Του Κώστα Βλαχόπουλου
Σκόνη πάνω στους καθρέφτες
και του χρόνου οι δραπέτες
την ψυλλιαστήκανε
Είπανε δεν είναι λάθος
τη ζωή να ζεις με πάθος
και γι’ αυτό σωθήκανε
Οι Δραπέτες (1990)
Τον Παπάζογλου τον γνώρισα από τον πατέρα μου. Οι δίσκοι του έπαιζαν πάντα πολύ δυνατά στο σπίτι και στο αυτοκίνητο. Τότε ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με τα μεγάλα τραγούδια του: το Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ, τον Υδροχόο, το Τρελή κι αδέσποτη, το Απόψε Σιωπηλοί, το Λεμόνι στην Πορτοκαλιά, το Χαβαλεδιάρικο. Βλέποντας τον πατέρα μου να κάνει σαν μικρό παιδί ακούγοντάς τον μου δημιουργούνταν πάντα η απορία: πως γίνεται να ασκεί τέτοια γοητεία σε έναν άνθρωπο με τελείως διαφορετικά ακούσματα; Τι ήταν αυτό που τραβούσε τον πατέρα μου στον Παπάζογλου, ωστε ανάμεσα στους δίσκους των Rolling Stones, των Deep Purple, των Doors να υπάρχουν «Η Εκδίκηση της Γυφτιάς», «Τα Δήθεν» και «Το Χαράτσι»;
Ο Nίκος Παπάζογλου αποτελεί μοναδική περίπτωση μουσικού. Οι πρωτοποριακές ενορχηστρώσεις του, οι ιδιαίτεροι στίχοι, το σπάνιο ήθος του, η επίδραση που είχε στα μουσικά πράγματα, ακόμα και η εμφάνιση που είχε πάνω στην σκηνή – ‘στολή εργασίας’ την αποκαλούσε ο ίδιος- σφράγισαν αυτό που ονομάζουμε σήμερα νεωτερικό ελληνικό τραγούδι. Μαζί με τον Ρασούλη και τον Ξυδάκη ήταν αυτοί που έδωσαν την δυνατότητα στο λαϊκό τραγούδι να αναπνεύσει σε μια χρονική περίοδο που το είχε πραγματικά ανάγκη.
Παιδί οικογένειας προσφύγων από τη Μικρά Ασία γεννιέται στην Θεσσαλονίκη στις 20 Μαρτίου 1948 και από πολύ νωρίς ασχολείται με την μουσική, αρχικά ως τραγουδιστής και μέλος pop/rock συγκροτημάτων της εποχής όπως οι Μακεδονομάχοι, οι Olympians και οι Zealot. Η γνωριμία του όμως με τον Διονύση Σαββόπουλο τον καθορίζει και η συμμετοχή του στον εμβληματικό δίσκο Αχαρνής, που κυκλοφορεί το 1977 διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό την προσωπικότητα και το μουσικό του στίγμα.
Η Εκδίκηση της Γυφτιάς
Το Πάσχα του 1978 κυκλοφορεί από την Lyra «Η Εκδίκηση της Γυφτιάς», ένας δίσκος – σταθμός για την δισκογραφία. Τον υπογράφουν ο Μανώλης Ρασούλης, ο Νίκος Ξυδάκης και ο Διονύσης Σαββόπουλος ως παραγωγός. Κεντρικός ερμηνευτής των τραγουδιών είναι ο Νίκος Παπάζογλου, ενώ τραγούδια λένε και ο Δημήτρης Κοντογιάννης και η Σοφία Διαμαντή. Μετά την κυκλοφορία του δίσκου, τίποτα πια δεν θα ειναι το ίδιο στο ελληνικό τραγούδι. Είναι τέτοιος ο αέρας ανανέωσης και η δύναμη που φέρνει, που χαρακτηρίζεται από πολλούς ως ένας από τους σημαντικότερους στην ιστορία της δισκογραφίας.
Σε μια εποχή όμως, που το μεταπολιτευτικό επικό πολιτικό τραγούδι μεσουρανεί, με προεξάρχοντες τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Γιάννη Μαρκόπουλο και εμβληματικούς δίσκους όπως το «Άξιον Εστί», τη «Ρωμιοσύνη», το «Χρονικό» κ.α., η «Εκδίκηση της Γυφτιάς» φαίνεται αρχικά να μην βρίσκει χώρο να περπατήσει.
Είναι «εκτός κλίματος» της εποχής. Οι εντελώς φρέσκες μουσικές του Ξυδάκη φέρνουν κάτι νέο στα αυτιά των Ελλήνων, ενώ οι στίχοι του Ρασούλη δεν έχουν τίποτα το πομπώδες, όπως αυτοί των μεγάλων μας ποιητών. Αντίθετα, είναι περισσότερο ένα «κλείσιμο ματιού» στον ακροατή και δημιουργούν μια αίσθηση απενοχοποίησης.
Νιώθω ποια είσαι όταν λες το σ’ αγαπώ
σαν μια βασίλισσα τσιγγάνα που περνάει
και μπαίνει στις καρδιές σαν να `τανε μετρό
που φωτισμένο βάζει μπρος και ξεκινάει
Τρελή κι αδέσποτη παρόλη την αγάπη
έτσι σε θέλω κι έτσι είσαι αληθινά
έλα σαν όνειρο στο άδειο μου κρεβάτι
έλα εδώ κάτω στη θλιμμένη μου καρδιά
Κι είσαι εκείνη που αν μαζί της κοιμηθώ
θα `χω ξεχάσει ποιος να είμαι και πού πάω
κι αν αφορμή `σαι συ ν’ αλλάξω εαυτό
το παρελθόν μου μπρος τα πόδια σου πετάω
Τρελή κι αδέσποτη (1978)
Παρ’ολα τα αρχικά εμπόδια, ο δίσκος πολύ γρήγορα θα φτάσει και σε ευρύτερα ακροατήρια. Κινητήριος δύναμη ήταν η αγάπη που έδειξαν από την αρχή φοιτητές και νέοι της Θεσσαλονίκης οι οποίοι θα διαδώσουν παντού την ύπαρξή του.
Η «Λοξή Φάλαγγα»
Ο Παπάζογλου -που εκτός των άλλων ήταν και ένας τρομερός μουσικάνθρωπος, και έβαζε ο ίδιος το χέρι του στις ενορχηστρώσεις των τραγουδιών κλεισμένος επι μέρες στο «Αγροτικόν», το στούντιο ηχογραφήσεων που είχε δημιουργήσει στην Θεσσαλονίκη- έδινε μεγάλο βάρος στους μουσικούς που είχε μαζί του. Από την ορχήστρα του, την «Λοξή Φάλαγγα» όπως την έλεγε, έχουν περάσει πολύ σημαντικοί οργανοπαίχτες, που άφησαν εποχή στο ελληνικό τραγούδι. Ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Δημήτρης Μυστακίδης, ο Μπάμπης Παπαδόπουλος από τις Τρύπες, ο μεγάλος Βαγγέλης Λιόλιος και ο Παναγιώτης Κουτσούρας στα μπουζούκια, ο Νίκος Οικονομίδης στο βιολί είναι μόνο μερικοί από τους μουσικούς που έπαιζαν στα θρυλικά του Live.
Μαζί του όργωναν την Ελλάδα. Διαλαλούσαν τα τραγούδια του στα πιο απομακρυσμένα μέρη. Στην Νίσυρο, την Σύμη, την Ικαρία, στην άγονη γραμμή. Χωρίς να χει τις εταιρείες και τις διαφημιστικές απο πίσω του, ο μόνος τρόπος να επικοινωνήσει τα τραγούδια του ήταν η άμεση επαφή με τον κόσμο.
Η επίδρασή του στο ελληνικό τραγούδι
Το διαφορετικό και πραγματικά νέο ύφος που εισήγαγε ο Παπάζογλου χτύπησε σαν τυφώνας το ελληνικό τραγούδι και έδωσε τεράστια ώθηση στην εξέλιξή του. Νέοι μουσικοί επηρεάστηκαν και εμπνεύστηκαν από την πορεία του ενώ πολλοί βρέθηκαν στην ορχήστρα του. Η αποκαλούμενη και «Σχολή της Θεσσαλονίκης» ήταν ουσιαστικά δημιούργημά του και ονόματα όπως ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Θανάσης Πακωνσταντίνου, ο Ορφέας Περίδης κ.α. είδαν στο πρόσωπό του τις επιρροές που χρειάζονταν για να ξεκινήσουν.
Ο Παπάζογλου, αν και άφησε μεγάλη κληρονομιά, λείπει σήμερα όσο ποτέ από το ελληνικό τραγούδι. Λείπουν οι θρυλικές του ζωντανές εμφανίσεις· αυτά τα πανηγύρια που οργάνωνε σε όλη την Ελλάδα. Αλλά αυτά που λείπουν περισσότερο είναι το ήθος του ως δημιουργός και άνθρωπος, η ταπεινότητα και η σκληρή δουλειά. Και ίσως αυτά τα χαρακτηριστικά τελικά εκτιμούσαν άνθρωποι σαν τον πατέρα μου.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο μηνιαίο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ το Σάββατο 13.5.2017