By Nikos LeFou Pierrot Ziakas
ΜΙα ιστορία μεταξύ σοβαρού και παράνοιας εθιμοτυπική ίσως μιας και είναι ”άγιες” μέρες και καμιά φορά οι δαίμονες δεν είναι τόσο κακοί όσο οι άγγελοι
Horror Story
«Η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει,
γιατί δεν την παίζουν οι φιλενάδες της.
Σήκω επάνω, τα μάτια κλείσε,
τον ήλιο κοίτα κι αποχαιρέτησε».
Την Ελένη και την κορόιδεψαν και τη βίασαν και τη σκότωσαν. Το λευκό της φόρεμα λερώθηκε πρώτη φορά από τρεις φιλενάδες της, που ζήλεψαν τη δαντελωτή λαιμόκοψη και τα όμορφα μανίκια, που ταίριαζαν στα μουσικά της χέρια.
Τα παιδιά είναι σκληροί άνθρωποι, ακριβή αντίγραφα της οικογενειακής ηθικής της εποχής τους, το διαφορετικό στοχεύεται γρήγορα, η κοινωνία πρέπει να σωθεί κι έτσι έχει προνοήσει να ξεσκαρτάρονται αυτοί που ενδέχεται ν’ αποτελέσουν την αυριανή επαναστατική μαγιά.
Εκείνη αγάπησε τις νότες από νωρίς, έβρισκε κάπου ανάμεσα στα πλήκτρα του πιάνου το Θεό, που οι άλλοι αναζητούν στα εκκλησιαστικά βιβλία και τους ύμνους, το βλέμμα της μόνιμα έξω από το παράθυρο με ένα «γιατί;» να συνοδεύει πάντα τη στείρα αγόρευση του παιδαγωγικού προσωπικού. Ερωτεύτηκε μιαν αράχνη και το σκεδασμό που δημιουργεί μια δροσοσταλίδα πάνω στον ιστό της. Τότε ανακάλυψε το κλειδί του Σολ. Την πήρε στην παλάμη της, την έκρυψε από τους υπόλοιπους, που ήθελαν καθαρή την τάξη, και την τοποθέτησε σε μια όμορφη βατομουριά στο απέναντι πάρκο.
Τη βρήκαν, όμως, οι φιλενάδες της και την πάτησαν, η αράχνη δε μίλησε ποτέ, μόνο χάρισε στην Ελένη την αραχνοΰφαντη σιωπή της και την πρώτη της νότα, τα κορίτσια της χάρισαν μια όμορφη ουλή από πέτρα πάνω στο φρύδι.
Οι γονείς της τρόμαξαν με τη σιωπή της κι έτσι προτίμησαν να την πάνε σε κάποιον πνευματικό, μήπως η Χάρις του Θεού τη βρει και τη σώσει. Ο πνευματικός, όταν αντίκρισε για πρώτη φορά τα υπέροχα χέρια της, ένιωσε ένα ρίγος ν’ απλώνεται στα κρυμμένα από το ράσο αχαμνά του.
Ευχαρίστησε το Θεό γι’ αυτό το μικρό θαύμα που τον πλησίασε. Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στο ιερό, τα μάτια της έλαμψαν κοιτάζοντας τη λευκή του γενειάδα, τα δάχτυλά του μάκρυναν, έβγαλαν νύχια γαμψά, τα σαγόνια του μεγάλωσαν τόσο, που απαριθμούσες τα μυτερά του δόντια, τα έξι πόδια του
ξεπρόβαλαν, τα μάτια του έγιναν κόκκινα. Κατέβασε το παντελόνι του και η μυρωδιά που αναδύθηκε της θύμισε μια γάτα, που ήταν νεκρή για εβδομάδες στο υπόγειο του σπιτιού της. Κάπως έτσι έμαθε τη μυρωδιά του θανάτου την πρώτη της φορά.
Την κράτησε στα χέρια του, της μίλησε για την ομορφιά της σιωπής και πως ό,τι θα ακολουθούσε, θα ήταν ο δρόμος προς τη λύτρωση. Έσκυψε από πάνω της, έμπηξε τα νύχια του στα πλευρά της, της είπε για τη Θεία Κοινωνία, που ο ίδιος θα έπρεπε να μεταλάβει από το Ιερό της Δισκοπότηρο, πως ο πόνος είναι το δώρο Του στους ανθρώπους. Το αίμα κύλησε για πρώτη φορά ανάμεσα στα πόδια της κι εκείνος έσκυψε να το γλείψει, ο Εσταυρωμένος συνέχισε να κοιτάζει από την άλλη μεριά στον ουρανό, αναζητώντας τον Πατέρα που τον εγκατέλειψε, εκείνη πήρε στην αγκαλιά της το Λα και γύρισε στο δωμάτιό της.
Στον τοίχο ζωγράφισε μια πόρτα για να ξεφύγει, η πόρτα δεν άνοιξε ποτέ, έτσι ζωγράφισε ένα κλουβί για να φυλακιστεί. Σχημάτισε στα παράθυρα ευθείες οριζόντιες γραμμές, έτσι κάθε που η βροχή συναντούσε το φθινόπωρο, της άφηνε μικρά σύννεφα κι εκείνα με τη σειρά τους ακουμπούσαν πάνω στα μαύρα πλήκτρα της.
Ένας Δαίμονας, λίγο πριν σκοτώσει μια γριά που είχε φωλιάσει πάνω από εκατό γάτες και σκύλους, την άκουσε να παίζει. Σκαρφάλωσε στον τσιμεντένιο τοίχο, πέρασε δειλά μέσα από το παράθυρο κι έμεινε κρεμασμένος ανάποδα στη γωνία του δωματίου κοιτώντας τη να παίζει, εκείνη, λίγο πριν το κρεσέντο της, γύρισε να τον κοιτάξει κι εκείνος προσπάθησε να χαθεί στη σκιά. Του χαμογέλασε. Για πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό μίλησε και του είπε πως δε μοιάζει τρομακτικός, πως είναι πάντα ευπρόσδεκτος να ακούει τη μουσική της.
Έκτοτε ο Δαίμονας τη συναντούσε όταν έπαιζε τα κυριακάτικα βράδια, θυμίζοντάς του το λόγο της εξορίας του από τον Παράδεισο κατά την ανταρσία των αγγέλων. Η Ελένη, πάντα σιωπηλή, του χαμογελούσε και δεν απάντησε ποτέ σε καμία ερώτησή του.
Οι μήνες κυλούσαν κι εκείνος πάντα στη γωνία του τοίχου να βλέπει τα δάχτυλά της να πνίγονται στην παλίρροια των ματιών της κι εκείνη κάθε φορά να βουτά σε μια λίμνη από σπασμένους καθρέφτες, καθώς το φεγγάρι καθρέφτιζε τη σιωπή της. Μια νύχτα άργησε να τη δει, έπρεπε να επισκεφθεί τη γριά, που είχε αφήσει να περιμένει το θάνατό της. Όταν πλησίασε στο παράθυρο, βρήκε την Ελένη κρεμασμένη από τον ιστό που είχε πλέξει με τα χείλια της, το κορμί της αιωρούταν μετέωρο πάνω από το πιάνο κι ένα σκισμένο χαρτί είχε πέσει στο πάτωμα, μιλώντας για τη ζωή που δεν αποκάλυψε ποτέ. Για πρώτη φορά ο Δαίμονας δάκρυσε κι ορκίστηκε εκδίκηση για το κορίτσι, που του προσέφερε τον Παράδεισο.
Επισκέφθηκε το πρώτο κορίτσι. Της χαμογέλασε ειρωνικά κι εκείνο, με την παιδική του αφέλεια, κρύφτηκε κάτω από το πάπλωμα. Μπήκε μέσα στο μυαλό της γδέρνοντας τους νευρώνες της, τη γράπωσε από το λαιμό, την άφησε τέσσερα δευτερόλεπτα να κοιτάξει το κενό που χώριζε το μπαλκόνι της από τον ακάλυπτο, της ψιθύρισε: «Σήκω επάνω, τα μάτια κλείσε, κοίτα τον ήλιο κι αποχαιρέτησε» και την άφησε να πέσει. Το κορίτσι έβγαλε μια κραυγή, ενώ τα μυαλά της χύθηκαν στο τσιμέντο, πληρώνοντας το ακριβές αντίτιμο για την αράχνη που σκότωσε.
Το δεύτερο κορίτσι το πέτυχε στο πάρκο να παίζει μ’ έναν αδέσποτο σκύλο, αλλά αυτό δεν ήταν παιχνίδι, τον βασάνιζε με φτυσιές και τρόμο. Τότε ο Δαίμονας πήρε τη μορφή σκύλου από την Κόλαση, έτρεξε γρήγορα προς το μέρος της κι έμπηξε τα δόντια του στο λαιμό της, κάνοντάς τη να πληρώσει το ακριβές αντίτιμο για το βασανιστήριο που προσέφερε στο άτυχο πλάσμα, αλλά και για το θάνατο της αράχνης.
Το τρίτο κορίτσι το βρήκε στη θάλασσα ν’ αγγίζει τα κύματα, να κυλιέται στην άμμο και να περπατά πάνω στα βράχια, έχοντας στα χέρια του ένα μικρό καβούρι, σπάζοντάς του αργά και μία-μία τις αρθρώσεις από τα πόδια του. Την παρακολούθησε να χαμογελά στον κάθε ήχο (από τα σπασμένα πόδια). Τότε ο Δαίμονας την άρπαξε από τα μαλλιά και βυθίστηκαν μαζί στο νερό.
Εκείνη προσπαθούσε να ξεφύγει, αλλά μάταια, ο ήλιος περνούσε μέσα από τις φουσκάλες αέρα που άφηναν τα χείλη της, φυλακίζοντας τη ζωή που άφηνε, εκλιπαρώντας τον για πέντε λεπτά ακόμη οξυγόνο, ενώ το νερό γέμιζε τους σαπισμένους της πνεύμονες, κάνοντας το στέρνο της να συσπάται με αγωνία. Το σώμα της ξεβράστηκε μετά από μέρες σε κάποια ακτή, με χιλιάδες σημάδια από δαγκάνες καβουριών, ενώ οι τρύπες στα μάτια της ομολογούσαν το ακριβές αντίτιμο για τις σπασμένες εκείνες αρθρώσεις, για την ουλή πάνω στο φρύδι, για την αράχνη.Περπάτησε αργά έξω από την Εκκλησία.
Παρατήρησε τους πιστούς καθώς έφευγαν από την ακολουθία της Μεγάλης Πέμπτης, ημέρα πένθους για το μαρτύριο του Εσταυρωμένου. Ο Δαίμονας έβλεπε ξανά και ξανά το αιωρούμενο κορμί της Ελένης και άκουγε στ’ αυτιά του τα λόγια που εκείνη δεν ξεστόμισε ποτέ. Πέτυχε τον πνευματικό τη στιγμή που μετρούσε και το τελευταίο κέρμα από την προσπάθεια των πιστών να ξεπλύνουν τις αμαρτίες τους. Τα μάτια κάποιων αγίων στις εικόνες έκλεισαν και κάποιοι άλλοι τα έβγαλαν με τα ίδια τους τα χέρια. Το φως των κεριών χαμήλωσε. Αρκετά έσβησαν.Ο πνευματικός ένιωσε ένα ρίγος στ’ αχαμνά του, όπως τότε που πρωτοσυνάντησε την Ελένη. Θυμήθηκε τις φορές που την είχε κοντά του.
Τότε ο Δαίμονας εμφανίστηκε μπροστά του κι εκείνος κατούρησε το πανάκριβο ράσο του. Τρόμος εμφανίστηκε στα μάτια του, καθώς ο Δαίμονας κουβαλούσε μια ολόκληρη Κόλαση στο βλέμμα του. Ξεστόμισε αρκετές προσευχές, όμως κανένας Θεός δεν τον άκουσε.
Ο Εσταυρωμένος συνέχισε να κοιτάζει ψηλά για τον Πατέρα που τον εγκατέλειψε, ακριβώς όπως την πρώτη φορά της Ελένης, ο Δαίμονας κρατούσε στα χέρια του μια ασημένια φαλτσέτα, που λαμπύριζε σαν Άγιο Φως στα μάτια του πνευματικού. Την πέρασε αργά… αργά… αργά… στην καρωτίδα του, σα νύχια που στριγγλίζουν στον τοίχο. Ένα «Κύριε, ελέησόν με» πνίγηκε στο αίμα, όπως πνιγόταν κι αυτός. Το τελευταίο πράγμα που άκουσε ήταν η εκκωφαντική απουσία του Θεού και η σιωπή της Ελένης, που σκαρφάλωσε στη βασιλική της εκκλησίας.
Ο δρόμος είχε αδειάσει και στα σπίτια είχαν κλειστεί οι μικρές ιστορίες τρόμου μιας ολόκληρης πόλης, που τρέφεται από το ίδιο της το αίμα. Τα παράθυρα είχαν μείνει σκοτεινά και ο Δαίμονας κράτησε σφιχτά το σκισμένο χαρτί με τη σιωπή της Ελένης.
Τότε άκουσε το ίδιο παιδικό τραγούδι κι εκείνη να γελά. Έτρεξε προς τα σκαλιά της υπόγειας διάβασης και την είδε να παίζει και να γελά και να γελά και να γελά, τραγουδώντας με το λευκό της φόρεμα. Χάριζε φως κι ένα όμορφο όνειρο στον άστεγο που κοιμόταν στο πάτωμα. Δάκρυσε καθώς την είδε χαρούμενη πλέον και χωρίς τη σιωπή να ράβεται στα χείλη της. Τον κοίταξε και του έστειλε το πρώτο της αληθινό φιλί. Ύστερα προχώρησε χοροπηδώντας προς το σκοτάδι της υπόγειας διάβασης, τραγουδώντας «η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει λα λαλα λα…».
Ένα «Σ’ αγαπώ» από τα καψαλισμένα χείλη του Δαίμονα έμεινε σαν ηχώ στις πλάκες του δρόμου…
«Σ’ αγαπώ».
( επιμέλεια κειμένου Χ. Παπανικολάου)
Nikos Lefou Pierrot Ziakas