Υποτίθεται ότι το Ιράκ «κατείχε» όπλα μαζικής καταστροφής
Στις 20 Μαρτίου του 2003, οι ΗΠΑ, υπό την προεδρία του Τζορτζ Μπους του νεότερου, η Βρετανία, υπό την πρωθυπουργία, Τόνι Μπλερ, και οι σύμμαχοί τους εισβάλουν στο Ιράκ ανοίγοντας μια, ακόμη, ματωμένη «αυλαία» στους γνωστούς και ως πολέμους «κατά της τρομοκρατίας», τους οποίους προκάλεσαν οι ΗΠΑ με αφορμή την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης.
Διακηρυγμένος στόχος της εισβολής ήταν η ανατροπή του Σαντάμ Χουσεϊν, διότι υποτίθεται ότι το Ιράκ «κατείχε» όπλα μαζικής καταστροφής.
Αν και τελικά ο Σαντάμ Χουσεϊν ανατράπηκε μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα από την εισβολή και τελικά εκτελέστηκε τον Δεκέμβριο του 2006, η προπαγανδιστική ρητορική των επιτιθέμενων προέκυψε ως ένα ηχηρότατο φιάσκο, αφού, όχι μόνο δεν βρέθηκαν τα υποτιθέμενα όπλα μαζικής καταστροφής, αλλά η εισβολή οδήγησε σε μια μακροχρόνια κατοχή της χώρας, που προκάλεσε υπερπολλαπλάσια θύματα και καταστροφές των υποδομών της από όσα είχε προκαλέσει η ίδια η επίθεση, με οικονομικές και πολιτικές συνέπειες που μέχρι σήμερα η Δύση διαχειρίζεται με εξαιρετικά μεγάλο κόστος και δυσκολία. Επιπλέον, η ίδια η πραγματική αιτία της εισβολής, δηλαδή ο έλεγχος των ενεργειακών δρόμων της ευρύτερης περιοχής, προέκυψε επίσης ένα εξαιρετικά δυσεπίλυτο πρόβλημα, με τον πόλεμο στην Συρία να αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό τεκμήριο των τραγικών «απόηχων» της εισβολής στο Ιράκ.
Όπως ελάχιστοι πείστηκαν το 2003 ότι οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους έχουν πραγματικό στόχο τα «όπλα» του Σαντάμ Χουσεϊν, αναλόγως ελάχιστοι πείστηκαν και όταν άκουσαν στις 31 Αυγούστου του 2010 τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, ότι ο πόλεμος στο Ιράκ «τέλειωσε». Και μπορεί μέχρι τον Δεκέμβριο του 2011 να αποχώρησε ένα πολύ μεγάλο μέρος των αμερικανικών δυνάμεων, αλλά οι ΗΠΑ προφανώς δεν έχουν εγκαταλείψει στρατιωτικά την χώρα – μέσω χιλιάδων «στρατιωτικών συμβούλων» – η οποία εξακολουθεί να σπαράσσεται, τόσο από εμφύλιο, όσο, τα τελευταία χρόνια, από τις επιθέσεις του ISIS.
Το 2002, προετοιμάζοντας την επίθεση, ο Μπους υποστήριζε ότι «τα όπλα μαζικής καταστροφής του Ιράκ ελέγχονται από έναν βίαιο τύραννο ο οποίος έχει σκοτώσει ήδη χιλιάδες με δηλητηριώδες αέριο και ο οποίος στέκεται εχθρικά απέναντι στις ΗΠΑ».
Το παραπάνω ήταν μόνο ένα από τα περίφημα «935 ψέματα», μισές αλήθειες και παραποίηση στοιχείων του προέδρου Μπους, καθώς και επτά ακόμη αξιωματούχων στην ενορχηστρωμένη εκστρατεία παραπληροφόρησης προκειμένου να «νομιμοποιηθεί» ο πόλεμος κατά του Ιράκ, σύμφωνα με έρευνα του αμερικανικού, μη κερδοσκοπικού δημοσιογραφικού οργανισμού, Center for Public Integrity, που δημοσιοποίησε το 2008.
Το Κέντρο κατέγραψε 935 ψέματα μετά την 11η Σεπτεμβρίου σχετικά με την «απειλή για την εθνική ασφάλεια» των ΗΠΑ που υποτίθεται ότι συνιστά το Ιράκ, καθώς και για τα υποτιθέμενα όπλα μαζικής καταστροφής και τις «διασυνδέσεις» με την Αλ Κάιντα.
Ο Μπους έχει την «τιμητική» του σε αυτόν τον κατάλογο, με 232 φορές να έχει μιλήσει για όπλα μαζικής καταστροφής και 28 φορές για διασυνδέσεις με την Αλ Κάιντα.
Δεύτερος έρχεται ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Κόλιν Πάουελ με 244 ψευδείς δηλώσεις όσον αφορά το Ιράκ, με κορυφαία την έκθεση που παρουσίασε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 5 Φεβρουαρίου του 2003, δηλώνοντας ότι «πέραν πάσης αμφιβολίας το Ιράκ διαθέτει όπλα μαζικής καταστροφής».
Πολύ νωρίτερα όμως από το 2008, μόλις τον Ιούλιο του 2004, το πόρισμα της επιτροπής του αμερικανικού Κογκρέσου για την λειτουργία της CIA σε σχέση με την τρομοκρατία και τον πόλεμο στο Ιράκ, ήταν «καταπέλτης».
Μέσα στις 500 σελίδες της έκθεσης γίνεται λόγος για ανεπαρκή στοιχεία και για πρόχειρη αξιολόγησή τους, για υπερεκτίμηση της απειλής των ιρακινών όπλων πριν την εισβολή και για ότι η αμερικανική κυβέρνηση πίεσε τις μυστικές υπηρεσίες να παρουσιάσουν συγκεκριμένα στοιχεία.
Όπως μετέδωσε τότε το BBC, η CIA δέχτηκε «χαστούκι» από τη Γερουσία διότι αγνόησε τις αμφιβολίες για τα υποτιθέμενα ιρακινά κινητά εργαστήρια βιοχημικών όπλων, στην «ύπαρξη» των οποίων η κυβέρνηση Μπους στήριξε την επιχειρηματολογία της για την επίθεση.
Φυσικά, η έκθεση απάλλαξε τον Λευκό Οίκο από την κατηγορία για άσκηση πιέσεων προς τις μυστικές υπηρεσίες, ωστόσο, τεκμηρίωνε αυτό που γνώριζε όλος ο πλανήτης.
Το πόσο αδιάφορη ήταν η αμερικανική κυβέρνηση για την κόλαση που θα άνοιξε με την επίθεση, φάνηκε και τον Αύγουστο του 2005, όταν η «Washington Post» ανέφερε, πως από τις 7 Φλεβάρη του 2003, πάνω από ένα μήνα δηλαδή πριν την έναρξη της επίθεσης, υψηλόβαθμοι Αμερικανοί αξιωματούχοι είχαν προειδοποιήσει την κυβέρνηση Μπους για τις σοβαρές αδυναμίες και τα κενά που παρουσίαζε το σχέδιο χειρισμού της κατάστασης μετά τη λήξη του πολέμου στην χώρα.
Στις 20 Μαρτίου του 2003, οι ΗΠΑ, υπό την προεδρία του Τζορτζ Μπους του νεότερου, η Βρετανία, υπό την πρωθυπουργία, Τόνι Μπλερ, και οι σύμμαχοί τους εισβάλουν στο Ιράκ ανοίγοντας μια, ακόμη, ματωμένη «αυλαία» στους γνωστούς και ως πολέμους «κατά της τρομοκρατίας», τους οποίους προκάλεσαν οι ΗΠΑ με αφορμή την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης.
Διακηρυγμένος στόχος της εισβολής ήταν η ανατροπή του Σαντάμ Χουσεϊν, διότι υποτίθεται ότι το Ιράκ «κατείχε» όπλα μαζικής καταστροφής.
Αν και τελικά ο Σαντάμ Χουσεϊν ανατράπηκε μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα από την εισβολή και τελικά εκτελέστηκε τον Δεκέμβριο του 2006, η προπαγανδιστική ρητορική των επιτιθέμενων προέκυψε ως ένα ηχηρότατο φιάσκο, αφού, όχι μόνο δεν βρέθηκαν τα υποτιθέμενα όπλα μαζικής καταστροφής, αλλά η εισβολή οδήγησε σε μια μακροχρόνια κατοχή της χώρας, που προκάλεσε υπερπολλαπλάσια θύματα και καταστροφές των υποδομών της από όσα είχε προκαλέσει η ίδια η επίθεση, με οικονομικές και πολιτικές συνέπειες που μέχρι σήμερα η Δύση διαχειρίζεται με εξαιρετικά μεγάλο κόστος και δυσκολία. Επιπλέον, η ίδια η πραγματική αιτία της εισβολής, δηλαδή ο έλεγχος των ενεργειακών δρόμων της ευρύτερης περιοχής, προέκυψε επίσης ένα εξαιρετικά δυσεπίλυτο πρόβλημα, με τον πόλεμο στην Συρία να αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό τεκμήριο των τραγικών «απόηχων» της εισβολής στο Ιράκ.
Όπως ελάχιστοι πείστηκαν το 2003 ότι οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους έχουν πραγματικό στόχο τα «όπλα» του Σαντάμ Χουσεϊν, αναλόγως ελάχιστοι πείστηκαν και όταν άκουσαν στις 31 Αυγούστου του 2010 τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, ότι ο πόλεμος στο Ιράκ «τέλειωσε». Και μπορεί μέχρι τον Δεκέμβριο του 2011 να αποχώρησε ένα πολύ μεγάλο μέρος των αμερικανικών δυνάμεων, αλλά οι ΗΠΑ προφανώς δεν έχουν εγκαταλείψει στρατιωτικά την χώρα – μέσω χιλιάδων «στρατιωτικών συμβούλων» – η οποία εξακολουθεί να σπαράσσεται, τόσο από εμφύλιο, όσο, τα τελευταία χρόνια, από τις επιθέσεις του ISIS.
Το 2002, προετοιμάζοντας την επίθεση, ο Μπους υποστήριζε ότι «τα όπλα μαζικής καταστροφής του Ιράκ ελέγχονται από έναν βίαιο τύραννο ο οποίος έχει σκοτώσει ήδη χιλιάδες με δηλητηριώδες αέριο και ο οποίος στέκεται εχθρικά απέναντι στις ΗΠΑ».
Το παραπάνω ήταν μόνο ένα από τα περίφημα «935 ψέματα», μισές αλήθειες και παραποίηση στοιχείων του προέδρου Μπους, καθώς και επτά ακόμη αξιωματούχων στην ενορχηστρωμένη εκστρατεία παραπληροφόρησης προκειμένου να «νομιμοποιηθεί» ο πόλεμος κατά του Ιράκ, σύμφωνα με έρευνα του αμερικανικού, μη κερδοσκοπικού δημοσιογραφικού οργανισμού, Center for Public Integrity, που δημοσιοποίησε το 2008.
Το Κέντρο κατέγραψε 935 ψέματα μετά την 11η Σεπτεμβρίου σχετικά με την «απειλή για την εθνική ασφάλεια» των ΗΠΑ που υποτίθεται ότι συνιστά το Ιράκ, καθώς και για τα υποτιθέμενα όπλα μαζικής καταστροφής και τις «διασυνδέσεις» με την Αλ Κάιντα.
Ο Μπους έχει την «τιμητική» του σε αυτόν τον κατάλογο, με 232 φορές να έχει μιλήσει για όπλα μαζικής καταστροφής και 28 φορές για διασυνδέσεις με την Αλ Κάιντα.
Δεύτερος έρχεται ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Κόλιν Πάουελ με 244 ψευδείς δηλώσεις όσον αφορά το Ιράκ, με κορυφαία την έκθεση που παρουσίασε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 5 Φεβρουαρίου του 2003, δηλώνοντας ότι «πέραν πάσης αμφιβολίας το Ιράκ διαθέτει όπλα μαζικής καταστροφής».
Πολύ νωρίτερα όμως από το 2008, μόλις τον Ιούλιο του 2004, το πόρισμα της επιτροπής του αμερικανικού Κογκρέσου για την λειτουργία της CIA σε σχέση με την τρομοκρατία και τον πόλεμο στο Ιράκ, ήταν «καταπέλτης».
Μέσα στις 500 σελίδες της έκθεσης γίνεται λόγος για ανεπαρκή στοιχεία και για πρόχειρη αξιολόγησή τους, για υπερεκτίμηση της απειλής των ιρακινών όπλων πριν την εισβολή και για ότι η αμερικανική κυβέρνηση πίεσε τις μυστικές υπηρεσίες να παρουσιάσουν συγκεκριμένα στοιχεία.
Όπως μετέδωσε τότε το BBC, η CIA δέχτηκε «χαστούκι» από τη Γερουσία διότι αγνόησε τις αμφιβολίες για τα υποτιθέμενα ιρακινά κινητά εργαστήρια βιοχημικών όπλων, στην «ύπαρξη» των οποίων η κυβέρνηση Μπους στήριξε την επιχειρηματολογία της για την επίθεση.
Φυσικά, η έκθεση απάλλαξε τον Λευκό Οίκο από την κατηγορία για άσκηση πιέσεων προς τις μυστικές υπηρεσίες, ωστόσο, τεκμηρίωνε αυτό που γνώριζε όλος ο πλανήτης.
Το πόσο αδιάφορη ήταν η αμερικανική κυβέρνηση για την κόλαση που θα άνοιξε με την επίθεση, φάνηκε και τον Αύγουστο του 2005, όταν η «Washington Post» ανέφερε, πως από τις 7 Φλεβάρη του 2003, πάνω από ένα μήνα δηλαδή πριν την έναρξη της επίθεσης, υψηλόβαθμοι Αμερικανοί αξιωματούχοι είχαν προειδοποιήσει την κυβέρνηση Μπους για τις σοβαρές αδυναμίες και τα κενά που παρουσίαζε το σχέδιο χειρισμού της κατάστασης μετά τη λήξη του πολέμου στην χώρα.
Επρόκειτο για έγγραφα του Ινστιτούτου Ερευνών του Πανεπιστημίου Τζορτζ Ουάσινγκτον, σύμφωνα μετά οποία, τρεις υπηρεσίες του Στέιτ Ντιπάρτμεντ είχαν προειδοποιήσει την υφυπουργό, αρμόδια για διεθνή θέματα, Πάουλα Ντομπριάνσκι, για τις αδυναμίες στο σχεδιασμό όσον αφορά την ασφάλεια και την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στο Ιράκ μετά τον πόλεμο.
Ούτε ο Μπλερ γλίτωσε από τις αποκαλύψεις των ψεμάτων του. Αν υποστήριζε ότι δεν υπήρχε «καμία προετοιμασία ή εκ των προτέρων σχέδιο επίθεσης κατά του Ιράκ», τον Φεβρουάριο του 2006, ο δικηγόρος, Φίλιπ Σαντς εκδίδει ένα βιβλίο με τίτλο «Lawless World» (Ασύδοτος κόσμος) στο οποίο αναφέρειι αναλυτικά ότι ακόμα και την αποστολή αεροπλάνων με τα διακριτικά του ΟΗΕ, προκειμένου ο Σαντάμ Χουσεΐν να τα καταρρίψει, μελετούσε ο Τζορτζ Μπους προκειμένου να προκαλέσει την επίθεση στο Ιράκ φυσικά με τη σύμφωνη γνώμη της βρετανικής ηγεσίας.
Επιπλέον, το βρετανικό τηλεοπτικό κανάλι «Channel 4» επικαλούμενο υπόμνημα του Λευκού Οίκου που αναφέρεται στη συνάντηση των δύο ηγετών, στις 31 Γενάρη 2003, μετέδωσε το 2006, ότι ότι Μπους και Μπλερ ήταν έτοιμοι για πόλεμο με το Ιράκ από τις αρχές του 2003, είτε υπήρχε απόφαση των Ηνωμένων Εθνών είτε όχι. Σύμφωνα με το κανάλι, ο Μπους είχε αναφερθεί συγκεκριμένα στην 10η Μάρτη ως ημέρα έναρξης του πολέμου και ως γνωστόν ο πόλεμος κατά του Ιράκ ξεκίνησε στις 20 Μάρτη 2003.
Το κόστος σε ανθρώπινες ζωές είναι τρομακτικό. Επισήμως, ο πόλεμος άφησε πίσω του 100.000 Ιρακινούς νεκρούς, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων ήταν φυσικά άμαχοι.
Ωστόσο, η οργάνωση Iraq Body Count, που καταγράφει όσους θανάτους από μάχες ή επιθέσεις διασταυρώνει από δύο τουλάχιστον πηγές, μιλά για 1.366.350 νεκρούς Ιρακινούς.
Αναρίθμητοι είναι οι τραυματισμένοι και οι ανάπηροι.
Από αμερικανικής πλευράς οι νεκροί στρατιώτες ανέρχονται επισήμως σε 4.735, με πολλαπλάσιους τραυματίες.
Η χώρα ισοπεδώθηκε. Από το 2003 μέχρι και πριν την εμφάνιση του ISIS, μόλις το 20% του πληθυσμού είχε πρόσβαση σε στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής, το 45% σε καθαρό νερό, ενώ το 50% είχε ηλεκτρική ενέργεια μόνο τη μισή μέρα. Το 53% του πληθυσμού ήταν κάτω από τα όρια της φτώχειας, ενώ η εισβολή άφησε πίσω της απόλυτα διχασμένη, θρησκευτικά, την ιρακινή κοινωνία.
Ανυπολόγιστες ήταν και οι καταστροφές της πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας. Μουσεία λεηλατήθηκαν, αρχαιολογικοί χώροι μετατράπηκαν σε χώρους στάθμευσης συμμαχικών τεθωρακισμένων, ενώ, έκτοτε, οι αρχαιολογικοί θησαυροί της χώρας αποτελούν αντικείμενο λαθρεμπορίου.
Το οικονομικό κόστος του πολέμου σύμφωνα με την επιτροπή προϋπολογισμού του Κογκρέσου και τα υπουργεία Οικονομικών και Άμυνας υπολογίζεται σε 189,7 δισ. δολάρια μέχρι και το 2010, ενώ, το ίδιο διάστημα δαπανήθηκαν και 28,5 δισ. δολάρια για την «ανοικοδόμηση» του Ιράκ.
Μάλιστα, η επιτροπή προϋπολογισμού του Κογκρέσου εκτιμούσε ότι οι ΗΠΑ θα χρειάζονταν ακόμη 400 δισ. δολάρια για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις τους σε Ιράκ και Αφγανιστάν, πριν ακόμη εμφανιστεί η Συρία.
Με βάση εκείνα τα στοιχεία, η «αντιτρομοκρατική σταυροφορία» του Μπους ήταν οι πιο δαπανηρό πόλεμος τα τελευταία 60 χρόνια, σε διεθνές επίπεδο.
Για την ιστορία να αναφερθεί, ότι πολιτικές αναταράξεις από την αποκάλυψη της απάτης για τα «όπλα» του Σαντάμ Χουσεϊν, είχαν και άλλες χώρες. Για παράδειγμα, τον Απρίλιο του 2004, παραιτήθηκε ο υπουργός Αμυνας της Δανίας, Σβεντ Ααγκε Γιένσμπι.
Η παραίτηση έγινε μια βδομάδα μετά από τις αποκαλύψεις πρώην αξιωματούχου των στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών της Δανίας (που απολύθηκε επειδή διέρρευσε εκθέσεις για το οπλοστάσιο του Ιράκ στον Τύπο τον Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου), ότι ο τότε πρωθυπουργός Αντερς Φογκ Ράσμουσεν είχε στη διάθεσή του τουλάχιστον 10 μυστικές εκθέσεις (πριν από την έναρξη του πολέμου), που αποδείκνυαν ότι δεν υπήρχαν τα «όπλα μαζικής καταστροφής» του Ιράκ . Ο Ρασμούσεν είχε δηλώσει στο Κοινοβούλιο ότι ήταν «σίγουρος» πως το Ιράκ διέθετε τέτοια όπλα.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι ο πόλεμος προκάλεσε ένα μεγάλο αντιπολεμικό κίνημα σε όλον τον πλανήτη, με τον ελληνικό λαό να πρωτοστατεί, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση Σημίτη έθεσε την χώρα στην διάθεση των ΗΠΑ. Είναι χαρακτηριστικό, ότι κατά την προετοιμασία της επίθεσης και μέχρι τις 20 Μαρτίου, από την αεροπορική βάση της Σούδας είχαν διέλθει 1.700 μεταγωγικά αεροσκάφη των «συμμαχικών δυνάμεων», 500 πολιτικά αεροσκάφη για τη μεταφορά πεζοναυτών και πολεμικών εφοδίων, ενώ, μέχρι εκείνη τη μέρα, έγιναν συνολικά 20.000 διελεύσεις αεροσκαφών των ΗΠΑ και των συμμάχων από το FIR Αθηνών προς τον Κόλπο.
Τον Φεβρουάριο του 2003 ανεφοδιάστηκαν από τη Σούδα 86 πολεμικά πλοία, διαφόρων τύπων, ανάμεσά τους 3 πυρηνοκίνητα αεροπλανοφόρα και 5 πυρηνοκίνητα υποβρύχια.