Από την Άννα Κουρουπού
Δεν θα σου μιλήσω στη γλώσσα σου δεν την κατέχω, δεν την καταλαβαίνω. Ούτε με ευγένεια. Θα το κάνω με δικά μου λόγια, στη δική μου γλώσσα, που εσύ την ξέρεις. Όλα δεν τα ξέρεις; Με σοφία δεν “εποίησες τα πάντα”; Έτσι τουλάχιστον λένε οι ευαγγελιστές σου, τα φερέφωνα σου.
Εμένα με έφτιαξες με σοφία ή σου ξέφυγα στη στροφή; Αν εγώ είμαι η ντροπή σου, εσύ θα έπρεπε να ντρέπεσαι πρώτος. Δικό σου δημιούργημα είμαι. Μα ποιός θα τα βάλει μαζί σου; Είσαι άπιαστος, δειλός. Εξαφανίζεσαι κάθε φορά που σου βάζω τις φωνές. Χάνονται οι κραυγές μου, γυρίζουν μέσα μου. Υπάρχεις; Δεν λέω κάποιες φορές στη ζωή μου, νομίζω, πως μου έστειλες κάποιους άγγελους με κάτασπρα φτερά. Πετούσα μαζί τους. Μα με άφηναν και πάλι μόνη απότομα από ψηλά, να πέσω να χτυπήσω. Εσύ τους διέταξες. Με τιμωρούσες. Το παιδί σου, τη ντροπή σου. Εσύ θα έπρεπε να ντρέπεσαι.
Όταν τυλίγεις τα χέρια σου γύρω μου δεν ξέρω αν θέλεις να μ αγκαλιάσεις ή να με συντρίψεις. Ποιού το σπέρμα ήταν λειψό και βγήκα διαφορετική; Της μάνας μου ή του πατέρα μου; Δικά σου παιδιά και αυτοί. Ποιά δύναμη οδηγούσε το χέρι μου να βάφω τα χείλη μου με ένα κατακόκκινο κραγιόν, έξι χρονών μωρό; Η δική σου. Ποιός διάλεγε αν θα παίζω κοριτσίστικα παιγνίδια όταν ακόμη δεν γνώριζα τη διαφορά από τα παιγνίδια των αγοριών; Εσύ το διάλεγες πάλι.
Πόσο θυμό είχες μαζί μου όταν έστειλες εφτά άντρες να βιάσουν μια παιδική ψυχή σε ένα λευκό βαν με γκρι πάτωμα; Πρέπει να ήσουν πολύ θυμωμένος. Αυτό δεν σου το συγχώρεσα ποτέ. Και ούτε πρόκειται.
Ένα “δούλο” σου, που όμορφος δεν λέω, εσύ δεν τον έστειλες ένα βράδυ σ ένα ασανσέρ, γεμάτος μυρωδιές από λιβάνια, με γυαλισμένο το κατάξανθο μούσι του και τις πτυχές του ράσου του να θροΐζουν ενοχικά στο μισοσκόταδο, σιγόντο στους αναστεναγμούς του, όταν άγγιζε εκεί που δεν πρέπει το αδύναμο κορμάκι μου; Εμένα δοκίμαζες ή αυτόν; Αρέσκεσαι στα παιχνίδια. Και του Δία του άρεσαν, λέει η μυθολογία. Εσύ με έκανες άριστο μαθητή, εσύ μου στέρησες τη γνώση. Μου χάρισες αύρα γλυκιά και μαζεύονταν κηφήνες και εργάτες γύρω μου. Βασίλισσα σ ένα πήλινο κάστρο. Το διέλυες αστραπιαία όταν το μέλι γινόταν πιο γλυκό απ το δικό σου.
Δεν είναι δίκαιο να μου δίνεις μισή χαρά. Δεν το καταλαβαίνεις; Την κατάρα που κουβαλώ, εσύ μου την κάρφωσες στην πλάτη. Θίχτηκες που δεν την έκανα σταυρό να σέρνομαι γονατιστή. Φτερά την έκανα και πετούσα. Πότε κοντά σου όταν σε έχω ανάγκη, πότε μακριά σου όταν μου δείχνεις πως με σιχαίνεσαι με κάθε τρόπο. Ντρέπεσαι γι αυτό που γέννησες. Κι έβαλες σε στόματα και ψυχές ανθρώπων, φαρμάκι να με ποτίζουν για να δείξεις πως εσύ είσαι ο κυρίαρχος. Ο δυνατός. Η ίδια η φύση. Στην παγίδα σου έπεσες. Εσύ είσαι η φύση. Αν αποποιείσαι τη δική μου, το ίδιο κάνεις και στη δική σου. Είμαι το πιο φυσιολογικό σου δημιούργημα. Γιατί σε πίστεψα, σε απαρνήθηκα και σε δέχτηκα στο τέλος γι αυτό ακριβώς που είσαι.
Εσύ με έβαλες σε λάθος σώμα, γιατροί ημίθεοι πήραν τη θέση σου. Θύμωσες; Χαλάλι μου. Όταν οι αναμνήσεις είναι πληγές, η συγχώρεση είναι το πιο αφύσικο ανθρώπινο συναίσθημα.