Από τον Γιώργο Φλώρο
Στο Τσίνιζι, μια μικρή πόλη στην Βορειοδυτική Σικελία κοντά στο Παλέρμο, στέκονται μεταξύ άλλων τα σπίτια της οικογένειας Ιμπαστάτο και της οικογένειας των Μπανταλαμέντι. Η μεταξύ τους απόσταση είναι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Τζουζέπε, του μεγαλύτερου γιού των Ιμπαστάτο ο οποίος τα είχε ένα προς ένα μετρήσει, ακριβώς εκατό βήματα.
Ο Γκαετάνο Μπανταλαμέντι, στον οποίο άνηκε το δεύτερο σπίτι, ήταν ο capofamiglia του Τσίνιζι. Ήταν δηλαδή, ο αρχηγός της Μαφίας στην περιοχή και όλοι του απευθύνονταν με σεβασμό χρησιμοποιώντας τον τίτλο Don. Ο Don Tano (συντομογραφία του Γκαετάνο) ήταν ο αρχηγός της τοπικής Μαφίας· αναρριχήθηκε σε αυτή την θέση σκοτώνοντας τον προηγούμενο αρχηγό, Σεζάρε Μαντζέλλα. Ο δε Μαντζέλλα ήταν γαμπρός της οικογένειας Ιμπαστάτο και θείος του Τζουζέπε ο οποίος, από εδώ και πέρα θα μας είναι γνωστός με το ψευδώνυμο του, Πεπίνο. Ο μικρός Πεπίνο είχε μεγάλη αδυναμία στον θείο Σεζάρε, τον οποίο συναντούσε συχνά σε συγκεντρώσεις και των δύο οικογενειών του, δηλαδή των συγγενών και της Μαφίας. Η Μαφία στο Τσίνιζι, όπως και γενικά στην Σικελία, έλυνε και έδενε· ένα γιγαντιαίο χταπόδι με τα πλοκάμια του να τυλίγονται σε κάθε πλευρά της ζωής της περιοχής, απομυζώντας πόρους και ακινητοποιώντας ολόκληρες περιοχές. Η ομερτά (ο νόμος της σιωπής) επικρατούσε απόλυτα· κανένας δεν διανοούταν να υποτιμήσει, να ειρωνευθεί ή να αντισταθεί στην Μαφία.
Μία όμορφη μέρα, όταν ο Πεπίνο ήταν 15 χρονών, το αυτοκίνητο του θείου Σεζάρε ανατινάχθηκε από μια βόμβα τέτοιας ισχύος που οι αστυνομικοί μάζευαν κομμάτια σάρκας από τα λεμονόδεντρα σε απόσταση εκατοντάδων μέτρων. Μπροστά στο φέρετρο το γεμάτο με τα κομμάτια του θείου Σεζάρε θάφτηκε η παιδική ξέγνοιαστη ηλικία του Πεπίνο, ο οποίος ξύπνησε απότομα σε μια άλλη πραγματικότητα που μέχρι τότε δεν ήξερε καν ότι υπάρχει. Ο αδερφός του διηγείται ότι ήταν τότε που ο μικρός Πεπίνο διάλεξε πλευρά. Από εκείνη την ημέρα αποφασίζει να τα βάλει με τα πραγματικά αφεντικά αυτής της πόλης, τον Don Tano και τους αξιωματικούς του που κινούσαν τα νήματα στην περιοχή, ήλεγχαν την αστυνομία, θησαύριζαν από το εμπόριο ναρκωτικών και τρομοκρατούσαν τους μη μυημένους. Μόνο που ένας από αυτούς τους αξιωματικούς της Μαφίας ήταν και ο ίδιος ο πατέρας του, ο Λουίτζι Ιμπαστάτο.
Ανήλικος ακόμα, το 1965 ο Πεπίνο γίνεται μέλος του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος της Προλεταριακής Ενότητας και ιδρύει την εφημερίδα Η Σοσιαλιστική Ιδέα. Ο μικρός όχι μόνο έχει γίνει κομμουνιστής (υπέρτατο αμάρτημα για τους Μαφιόζους) αλλά χρησιμοποιεί και την πένα του για να γράψει εύγλωττα άρθρα όπως αυτό με τίτλο “la Mafia è una montagna di merda” – Η Μαφία είναι ένα βουνό από σκατά. Στην περιοχή του Τσίνιζι το κράτος (δηλαδή η Μαφία που κινούσε τα νήματα) αποφασίζει να απαλλοτριώσει την γη αγροτών για να χτίσει επιπλέον αεροδιάδρομο στο τοπικό αεροδρόμιο· ένα έργο που θα προσγειώσει δισεκατομμύρια λίρες δημοσίου χρήματος στις τσέπες του Μπανταλαμέντι και των άλλων μαφιόζων. Ξεκινούν διαμαρτυρίες των αγροτών, στις οποίες ο Πεπίνο είναι μπροστάρης ενώ ταυτόχρονα πρωτοστατεί και σε διαμαρτυρίες εργατών και ανέργων. Εκ των πραγμάτων, η πολιτική του δράση και η στάση του τον φέρνει σε αντιπαράθεση με τους μαφιόζους. Τον φέρνει δηλαδή σε αντιπαράθεση με το ίδιο του το σπίτι· ο πατέρας του σαν μαφιόζος και δεν μπορεί να ανεχτεί την διπλή ντροπή για την οικογένεια, δηλαδή γιό και κομμουνιστή και πολέμιο της Μαφίας. Πολύ σύντομα, μετά από συνεχείς τσακωμούς και συγκρούσεις, ο πατέρας του θα τον διώξει από το σπίτι, κάτι που όχι μόνο δεν θα πτοήσει, αλλά θα ατσαλώσει την θέληση του Πεπίνο.
Το 1975 μαζί με φίλους του ο Πεπίνο φτιάχνει την ομάδα Music and Culture. Πρόκειται για έναν πολιτιστικό σύλλογο που οργανώνει προβολές ταινιών, βραδιές μουσικής και χορού, θεατρικές παραστάσεις. Πολύ σύντομα η ομάδα θα γίνει σημείο αναφοράς για την νεολαία της περιοχής, οργανώνοντας μάλιστα και θεματικές υπο-ομάδες για τον φεμινισμό, το κίνημα ενάντια στα πυρηνικά όπλα κτλ. Έναν χρόνο αργότερα, το 1976, η ομάδα θα πάει ένα βήμα παρακάτω και θα ιδρύσει τον αυτοδιαχειριζόμενο ραδιοφωνικό σταθμό Radio Aut (Ράδιο Βοήθεια). Βασικό στέλεχος του σταθμού είναι φυσικά ο Ιμπαστάτο, ο οποίος διατηρεί την καθημερινή εκπομπή “Onda Pazza” – τα Τρελά Κύματα. Μέσα από την εκπομπή, ο Πεπίνο και οι φίλοι του αποκαλύπτουν τις δραστηριότητες της Μαφίας στην Μαφιόπολη (όπως ονομάζει ειρωνικά το Τσίνιζι). Σατιρίζουν τον Μπανταλαμέντι, μιλούν για το εμπόριο ναρκωτικών που κάνει η Μαφία μέσω του αεροδρομίου, ασκούν σκληρή κριτική στους ξεπουλημένους πολιτικούς, διαδίδουν τις ιδέες τους και τα οράματα τους. Ο σταθμός έχει μικρή εμβέλεια αλλά μεγάλες φιλοδοξίες: τοπικά, εθνικά και διεθνή νέα, μουσική, θεματικές συζητήσεις, φωνή σε όσους δεν έχουν, δημοκρατική διαχείριση. Οι κάτοικοι τον ακούν στα κρυφά· αν και η γενική άποψη είναι ότι πρόκειται για κάποιους “τρελούς”, οι αποκαλύψεις και η σάτιρα αρχίζουν να εκνευρίζουν στα σοβαρά τους μαφιόζους και κυρίως τον Don Tano.
Το 1977 ο πατέρας του Πεπίνο, ο Λουΐτζι Ιμπαστάτο, σκοτώνεται σε τροχαίο. Κανείς δεν μπορεί να πεί αν ήταν ατύχημα ή δολοφονία· οι μαφιόζοι θεωρούσαν πολύ επικίνδυνο τον Πεπίνο Ιμπαστάτο και τις δραστηριότητες του ενώ ο πατέρας του (αν και είχε έρθει σε ρήξη με τον γιό του) είχε προσπαθήσει να τον προστατέψει από την οργή του Don Tano. Το 1978 ο Πεπίνο κατεβαίνει υποψήφιος στις δημοτικές εκλογές στο Τσίνιζι με την Προλεταριακή Δημοκρατία. Δεν θα προλάβει να ζήσει ως τις εκλογές: την νύχτα μεταξύ 8 και 9 Μαΐου ο Ιμπαστάτο δολοφονείται. Οι μαφιόζοι που τον σκότωσαν καλύπτουν το έγκλημα τους ανατινάζοντας το νεκρό κορμί του Πεπίνο πάνω στις ράγες του τραίνου. Τύπος και αστυνομία, ελεγχόμενοι από τους μαφιόζους, μιλούν αμέσως για τον θάνατο ενός αριστερού τρομοκράτη, που σκοτώθηκε στην προσπάθεια του να ανατινάξει ένα τραίνο. Η αστυνομία συλλαμβάνει τους φίλους του Ιμπαστάτο ως συνεργούς ενώ ψάχνει το σπίτι της μητέρας του για στοιχεία. Ότι και αν λένε όμως, η περιοχή γνωρίζει την αλήθεια: η κηδεία του μετατρέπεται σε διαδήλωση διαμαρτυρίας, αφίσες εμφανίζονται στους τοίχους του Τσίνιζι και των γειτονικών πόλεων κατονομάζοντας τους μαφιόζους για το έγκλημα ενώ, δύο μέρες μετα στις δημοτικές εκλογές, σε μια σιωπηρή πράξη αντίδρασης, ο νεκρός Ιμπαστάτο εκλέγεται δημοτικός σύμβουλος από τους συμπολίτες του.
Παρόλα αυτά, οι αρχές επιμένουν να μην μιλούν για δολοφονία· με βάση ένα παλιότερο γράμμα, η επίσημη εξήγηση μετατρέπεται σε αυτοκτονία. Τον αγώνα πλέον αναλαμβάνει η μητέρα, η Φελίσια Ιμπαστάτο, μια απλοϊκή γυναίκα μεγαλωμένη μέσα στην μαφία που χάνει τον σύζυγο και τον γιό της από τους μαφιόζους. Μαζί με τον αδερφό του Πεπίνο σπάνε την ομερτά και αποκηρύσσουν δημοσίως την Μαφία (γενναία πράξη για τον δεδομένο τόπο και χρόνο). Με φίλους, συντρόφους και οργανώσεις ενάντια στην Μαφία (όπως το Σικελικό Κέντρο Τεκμηρίωσης που αργότερα θα πάρει το όνομα του Ιμπαστάτο) προσπαθούν να συγκεντρώσουν στοιχεία για να αποδείξουν την αλήθεια.
Ο αγώνας για δικαίωση συνεχίζεται επί 20 μακρά και δύσκολα χρόνια. Παρά τα εμπόδια που βάζουν συνεχώς οι τοπικές αρχές, η οικογένεια και οι φίλοι του Ιμπαστάτο θα συνεχίσουν να παλεύουν για να έρθει στο φώς η αλήθεια. Η υπόθεση τελικά θα ανοίξει επισήμως το 1996, μετά από την κατάθεση ενός “μετανοημένου” μαφιόζου που κατονομάζει αυτό που γνώριζαν όλοι, δηλαδή τον Τάνο Μπανταλαμέντι ως υπεύθυνο για την δολοφονία. Το 1998 το Ιταλικό Κοινοβούλιο συγκροτεί την Επιτροπή ενάντια στην Μαφία, στο πόρισμα της οποίας αναφέρεται η συνειδητή προσπάθεια της τοπικής Αστυνομίας να συγκαλύψει το έγκλημα. Τελικά, το 2002, ο Μπανταλαμέντι καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη ως ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας.
Στην πρώτη επέτειο από την δολοφονία οργανώνεται η πρώτη μαζική διαδήλωση ενάντια στην Μαφία· μια διαδήλωση που θα επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο έως τα σήμερα. Η δολοφονία θα είναι μια αιτία για να ανοίξει ο ασκός του Αιόλου: η επόμενη δεκαετία θα σημαδευτεί από την σκληρή σύγκρουση μεταξύ του Ιταλικού κράτους και της Μαφίας αλλά και από τα κινήματα πολιτών που θα παλέψουν να απαλλάξουν τον τόπο τους από την Μαφία. Πρόκειται για μια σύγκρουση που συνεχίζεται έως τα σήμερα, μια αντίσταση των τοπικών κοινωνιών που φούντωσε από τις πράξεις και το αίμα του Πεπίνο Ιμπαστάτο.