Από τον Abraham Gefuropoulos
Τι φταίει και οι άνθρωποι δεν επικοινωνούν; Γιατί κρύβουν σκιώδη μυστικά ακόμη και από τα αγαπημένα τους πρόσωπα; Ποιοι κίνδυνοι ελλοχεύουν σε μια αποξενωμένη οικογένεια και σε ποιο δύσβατο, μισερό μονοπάτι την οδηγούν;
Τους προβληματισμούς αυτούς και άλλους παράγωγους θέτει ο Μιτσέλ Φράνκο στη ταινία ‘’Μετά τη Λουτσία’’ (2012), όπου η δύναμη και η εκφραστικότητα της προβληματικής του σκηνοθέτη απέσπασαν σημαντικές διακρίσεις στο Φεστιβάλ των Καννών.
Το φιλμ εξιστορεί την ιστορία μιας νεαρής έφηβης κοπέλας, της Αλεχάντρα (Τέσα Ία) και του πατέρα της Ρομπέρτο (Χερνάν Μεντόζα), κατά τη διάρκεια της απόφασης τους να εγκαταλείψουν το Πουέρτο Βαλάρτα για την μεγάλη και αχανή πρωτεύουσα, της πόλης του Μέξικο. Τους στοιχειώνει η πρόσφατη απώλεια της μητέρας και συζύγου, Λουτσία που στιγματίζει πυρακτωμένα και τους δύο πρωταγωνιστές, επηρεάζοντας τις ζωές τους σε σημείο που δεν επιτρέπει περιθώρια επιστροφής.
Η Λουτσία μπορεί να μην εμφανίζεται ούτε για ένα δευτερόλεπτο στην οθόνη, όμως ο βασικός της πρωταγωνιστικός ρόλος είναι αδιαμφισβήτητος και καθόλα αντιδραστικός, καθώς λειτουργεί ανασταλτικά μεταξύ του απογοητευμένου πατέρα και της απεγνωσμένης κόρης, αποξενώνοντας τους μέρα με τη μέρα περισσότερο, στο απάνθρωπο μεγαλοαστικό περιβάλλον των γοργών ρυθμών και της απομόνωσης των ψυχών.
Το φάντασμα του παρελθόντος είναι πανίσχυρο και πιο ενεργό από την ζωή του παρόντος, η ανάλωση της πνευματικής ενέργειας σε δυσάρεστες , μη αναστρέψιμες καταστάσεις , δρουν δυναστικά στις ζωές των ανθρώπων , ‘’φυλακίζοντας’’ την κρίση τους, θολώνοντας τον πραγματικό στόχο όσων μένουν πίσω. Στόχος που δεν είναι άλλος από το να συνεχίζουν να ζουν όσο καλύτερα γίνεται, ενωμένοι, αγαπημένοι , μοιράζοντας μεταξύ τους τις χαρές και τις λύπες της επίγειας –προσωρινής- διαμονής σε αυτό τον ταλαίπωρα απρόσιτο κόσμο, αφήνοντας πίσω το παρελθόν και τους νεκρούς, χωρίς όμως να τους λησμονούν. Το επηρεασμένο από τον Χάϊνεκε φιλμ επιχειρεί να μας αφυπνίσει, επαναπροσδιορίζοντας το έσω μας, πάνω στις ράγες της συνειδητοποίησης του είναι μας. Το καταφέρνει πολύ καλά..
Η Αλέ και ο Ρομπέρτο προσπαθούν. Προσπαθούν ειλικρινά να προσαρμοστούν στα δεδομένα της ουρανοκατέβατης, νέας πραγματικότητα τους. Ο Ρομπέρτο αναζητά και βρίσκει δουλειά ως σεφ, για να εξασφαλίσει την βιωσιμότητα της κολοβής οικογένειας του, ενώ η έφηβη αναλαμβάνει να μπει στα παπούτσια της πρόωρα αδικοχαμένης μητέρας της, μαγειρεύοντας, φροντίζοντας και συμβουλεύοντας τον πατέρα της. Η φυσιολογική σχέση γονέα-παιδιού διαταράσσεται εν προκειμένω, μιας και η Αλέ εμφανίζεται πιο δυνατή από τον ηθικά καταρρακωμένο ενήλικο άνδρα της ζωής της, προσφέροντας του την αγάπη και την στοργή της, με έναν τρόπο ακαταμάχητα ώριμο και συγκινητικό.
Η Αλέ σέβεται τον θρήνο του Ρομπέρτο και για αυτό τον εμψυχώνει , μεταφερόμενη από την γλυκιά υπάκουη κόρη στην ψύχραιμη τρυφερή ‘’σύζυγο’’. Όμως και οι καλύτερες των προθέσεων μπορούν να οδηγήσουν μακριά από τον παράδεισο, στην κόλαση του προσωπικού εκφυλισμού, όταν τα βάρη της καθημερινότητας και το άγχος του προσωπικού δράματος δεν ισομοιράζονται, , ξαλαφρώνοντας τις συνειδησιακές μας πλάτες, αλλά αντίθετα αφήνονται να μας καταπλακώσουν συνθλίβοντας μας, σε ένα αδήριτο αδιέξοδο.
Όπως προείπαμε οι ήρωες μας προσπαθούν. Η Αλέ προσαρμόζεται στο νέο της σχολικό περιβάλλον, γνωρίζεται με μια παρέα συνομήλικων της, χαίρεται και συμμετέχει στις δραστηριότητες των καινούριων φίλων της. Οι ουσίες και η μαριχουάνα αποτελούν στήριγμα και εργαλείο δραπέτευσης από τη ρουτίνα και τον μουντό κόσμο των ενήλικων.
Σε μία χώρα όπου τα ναρκωτικά κρέμονται στα δέντρα, βρίσκοντας εύκολα το δρόμο για τις τσέπες των μαθητών, ο έλεγχος που πραγματοποιείται στα σχολεία δεν φαίνεται να αποτρέπει τα παιδιά από το να δοκιμάζουν το χόρτο που τους υπόσχεται καλύτερες και πιο ξέγνοιαστες μέρες. Κάτι που καταλαβαίνει και η ίδια η Αλέ, η οποία συλλαμβάνεται από τον διευθυντή του σχολείου να έχει κάνει χρήση.
Η Αλέ είναι ένα δυστυχισμένο κορίτσι, πίσω από το στωικό πρόσωπο της κρύβεται η απόγνωση. Της λείπει η μητέρα της, δεν αντέχει τον διπλό της ρόλο ως κόρη-σύζυγος, ζητάει μια χείρα βοηθείας, ένα ανθρώπινο κλαδί να πιαστεί, το οτιδήποτε, έστω και αν είναι επιζήμιο για την σωματική και την ψυχικής της υγεία.
Η κραυγή της για επικοινωνία εκφράζεται με την σεξουαλική της συνεύρεση με έναν από τους φίλους της (Χοσέ), η οποία και βιντεοσκοπείται εν γνώσει της. Και κάπου εκεί το παιχνίδι χάνεται. Το ντόμινο που ακολουθεί είναι τραγικό για όλους τους εμπλεκόμενους. Το ‘’καυτό’’ επίμαχο βίντεο όπως αναμενόταν , κυκλοφορεί στην σκληρή αγορά της εφηβικής πραγματικότητας, με οδυνηρές συνέπειες στην καθημερινότητα της Αλεχάντρα.
Οι φίλοι του χθες είναι οι εχθροί του σήμερα και μετατρέπουν τη ζωή της σε μία αδιάλειπτη κόλαση. Το bullying διεξάγεται με χειρουργική ακρίβεια επί καθημερινής βάσης, με την ένταση του να χτυπάει κόκκινο. Η Αλέ είναι μια πόρνη, που κλέβει τα αγόρια με την ευκολία που πέφτει μαζί τους στο κρεβάτι. Είναι μια παστρική, χωρίς μητέρα μια εύκολη λύση να βγάλουμε τα απωθημένα των συγκεκαλυμμένων φοβιών μας.
Ψυχολογικός πόλεμος, γιαούρτωμα με τούρτα, εκβιασμοί που οδηγούν στον ωμό βιασμό, είναι οι μολυσματικές παθογένειες της απεγνωσμένης ηρωίδας. Μίας έφηβης που υπομένει τα πάντα, χωρίς να φωνάζει, να αντιστέκεται. Ούτε καν κλαίει, μόνη της πίσω από τις κουρτίνες της δραματικής της παράστασης. Δεν μιλάει σε κανένα, δεν ζητάει την βοήθεια ούτε καν του πατέρα της. Ίσως πιστεύει ότι υπομένοντας όλα αυτά τα αχρείαστα βαρίδια, θα φτάσει στην προσωπική της εξιλέωση απέναντι στο φάντασμα της πολυαγαπημένης της μητέρας, σε μια θλιβερή αλλά απαραίτητα για την ψυχολογική της αυτοκάθαρση.
Ο πατέρας της Ρομπέρτο δεν διαθέτει την κρίση να αφουγκραστεί τα σήματα sos που εκπέμπει το σπλάχνο του. Η κατάθλιψη του είναι μία τεράστια μαύρη σκιά που τυφλώνει την όραση του. Είναι απογοητευμένος με τη ζωή χωρίς την λατρεμένη του Λουτσία. Αισθάνεται ωστόσο προδομένος από την γυναίκα που τον σημάδεψε, καθώς όχι μόνο τον άφησε ολομόναχο με ένα παιδί, αλλά τον εγκατέλειψε πρώτα για έναν άλλο άνδρα. Πέθανε κιόλας σε ένα μοιραίο αυτοκινητιστικό δυστύχημα εγκλωβίζοντας τον στην ασφυκτική μέγγενη των ζωντανών.
Παραιτείται από την δουλειά του, χωρίς να έχει την ικμάδα να συμβαδίσει με τις απαιτήσεις της μουχλιασμένης πραγματικότητας. Εγκαταλείπει αναμνηστικά της γυναίκας του, από κοσμήματα μέχρι και το αυτοκίνητο της, προκαλώντας την οργή της Αλέ. Εκείνη νιώθει ότι ο πατέρας της – ίσως το τελευταίο πιθανό στήριγμα- την προδίδει σκόπιμα με την απάρνηση της μητέρας της. Ο πόνος μεγάλος καθώς δεν της αναγνωρίζει τις τιτάνιες προσπάθειες που καταβάλει για να σταθεί αξιοπρεπώς απέναντι του. Η προδοσία κατά της μητέρας, στρέφεται αυτομάτως και ενάντια στην κόρη-γυναίκα.
Η απέλπιδα ευκαιρία για επικοινωνία χάνεται και τα πράγματα οδηγούνται στην αποπνικτική κατάληξη τους. Η Αλεχάντρα παίρνει την απόφαση να εγκαταλείψει τους πάντες και τα πάντα και να επιστρέψει στην γενέτειρα της. Η μεγάλη πόλη είναι για τους σκληρούς και η ίδια δεν είναι παρά μια ευαίσθητη μικροσκοπική κοπέλα.
Με την τάξη της πηγαίνουν εκδρομή σε μια παραθαλάσσια περιοχή (Βερακρούζ). Οι συμμαθητές της παρτάρουν, ενώ την κρατούν φυλακισμένη στην τουαλέτα του δωματίου της. Της συμπεριφέρονται ως ανάξιο ζώο, με κάποιους πρώην ‘’φίλους’’ να εκμεταλλεύονται την ευκαιρία, βιάζοντας την , αποδεικνύοντας τον κάλο που έχουν αντί για ‘’ανδρισμό’’. Μα εκείνη δεν την νοιάζουν τα βασανιστήρια γιατί η απόφαση έχει ληφθεί.
Ένα βράδυ με σύμμαχο το φεγγάρι και την θαλασσοταραχή, ενώ κάποιοι την ουρούν, άλλοι την αναγκάζουν να κάνει μπάνιο ολόγυμνη στα σκοτεινά νερά για να αποφύγουν το μένος των καθηγητών τους, εκείνη δραπετεύει, σκηνοθετώντας τον πνιγμό της. Η φαντασία της ανάγκης κερδίζει την πραγματικότητα της αδιαφορίας και όλοι πείθονται για την τραγική της κατάληξη.
Το ‘’παιχνίδι’’ της εκ του ασφαλούς κακοποίησης ξέφυγε και το ‘’φάντασμα’’ της Αλέ (κατά μάνα, κατά θυγατέρα) καταδιώκει με ενοχές τους πάντες, αθώους και ενόχους. Ο Ρομπέρτο μαθαίνει για το bullying και ως άλλος απελπισμένος ταύρος εν υαολοπωλείο , αποφασίζει να εκδικηθεί. Απαγάγει τον ‘’εραστή’’ της κόρης του Χοσέ και αφού τον μεταφέρει με ένα σκάφος στα ανοιχτά της θάλασσας, τον πετάει μέσα σαν σακί με πατάτες, πνίγοντας μαζί με τον νεαρό και το δικό του φορτίο των ευθυνών.
Ο σκηνοθέτης ολοκληρώνει την σπουδαία ταινία κλείνοντας μας το μάτι τραγικά, με την Αλεχάντρα να έχει επιστρέψει στα γνώριμα εδάφη του πατρικού της σπιτιού, μακριά από τον κόσμο της καταναγκαστικής ενηλικίωσης και του αβάσταχτου πόνου της χαμένης παιδικής αθωότητας. Το μέλλον παραμένει κρυμμένο και άγνωστο , αλλά στην τελική τι σημασία έχει; Αν είναι τόσο οδυνηρό όσο το παρελθόν ας τα πετάξουμε και τα δύο στο καλάθι της λήθης και ας επικεντρωθούμε στο παρόν, ζώντας στο έπακρο, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει αποποίηση ευθυνών. Ορισμένες φορές για να ζήσουμε πρέπει πρώτα να πληγώσουμε τους αγαπημένους μας γιατί διαφορετικά αυτοί που φθείρονται είμαστε εμείς. Η σωτηρία της ψυχής είναι ένα ματαιόδοξο, συχνά εγωιστικό και μοναχικό ταξίδι, μα αναγκαίο ενίοτε για να διατηρήσουμε τον έλεγχο και την αυτοδιάθεση του εαυτού μας.
Ο Μιτσέλ Φράνκο τα γνωρίζει όλα αυτά και με το ‘’Μετά τη Λουτσία’’ επιθυμεί να τσιτώσει τα νεύρα και τις αντοχές των συναισθηματικών μας ορίων, σε μία απονενοημένη ίσως προσπάθεια αφύπνισης της εκφυλιστικά διαβρωμένης σε αξίες και στόχους , κοινωνίας. Ο κόσμος μας είναι αδυσώπητος,’’ κανιβαλικός’’ για τους ευαίσθητους και ‘’δολοφονικός’’ για τους περιθωριοποιημένους. Το μοχθηρό (bullying) δεν έχει ηλικία, φύλο και εθνικότητα παρά μόνο παίρνει σάρκα και οστά στην σκοτεινή πλευρά της καρδιάς μας, εκείνης που κρύβει τους φόβους και γεννάει τα μικρόβια της απανθρωπιάς. Ενίοτε το κακό ενσαρκώνεται πλέρια, στα ‘’αθώα’’ πρόσωπα παιδιών με ενήλικο κυνισμό.
Αναγκαζόμαστε πολλές φορές υπό την πίεση των συνθηκών, να υποδυθούμε ρόλους που δεν μας ταιριάζουν (όπως η Αλέ) για να συμβαδίσουμε στις συχνά τετελεσμένες επιταγές της ζωής, ίσα-ίσα για να την βγάλουμε καθαρή και όταν δεν αντέχουμε να πρωταγωνιστούμε στο θέατρο σκιών του προσωπικού μας δράματος, το κτύπημα είναι ανελέητο και επιστρέφει πίσω σε εμάς ενισχυμένα ψυχοφθόρο.
Μπροστά σε αυτή την κολοσσιαία λαίλαπα συμβάσεων και αυτοκαταστροφής, αισθανόμαστε τοσοδούληδες και μόνοι, σαν καλάμια στον κάμπο της εικονικής πραγματικότητας. Μα εδώ βρίσκουμε και την φράση –κλειδί που μπορεί να ξεκλειδώσει τις πύλες της λύτρωσης.
Η αλληλεγγύη και ο επιμερισμός των επίμοχθων συναισθηματικών φορτίων , η επικοινωνία μεταξύ μας , διαιωνίζουν την αξιοπρέπεια και την ανθρωπιά μας μεταβιβάζοντας τες στις επόμενες γενιές. Το παράδειγμα της Αλέ και του Ρομπέρτο αποτελούν μία σχέση κόλαφο, στην από καιρό αποξενωμένη, αποκρυσταλλωμένη από συναισθήματα κοινωνία μας.
Μα η αλλαγή εναπόκειται στα όρια που εμείς θέτουμε. Καταργούμε το bullying κάθε μορφής και ζούμε την χαρά του συλλογικού ανθρώπινου δρώντος στο παρόν, οραματιζόμενοι το αύριο, με σεβασμό στο χθες.
Ας επιτρέψουμε λοιπόν στις καρδιές μας να ανοίξουν σαν τριαντάφυλλα , να συνδεθούν μεταξύ τους όπως εκείνες ξέρουν να ποιούν σοφά, επιτρέποντας στο ευαίσθητο παιδί μέσα μας να ορθοποδήσει σε μία ανθρώπινη βάση, εγκαταλείποντας τα κυνικά δεκανίκια των ενήλικων φαντασμάτων να εξαφανιστούν στης λησμονιάς την δίνη.