθετα στην απομόνωση του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Είναι το δικαίωμα αυτής της απομόνωσης, το δικαίωμα του περιορισμένου, του κλεισμένου στον εαυτό του ατόμου…».
Πρόκειται εν τέλει για το Δικαίωμα στον αυτό-περιορισμό, το δικαίωμα στην αυτό-περιχαράκωση, σε όλες , μάλιστα, τις εκφάνσεις της ατομικότητας, όπως προαναφέραμε: στα συναισθήματα, στις διαπροσωπικές σχέσεις, στη συμπεριφορά, στην αίσθηση του Εαυτού, αλλά και στη ίδια τη γνωστική λειτουργία και τη σκέψη.
Με την έννοια αυτή, αναδεικνύεται ένα νέο κριτήριο του πότε ένα κίνημα Δικαιωμάτων εκπληρώνει την επαναστατική του στόχευση και πότε είναι μια «επαναστατική γυμναστική» ανακούφισης της ατομικής ψυχικής δυσφορίας. Και το κριτήριο αυτό δεν είναι άλλο από τα Όρια εντός των οποίων το κίνημα αυτό αντιλαμβάνεται τον εαυτό του. Αν, για παράδειγμα, το αντιρατσιστικό κίνημα των μαύρων στις Η.Π.Α. έθετε τα αιτήματα του περιχαρακωμένα εντός των ορίων των δικαιωμάτων της μαύρης κοινότητας, η όποια δυναμική του θα ήταν υποθηκευμένη εξ’ αρχής. Και αν πέτυχε κάτι, αυτό οφείλονταν στο γεγονός ότι δεν αντιπάλευε ενάντια στο ρατσισμό κατά των μαύρων, αλλά ενάντια στο ρατσισμό, τελεία. Αγκάλιαζε δηλαδή και συμπεριελάμβανε -αγαπητικά μπορεί να πει κανείς- τον αγώνα κάθε ανθρώπου, ανεξάρτητα χρώματος, ενάντια στο ρατσισμό.
Με τον τρόπο αυτό, μπορούμε να φανταστούμε ένα γυναικείο κίνημα ενάντια στη βία, για παράδειγμα, που δεν θα περιχαρακώνεται στον αγώνα του ενάντια στη βία και στο σεξισμό του αρσενικού ή στη γυναικεία χειραφέτηση, αλλά θα τολμά να θέτει ευρύτερα το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας, της βίας ενάντια στη γυναίκα, ενάντια στο παιδί ή και ενάντια στον άνδρα -καμιά φορά- φτάνοντας μέχρι και στον αγώνα για τη χειραφέτηση αλλά και ενάντια στη βία που υφίστανται οι Παλαιστίνιοι, οι ιθαγενείς της επαρχίας Τσιάπας, οι Κούρδοι αγωνιστές στη Ροζάβα ή οι Κύπριοι συμπατριώτες μας. Ένα γυναικείο κίνημα αγαπητικά συμπεριληπτικό των Άλλων. Διαφορετικά θα πρόκειται για ένα γυναικείο κίνημα που θα θεωρεί πως λέγοντας ναι στη γυναικεία χειραφέτηση, λέει και όχι στην εξουσία, με τον ίδιο λανθασμένο τρόπο που όπως διαπιστώνει ο Φουκώ «θεωρήσαμε όλοι πως λέγοντας ναι στο σεξ, λέγαμε όχι στην εξουσία»! Ένα τέτοιο περίκλειστο γυναικείο κίνημα θα θυμίζει όλο και περισσότερο την καθοδική πορεία του Οικολογικού κινήματος, που εξέπεσε σε κάτι σαν «εξωραϊστικός σύλλογος», έτσι που στο τέλος δεν είχε και κανένα πρόβλημα να στηρίξει τους όποιους «δικαιωματικούς βομβαρδισμούς». Όμως δίκαια θα λοιδορείται ως η «επανάσταση των ραδικιών».
Στην Οριακή κουλτούρα του σήμερα, εκεί όπου ο αμυντικός μηχανισμός της διανοητικοποιημένης μετάθεσης μετατοπίζει, αγχολυτικά, την εστία του πόνου από το ατομικό επίπεδο στο συλλογικό, μια τέτοια λειτουργία δεν είναι μόνο επώδυνη για την εγκλωβισμένη ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά ταυτόχρονα εκτονώνει και υποθηκεύει την εξεγερσιακή δυναμική. Γι’ αυτό άλλωστε και η ένθερμη πρεμούρα των ανά τον κόσμο παγκοσμιοποιητικών ελίτ να υιοθετήσουν ασμένως κάθε ατομικό-δικαιωματικό πρόταγμα. Ξέρουν πως το πράγμα δουλεύει για χατίρι τους.
Και όπως το ορίζει απόλυτα εύστοχα ο Τσε «Επιτρέψτε μου να πω, με κίνδυνο να φανώ γελοίος, ότι ο πραγματικός επαναστάτης καθοδηγείται από βαθιά αισθήματα αγάπης. Είναι αδύνατο να φανταστούμε έναν αληθινό επαναστάτη δίχως αυτό το χαρακτηριστικό». Είναι αδύνατον να φανταστούμε έναν επαναστάτη, που καθοδηγείται από τα οριακά συναισθήματα της μετατοπισμένης του επιθετικότητας. Κι αν κάτι λείπει σήμερα από τα διάφορα κινήματα των δικαιωμάτων είναι ακριβώς αυτό το αγαπητικό υπόστρωμα, που έχει αντικατασταθεί από έναν απελπισμένο και τυφλό θυμό.
Στην ταινία «Ψεύτης Ήλιος- Utomlyonnye Solntsem» του Νικήτα Μιχάλκοφ -από όπου και το δάνειο του τίτλου- ο πρωταγωνιστής, ήρωας της σοβιετικής επανάστασης και πατέρας, κάνει βαρκάδα κρατώντας στην αγκαλιά του τη μικρή κόρη του. Χαϊδεύει τις μαλακές πατούσες του κοριτσιού και -περίπου- της εξηγεί πως «χρειαζόμαστε το σοσιαλισμό για να μπορούν όλα τα παιδιά να έχουν τρυφερές πατουσίτσες», διευρύνοντας το «δικαίωμα στην τρυφερότητα» σε όλα τα κορίτσια και αγόρια του κόσμου. Κι εκεί ακριβώς είναι που το ατομικό δικαίωμα αποσυντίθεται, αφού υπάρχει το δίκιο. Κι εκεί ακριβώς, όπου η τρυφερότητα έχει νικήσει, έχουμε λιγότερα «προς μετάθεση» τραύματα…Αλλιώς, ο «κινηματικός-δικαιωματικός ήλιος» που θα φαίνεται ότι ανατέλλει κάθε φορά, θα είναι ακόμη ένας Ψεύτης Ήλιος…Και το ότι έχει ακόμη πολύ σκοτεινιά, κάτι πρέπει να μας πει.