Από τον Anaximandros Soicher
Μουδιάζουν τα μέσα μου, όταν ακούω τις λέξεις ‘’ψαγμένος’’ και ‘’κουλτούρα’’, τουλάχιστον με τον τρόπο που εν έτη 2017 κάποιοι τους παρουσιάζουν. Πολλοί νομίζουν ότι οι λέξεις μουνί, γαμήσι, βοϊδόπουτσα είναι αυτές καθ’ αυτές λογοτεχνία, έχουμε μπλέξει βλέπεις με του κλώνους του Μπουκόφσκι και του Εμπειρίκου, που μακάρι να ακουμπούσαν έστω και στο ελάχιστο τα πρότυπα τους, αλλά ούτε κατά διάνοια δεν γίνετε κάτι τέτοιο. Οι ντεμέκ αθυρόστομοι μέσα στα πλαίσια του πουριτανισμού που τους δέρνει θαρρούνε πως θα σοκαριστούμε με τις βρισιές τους. Οι ίδιοι, επειδή φαίνεται είναι παιδιά του κατηχητικού, νομίζουν ότι έτσι χτυπάνε την κοινωνική ηθική, αλλά για κακή τους τύχη κάποιοι από εμάς μεγάλωσαν με Βαβυλώνα και Ημίζ, οπότε δεν μας ακουμπάει η λεκτική επανάσταση της κλανιάς.
Απ’ τη μία πλευρά λοιπόν, είναι η δήθεν αθυροστομία, απ’ την άλλη είναι η εξίσου δήθεν, ‘’χαοτική αοριστολογία’’. Και όλα αυτά στα πλαίσια του ‘’χειροκροτώ όταν δεν καταλαβαίνω’’. Όσο λιγότερο νόημα βγάλεις, τόσο πιο μαχίμι είναι ο εκάστοτε ‘’κουλτουριάρης’’. Έτσι λειτουργεί η ‘’βαριά κουλτούρα’’ στις μέρες μας (πάντα με ηρωικές εξαιρέσεις).
Το παρακάτω είναι ένα ψαγμένο ποίημα, από κάποιον που δεν το κατέχει το ‘’τέχνι’’, καλή υπομονή.
Ψαγμένη ποίηση.
Η άτακτη γλώσσα μου ξετρύπωσε μια υποψία μανδραγορά πίσω από τον δεύτερο γομφίο μου ,
μια επιτηδευμένη υπόκωφη κραυγή απόλαυσης χρωμάτισε την σιωπή μου ,
στην τηλεόραση ένα νεαρό κορίτσι προσπαθούσε να με πείσει να αγοράσω μια πάριζα ,
είμαι βίγκαν σκέφτηκα δεν μ’ αφορά.
Φοράω τις πλαστικές μου παντούφλες και πηγαίνω προς το ψυγείο ,
σκανάρω τα ράφια ,σπανάκι μούσμουλα και βουβαλίσιο γάλα .
Κατάρα σκέφτηκα ,πριν κλείσω την πόρτα του ψυγείου η ματιά μου έπεσε στα μυστηριώδη βάζα του τελευταίου ραφιού ,
μούδιασα,
τόσα χρονιά αδιαφορούσα για την ύπαρξη τους με την ίδια φυσικότητα που τα μάτια μου αδιαφορούν για την ύπαρξη της μύτης μου,
έκανα να πιάσω ένα, ήταν βαρύ και το τοίχωμα του τραχύ ,
Σαρδέλες σε λικέρ φασολάδας έγραφε η ετικέτα ,στο καπάκι η σημαία της Πολωνίας και από κάτω η υπογραφή του Λεχ Βαλέσα ,
άρπαξα ένα κριτσίνι και επιτέθηκα στις σαρδέλες έχοντας την γεύση της αμαρτίας στο στόμα ,
τελείωσα το γεύμα μου και έβρασα λίγο νερό για να το πιω ,
ένιωθα ένοχος ,αλλά κάτι με γοήτευε στο ρέψιμο μου.
Πέταξα το αποτσίγαρο μου και κοιμήθηκα ανήσυχος φορώντας το νυφικό που μου είχε κάνει δώρο ένα φθινόπωρο ο Μπρεχτ.