Συνέντευξη στους Χάρις Γεωργίου και Χρήστο Διαμάντη
Επιμέλεια κειμένου: Χάρις Γεωργίου | Φωτογραφία: Χρήστος Διαμάντης
Θέκλα Τσελεπή. Μία γυναίκα που ξεχώρισε στη μουσική πίσω από τα decks και μέσα από ραδιοφωνικές συχνότητες, όταν η συμμετοχή των γυναικών σε αυτό το χώρο, ήταν περιορισμένη. Μια γυναίκα που διέγραψε και διαγράφει μία πορεία με τις μουσικές της, τους στίχους της – που η ίδια αρνείται πως είναι ποίηση, αλλά κυρίως με τη στάση ζωής της. Ραδιοφωνική παραγωγός, dj, ηθοποιός σε κινηματογράφο, και τηλεόραση, σκηνοθέτης, αλλά και δημιουργός κοσμημάτων και ιδιοκτήτρια βιβλιοπωλείου κατά το παρελθόν. Μια γυναίκα με τόνους θηλυκότητας. Χαμογελά φυσικά, αυτοσαρκάζεται, τσαλακώνεται, αλλά κυρίως μιλά με σεβασμό και προβληματισμό, για την κοινωνία, τους ανθρώπους, την Αθήνα.
Τρίτη απόγευμα και κατευθυνόμαστε προς το σπίτι της για να συζητήσουμε μαζί της. Θα μας ανοίξει, με ένα εγκάρδιο χαμόγελο και τη δεκαπενταετή συντροφιά της, τη Σίβα, ενώ στην παρέα είναι και μία φίλη της – «τη γνώρισα από το ραδιόφωνο», θα μας πει. «Ακροάτρια. Σπουδαίος άνθρωπος. Αυτά είναι τα ωραία του ραδιοφώνου!». Το μάτι μου θα πέσει αδηφάγα πάνω στα cd της, που γεμίζουν ολόκληρους τοίχους. Και κάπως έτσι, θα ξεκινήσει η περιήγησή μου στον κόσμο της. «Έχω και στα άλλα δωμάτια cd. Έλα να στα δείξω!», θα μου πει και θα μου δείξει το χώρο. Ένα ρομαντικό μπόεμ σπίτι, ζωντανό, γεμάτο βιβλία, μουσικές και χρώματα.
Θα μιλήσω για λίγο με την φίλη της, για τα εργασιακά, διηγούμενη τη δική μου Οδύσσεια, και κάπως έτσι θα ξεκινήσει η συζήτηση.
«Πώς παρατηρείς το τότε και το τώρα, όσον αφορά την εργασιακή πραγματικότητα; Πώς την έζησε η δική σου γενιά;»
Μιλάμε για μια άλλη εποχή, πρόσφατη μεν αλλά αρκετά διαφορετική. Χωρίς κινητά τηλέφωνα, χωρίς κάμερες παντού, χωρίς πλαστικό χρήμα και χωρίς αυτό που ζούμε τώρα, δηλαδή αυτό που περιγράφουμε κι έχουμε δεχτεί ως κρίση. Ζούσαμε κάτι που έμοιαζε με αυτό που λέμε ανάπτυξη. Περισσότερες δουλειές περισσότερο χρήμα που κυκλοφορούσε κι όχι απαραιτήτως και αποκλειστικά μέσα από τις Τράπεζες. Ας πούμε, ότι μπορούσες να ζείς κάπως πιο χύμα και να ζείς καλά. Δουλεύω όλη μου τη ζωή κι από την δουλειά μου ζω, δεν έχω άλλα έσοδα, αλλά αν με ρωτήσεις: τι είσαι; Δεν θα σου απαντήσω «είμαι μία εργαζόμενη». Η μισθωτή εργασία είναι η κατάρα κι η σκλαβιά του ανθρώπου. Τη γλυτώνουμε, γιατί αντλούμε χαρά από αυτό που κάνουμε ως επάγγελμα κι αντέχουμε. Όσο για τις γενιές, κοίτα, οι γενιές και οι εποχές δεν χωρίζονται (ευτυχώς) με κάγκελα παρ’ότι σε όλες τις εποχές κι όλες οι γενιές κλείνουν κάποιους πίσω από τα κάγκελα. Από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου έκανα και κάνω σχέσεις και παρέα με άτομα από όλες τις ηλικίες. Δεν κολλάω στις γενιές. Άρχισα να δουλεύω για να ζήσω όπως ήθελα απ’ όταν πήγαινα ακόμα σχολείο.15, 16 χρονών. Έφτιαχνα κοσμήματα στο σπίτι κι εκείνη την εποχή εκτιμούσαν πολύ το χειροποίητο κόσμημα, δεν υπήρχε υπερπληθώρα βιομηχανοποιημένου, όπως σήμερα. Λίγο αργότερα (κι ενώ ακόμα πήγαινα γυμνάσιο, 6τάξιο τότε δεν υπήρχε ακόμη το Λύκειο) ανοίξαμε με το αγόρι μου κι ένα βιβλιοπωλείο. Το λέγαμε «Μπασόβγαση» από τον Ψυχάρη η λέξη. Η κύρια όμως ασχολία μας ήταν να τρέχουμε στα κλαμπάκια, στα σινεμά, στα καφενεία, στις διαδηλώσεις, να κάνουμε ατέλειωτες συζητήσεις και να βολτάρουμε στην Αθήνα με τους φίλους μας.
Για μένα το εχθρικό περιβάλλον αυτού του συστήματος, υπερβαίνει τις λεπτομέρειες. Όλες οι εποχές είναι δύσκολες Η μόνη περίπτωση για να επιβιώσω από μικρή ήταν να μη συναντιέμαι με τους θεσμούς και με τις εξουσίες.
Πώς ξεκίνησες να ασχολείσαι με το κόσμημα;
Από περιέργεια. Μου άρεσαν τα όμορφα πράγματα και υπήρχαν φίλοι που πήγαιναν Ταϋλάνδη και Ινδία και έφερναν πετράδια και διάφορα ασήμια. Και κυρίως γιατί ήταν μια δουλειά που μπορούσα να την κάνω σπίτι μου τις ώρες που μπορούσα. Είχα και μία δεξιότητα με τα χέρια μου, μ’ευχαριστούσε κι έβγαζα και χρήματα να ζήσω. Τα έδινα σε μαγαζιά στην Πλάκα και το Μοναστηράκι, αλλά και στην Κυψέλη που τότε ήταν μεγάλη αγορά.
Και μετά ακολούθησε το βιβλιοπωλείο, και η σχολή κινηματογράφου…;
Κοίτα… Όλα αυτά δεν είναι ξεχωριστά. Πάντα ήταν όλα μαζί. Το σινεμά, η μουσική, οι παρέες. Τότε τα βιβλιοπωλεία ήταν σαν καφενεία. Ήταν στέκια μας. Περνούσαμε να δούμε τους φίλους μας, να πιούμε μια ρακί, να πιούμε ένα κρασί, να γνωρίσουμε τους ποιητές, τους συγγραφείς. Φερειπείν εδώ πιο κάτω το βιβλιοπωλείο του Κωστή του Νικολάκη, τα παιδιά πάνω στα Εξάρχεια, αργότερα. Δεν ήταν ότι είχα όνειρο όπως λένε να γίνω τούτο η τ’ άλλο. Δεν με ενδιέφερε καθόλου κι ούτε με απασχολούσε η επαγγελματική καριέρα.. Η ζωή έτρεχε κι έτρεχα κι εγώ μαζί, να ζω με ανθρώπους που μ’ άρεσαν κι εκτιμούσα, να διαβάζω, ν’ ανακαλύπτω τον κόσμο και ν’ ασχολούμαι με εκείνο που μου δίνει χαρά. Ακολουθούσα την καρδιά μου και την τρέλα που έχει ο καθένας μας, την ακολούθησα, δεν την αγνόησα ούτε της αντιστάθηκα. Μόνο ως πολύ πιτσιρίκα ονειρευόμουν να γίνω χορεύτρια, αλλά ήμουν πολύ τεμπέλα για να αφοσιωθώ σε κάτι που απαιτεί τόση πειθαρχία και μελέτη. Από την τεμπελιά μου είναι και που δεν έμαθα να παίζω κανένα μουσικό όργανο καλά και σωστά. Τεμπελόσκυλο! Χαχααα!. Ασχολήθηκα με όλα αυτά μαζί. Έτσι ήθελα να ζήσω, έτσι έζησα.
Ο κινηματογράφος πώς προέκυψε;
Βλέπαμε πολύ σινεμά. Καμιά φορά βλέπαμε μέχρι και δύο ταινίες τη μέρα, στο Στούντιο, στην Αλκυονίδα. Βλέπαμε, διαβάζαμε, συζητούσαμε. Ανακαλύπταμε. Για εμάς ήταν πολύ σημαντικό. Μεγαλώναμε και μέσα στα σινεμά.
Με το ραδιόφωνο;
Εκτός από του Σταυράκου, τελείωσα την θεατρική σχολή της Ευγενίας Χατζίκου, που ήταν και δραματική σχολή. Ξεκίνησα, λοιπόν σαν ηθοποιός να παίζω σε μικρούς ρόλους στο Θέατρο της Δευτέρας και από εκεί δε ξέρω πώς, δε θυμάμαι πως έγινε, συνέβη ένα μαγικό. Μου είπε κάποια στιγμή κάποιος, «δεν έρχεσαι να κάνεις μια εκπομπή;» Είχα ήδη ξεκινήσει να παίζω μουσική σε μαγαζιά βράδυ και με είχε ακούσει και έτσι, χωρίς να ξέρω κανέναν, με πάει στην ΕΡΤ, στο τέταρτο πρόγραμμα. Και μου έδωσαν μία δίωρη, ζωντανή εκπομπή, «Το πάρτυ του Σαββάτου», Σάββατο βράδυ, 10-12. Εγώ εν τω μεταξύ στην τρέλα μου τότε, δεν συνειδητοποιούσα τι σημαίνει για κάποιους ανθρώπους το να κάνουν εκπομπή στην ΕΡΤ. Βεβαίως δεν προσλήφθηκα ποτέ στην ΕΡΤ. Όλα τα χρόνια εργάστηκα με συμβάσεις που υπέγραφα κάθε 6 μήνες. Πήγαινα, έβαζα τη μουσική μου, έφερνα καλεσμένους. Είχα φέρει όλους τους τότε γνωστούς dj της εποχής, Πολυχρονίου, Γιάννη Πετρίδη… Και μετά από το τέταρτο πρόγραμμα, που έμεινα δυο-τρία χρόνια, έκανα στο δεύτερο πρόγραμμα κάποιες μουσικές επιμέλειες. Στο μεταξύ, έσκασε η ελεύθερη ραδιοφωνία και δούλεψα στο Κανάλι Δεκαπέντε, που είχε κάνει ο Ρούσος Κούνδουρος και ήταν όλοι μαζεμένοι εκεί, Μηλάτος, Δασκαλόπουλος, Μαριτίνα Πάσαρη, Σαβάτης, Μανίκας, Πουλικάκος κ.α. δηλαδή όλο το αν φαν γκατέ της μουσικής . Όσο κράτησε το Κανάλι Δεκαπέντε, έμεινα. Μετά κατευθείαν δούλεψα στον flash 961 επί Κόκκαλη, κατόπιν στον 902 Αριστερά στα fm, στον Περισσό και είχα κρατήσει και μια εκπομπή στην ΕΡΤ, μέχρι τα τέλη του ’80. Μετά στον Rock fm. Στον ΗΧΩ fm στις αρχές του 90. Θυμάμαι καλοκαίρι του ‘92 φόρτωνα τους δίσκους στο αυτοκίνητο κι έτρεχα για καθημερινή 3ωρη εκπομπή στον ΗΧΩfm στον Ιλάν, έγκυος στην κόρη μου, λίγο πριν γεννήσω. Είχε δακτύλιο τότε κι εγώ τον διέσχιζα, περνούσα από την Αμερικάνικη πρεσβεία να πάω απέναντι Ζωγράφου που ήταν ο σταθμός. Μπάτσοι παντού εκεί γύρω, με σταματούσαν με βλέπανε με την κοιλιά τούρλα να οδηγώ και μ’ αφήνανε να περάσω. Επέστρεψα στον ROCK fm στα μέσα του ‘90 μέχρι το 2000 περίπου και τα τελευταία 8 χρόνια είμαστε στο κόκκινο105.5 μαζί με τον Mr.Μήτs.o.s.
Την εποχή που έπαιζες μουσική σε μαγαζιά, υπήρχαν άλλες γυναίκες στο χώρο;
Απ’ ότι θυμάμαι δεν υπήρχε άλλη γυναίκα να παίζει καθημερινά-σερί μουσική το 1980. Μπορεί όμως απλώς να μη το γνωρίζω. Να σου θυμίσω πως για να παίξεις τότε μουσική έπρεπε να έχεις δισκοθήκη καλή, δεν υπήρχε τότε η φάση βάζω το στικάκι και κατεβάζω από το internet γρήγορα και κυρίως τζάμπα. Ανέβηκα στα πλατώ που λέμε, το 1980 και κατέβηκα το 1995 όταν σταμάτησα την καθημερινή δουλειά στη νύχτα.. Ξεκίνησα να βάζω μουσική σε ένα μπαράκι στο Actuel, πάνω στην Κλεομένους, στον περιφερειακό του Λυκαβητού, μετά στο No name και παράλληλα με το Νο name, στο Κάμελ στη Βουλιαγμένης, στο Αεροδρόμιο κάτω στη Γλυφάδα, σε διάφορα μαγαζιά. Καλοκαίρια στη Μύκονο στα Άστρα στον Μπάμπη, στην Πάρο… Κάπου εκεί γύρω στο ‘95 άρχισε να πλακώνει το lifestyle να βιομηχανοποιείται και να κονσερβοποιείται αυτό που λέμε νυχτερινή ζωή-διασκέδαση, δηλαδή τους παραμυθιάζανε τα περιοδικά και τα κανάλια κι ερχόντουσαν όχι να διασκεδάσουν οι ίδιοι, αλλά να δούνε πώς διασκεδάζουν αυτοί που βλέπουν στις φωτογραφίες και τις εκπομπές. Κόλαση βλακείας. Αρχίσανε σε κάποια μαγαζιά να βάζουν κι αχταρμά ελληνικά και γενικά έγινε η φάση σκυλοπόπ βλαχομπαρόκ.
Πώς ήταν η εμπειρία σου ως dj;
Πάρα πολύ ωραία. Γι’ αυτό άλλωστε έπαιζα τόσα χρόνια, γιατί γούσταρα τρελά κι από ότι φαινόταν γούσταραν κι οι άλλοι. Γενικότερα, πάντως, η δεκαετία του ‘80 ήταν μια ξέφρενη φάση οπου τα γούστα ικανοποιούνταν στο έπακρο. Ποικιλία και πολυμορφία. Δινόταν σ’ όποιον ήταν ανήσυχος και ψαχνόταν αυτή η ευκαιρία. Το αλκοόλ και διάφορες ουσίες κυκλοφορούσαν σε αφθονία, ο κόσμος έβγαινε κι είχε κίνηση μέρα – νύχτα ,δρόμοι, πλατείες, τα μαγαζιά δούλευαν κάθε βράδυ – όχι μόνο Σάββατο, γενικά υπήρχε πολλή κίνηση, η ζωή έξω κι όχι στο σπίτι. Ξέρεις δεν υπήρχε και facebook , αυτά που συνέβαιναν δεν τα φωτογραφίζαμε, τα ζούσαμε.
Υπάρχει κάποιο είδος που να ξεχωρίζεις και κάποιο που να αντιπαθείς;
Υπάρχουν μουσικές που δε θα βάλω να ακούσω ποτέ, αλλά και που τα αντιπαθώ, τι σημασία έχει; Για να υπάρχουν, κάποιοι τα ακούνε και κάποιοι τα φτιάχνουν. Το θέμα είναι να υπάρχει μια ροή, μια ευρυχωρία, και η δυνατότητα να μπορεί ο καθένας να βρίσκει το χώρο του. Όχι ένας χώρος, ένα είδος να εκτοπίζει όλα τα άλλα. Να ακούγονται διάφορα είδη μουσικής, ο καθένας διαλέγει.
Το να είσαι ραδιοφωνικός παραγωγός σημαίνει πολλά περισσότερα από τη μουσική…
Κοίταξε να δεις, στο ραδιόφωνο ο καθένας θα πει αυτό που έχει να πει. Όπως και σε όλες τις δουλειές που έχουν να κάνουν με μία έκφραση. Προσωπικά στην εκπομπή εκφράζομαι ελεύθερα και αυθόρμητα. Μπορεί να πω και καμιά μαλακία, δε τρέχει τίποτα. Αέρας είναι, θα φύγει. Προτιμώ αυτό, από το να πηγαίνω με ένα προετοιμασμένο ακριβές κείμενο και να λέω μόνο αυτά που έχω σκεφτεί από το σπίτι μου. Γιατί μέχρι να μπω στο σταθμό έχω περπατήσει, έχω μπει στο τρένο, έχω δει πράγματα, ακούω ειδήσεις, μου έχει αλλάξει η διάθεση πέντε-έξι φορές. Θέλω να πω, πως όσο και να προετοιμαστώ, μέχρι να στηθώ στο μικρόφωνο, έχουν προστεθεί άλλα τόσα. Εγώ είμαι έτσι. Και μου αρέσει το ζωντανό, δεν τις ηχογραφώ τις εκπομπές. Βαριέμαι να τις ηχογραφώ. Βέβαια, καθένας όπως του βγαίνει καλύτερα, καθένας όπως αισθάνεται ότι θα δώσει το καλύτερο που έχει. Εμένα μου αρέσει το αυθόρμητο και το ζωντανό. Ακόμα και το απρόβλεπτο..
Υπάρχει και η επικοινωνία με το κοινό…
Υπάρχει επικοινωνία, ναι! Παρότι εγώ δεν ανοίγω facebook, στην εκπομπή, έχω το τηλέφωνο. Παίρνουν τηλέφωνο από όλο τον κόσμο – τώρα με τα laptop και το internet ακούς από όπου θέλεις. Έχω ακροατές από τον Καναδά, από τη Νορβηγία, Βραζιλία… Είναι ωραίο συναίσθημα! Και υπάρχουν και ακροατές που πραγματικά με έχουν συγκινήσει. Έχω έναν φίλο ακροατή, ο οποίος έχει βρει μια αποθήκη, ένα κατάστημα στην Αθήνα και πάει και βρίσκει κασέτες και γράφει τις εκπομπές. Μα καλά του λέω, σε κασέτες; Παλιός πάνκης, παραδοσιακός. Και μου έκανε και μία δώρο, απίστευτος; Μου στέλνουν ποιήματα, σκέψεις, βιβλία, πεσκέσια, κρασιά, ουίσκια, πίτες, κέικ… είναι πάρα πολύ ωραία όλα αυτά! Συναντιόμαστε μεν στον αέρα, αλλά η επικοινωνία είναι αληθινή. Όπως και τα συναισθήματα.
Γράφεις κι εσύ ποίηση όμως…
Δε γράφω ποίηση. Γράφω κάποιες σκέψεις. Καμιά φορά αντί να σκάσω, ή για να γελάσουμε λίγο, μου έρχεται κάτι και σκαρφίζομαι εκεί πέντε αράδες. Δε θα πω σε καμία περίπτωση ότι γράφω ποίηση.
Το ραδιόφωνο σου βγάζει εικόνες, δεν είναι σαν την τηλεόραση…
Έτσι, η τηλεόραση είναι ένα βίαιο πράγμα. Έχει την εικόνα που σε καθηλώνει και μένεις άγαλμα και είναι σαν να σε υπνωτίζει. Ενώ το ραδιόφωνο το ανοίγεις, σηκώνεσαι, πας μέχρι την κουζίνα, βάζεις ένα καφέ, τριγυρνάς στο σπίτι, ανοίγεις ένα βιβλίο, ένα περιοδικό. Κι εκεί που το ακούς, αν σε κερδίσει κάτι συγκεκριμένο, εστιάζεις σε αυτό. Με την τηλεόραση δεν έχεις αυτή τη δυνατότητα. Σε καθηλώνει και σε ρουφάει. Σε κεραυνοβολεί. Ενώ το ραδιόφωνο σου εξάπτει και λίγο τη φαντασία. Μπορείς να φανταστείς αυτό που θες εσύ. Η τηλεόραση είναι κάπως σαν το πανοπτικόν, σε παρακολουθεί διαρκώς και σε διατάζει.
Ποια πράγματα αποτελούν έμπνευση για σένα;
Όλα. Τα πάντα. Η ανάσα της ζωής είναι η έμπνευση. Κι η αντάρα της καρδιάς που δεν ησυχάζει.
Την πολιτική πώς την βλέπεις;
Ότι και να μας λένε οι πολιτικοί, ότι και να μας λένε οι γραφειοκράτες, οι λογιστές, οι τραπεζίτες και όσα νούμερα και να μας αραδιάζουν που να βγαίνουν, εγώ εκείνο που ξέρω και το ζω καθημερινά είναι ότι η κοινωνία έχει διαλυθεί και δε μπορούμε να ζήσουμε. Δε ξέρω κι εγώ πως ζούμε. Πιστεύω στα θαύματα. Το ότι ζω οφείλεται σε θαύμα, σε αυτό που λέγεται ζωή, στο απρόβλεπτο, στο ανατρεπτικό, στο χαοτικό της ζωής. Και στις ακροβασίες. Διότι κανονικά εγώ δε θα έπρεπε να ζω. Και είναι ακριβώς έτσι όπως στο λέω, χωρίς καμία υπερβολή. Αλλά ευτυχώς όσο αυτοί απεργάζονται τα σκοτεινά τους σχέδια μέσα στα κλιματιζόμενα γραφεία τους και τα πολυτελή ξενοδοχεία, η ζωή προχωρά. Η μόνη δικαιοσύνη που γνωρίζω και αναγνωρίζω, είναι της ζωής που προχωρά ανυπότακτη απέναντι στις αντιξοότητες. Καμία άλλη δικαιοσύνη δε καταλαβαίνω.
Σαν κοινωνία πώς μας βλέπεις;
Πώς να μας δω…
Πάντως πιστεύω, πως σήμερα σε μεγάλο βαθμό έχουμε αρχίσει να είμαστε πιο δεκτικοί. Οι άνθρωποι που συναναστρέφομαι τουλάχιστον…
Κάποιοι γίνονται πιο δεκτικοί κι άλλοι γίνονται φασίστες. Με τους ανθρώπους πορευόμαστε κι εκείνους που συναναστρεφόμαστε τους διαλέγουμε. Οι άνθρωποι μάς πάνε μπροστά. Οι άνθρωποι, οι φίλοι μάς κρατάνε. Οι προσωπικότητες πάνε μπροστά από τις ιδιότητες. Οι ιδιότητες δεν εγγυώνται τίποτα. Ούτε οι δηλώσεις. Ούτε οι ταυτότητες και οι ταμπέλες. Δεν ξέρεις ποτέ πού θα συναντήσεις τον άνθρωπο που θα σού σταθεί ή που θα σε συγκινήσει Και αυτό στερεότυπο είναι. Κρύβονται για να προστατευτούνε καμιά φορά. Αλλά συναντιόμαστε. Αναγνωριζόμαστε κι ας μη γνωριζόμαστε.
Το κύμα της αλληλεγγύης που έχει αναδυθεί μέσα από τις ανάγκες της κοινωνίας πώς το βλέπεις;
Ανάγκα και θεοί πείθονται. Αλληλεγγύη θα βρείς στους κατατρεγμένους, τους ταλαιπωρημένους, αυτούς που ξέρουν από στραπάτσα και δυσκολίες. Ο βολεμένος θα σού πετάξει την φιλανθρωπία του. Κι υπάρχουν κι οι επαγγελματίες της αλληλεγγύης. Η αλληλεγγύη είναι από το υστέρημα, φιλανθρωπία είναι από το περίσσευμα.
Ίσως απλά να καπηλεύονται περισσότεροι από ότι άλλοτε την έννοια της αλληλεγγύης…
Σώπα καλέ, γιατί το λες αυτό; Βρε δεν υπάρχει τίποτα, τη μύξα σου, το δάκρυ σου, το οτιδήποτε κι αν πέσει κάτω, θα το αρπάξουν, για να στο πουλήσουν μετά. Δε πιστεύω εύκολα στις αγνές προθέσεις. Και όσο πιο πολύ φασαρία γίνεται, τόσο πιο επιφυλακτική γίνομαι. Είναι και κάποια πράγματα, τα οποία είναι στοιχείο ποιότητας το να γίνονται διακριτικά. Όταν δε γίνονται έτσι, κάτι άλλο συμβαίνει. Eπίσης, η αλληλεγγύη είναι διάδραση, ως αλληλέγγυοι οφείλουν να σκέκονται εξ ίσου οι βοηθούντες και οι βοηθούμενοι.
Πιστεύεις ότι έπαιξε ρόλο η οικογένεια στο γεγονός ότι κατάφερες να αναπτύξεις τα ταλέντα σου;
Έπαιξε ρόλο το ότι ήταν μια ανατροπή. Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον, στο οποίο είχε ανατραπεί αυτό που ήταν κοινώς αποδεκτό και σχεδόν απαραίτητη και μόνη συνθήκη για τους περισσότερους.. Παρατηρούσα άλλες οικογένειες, την καταπίεση που τρώγανε οι γυναίκες από τους άντρες, τα παιδιά από τις μανάδες, κι όλη αυτή την υποκρισία που σαν παιδί βλέπεις ολοκάθαρα και σκεφτόμουν: είμαι πολύ τυχερή. Δεν ανέπτυξα τίποτα ταλέντα, ανέπτυξα το πείσμα μου και την φαντασία μου να ζήσω όπως ήθελα. Η τρελή οικογένεια μου, ήταν η απόδειξη πώς τίποτα δεν είναι δεδομένο στη ζωή. Δεν υπάρχουν σιγουριές και ακλόνητες βεβαιότητες. Το μόνο βέβαιο είναι ότι κάποια στιγμή θα πεθάνουμε. Ευτυχώς δεν ξέρουμε το πώς και το πότε. Ζούμε με αξιοπρέπεια κι είθε να πεθάνουμε αξιοπρεπώς.
Αντιμετώπισες περίεργες συμπεριφορές ως προς αυτό;
Όχι, ποτέ. Κι ούτε έδωσα ποτέ σημασία στο τι λένε οι άλλοι. Τα φαινόμενα απατούν, η εικόνα που φτιάχνουμε για τους άλλους, πολλές φορές είναι οι δικές μας προβολές, οι δικές μας ανάγκες, οι ανεπάρκειες κι οι φόβοι μας.
Οι παρέες πόσο σε επηρέασαν;
Πάρα πολύ. Οι παρέες, τι λες τώρα; Οι παρέες είναι όλο το θέμα. Χωρίς φιλία και συνωμοσία, δε γίνεται τίποτα. Οι φίλοι είναι το παν. Αν και τα δύσκολα, τα οριακά στη ζωή, τα περνάς μόνος σου. Η αρρώστια, ο πόνος δεν μοιράζονται. Η φυλακή επίσης. Μόνος σου. Όμως όταν η καρδιά είναι γεμάτη από την αγάπη κι υπάρχει η στήριξη των φίλων, γίνονται υποφερτά.
Αυτό το νιώθω πολύ και στα live που μαζεύεστε όλοι μαζί…
Κοίτα να δεις και να μη γνωριζόμαστε μεταξύ μας, το ότι υπάρχει ο Μήτσος, αυτή η μορφή που μας συνδέει, γινόμαστε όλοι ένα. Μετά, μπορεί ο καθένας να γυρίσει στη ζωή του και να ξανασυναντηθούμε μετά από έξι μήνες. Και αυτό το κλίμα, το δημιουργεί ο Μήτσος κι οι μουσικοί συνεργάτες ασφαλώς. Και όχι μόνο με τη μουσική του, αλλά και με την παρουσία του. Είναι σαν να μας στρώνει ένα χαλί και να καθόμαστε όλοι μαζί απάνω. Και πετάμε, μαγικό χαλί.
Και να χορεύετε και να χορεύουμε, όπως χόρευαν οι άνθρωποι άλλοτε…
Πάμε να απελευθερωθούμε, να χορέψουμε, να χαρούμε, να φλερτάρουμε, να αγγιχτούμε, να διασκεδάσουμε. Πολλοί χορεύουν μόνο εκεί που πιστεύουν ότι πρέπει να χορέψει κάποιος, όπως για παράδειγμα στην ηλεκτρονική μουσική, ή τα τσιφτετέλια Και αυτό πιστεύω πως είναι ένα πρόβλημα, οι αυτοεγκλωβισμοί. Μόνοι μας περιορίζουμε τους εαυτούς μας με διάφορες ιδέες που μας μπαίνουν, ότι πρέπει να είμαστε έτσι, ότι αυτό δε ταιριάζει με εκείνο. Αυτά είναι εγκλωβισμοί, τίποτε άλλο. Οι ντροπές δηλαδή και τα στερεότυπα.
Ενώ τα Εξάρχεια διατηρούν ακόμα ζωντανή αυτή την κουλτούρα, την κουλτούρα που σε αφήνει να εκφράζεσαι…
Όπως το λέει κάποιος, τα Εξάρχεια δεν είναι τίποτα σπουδαίο, αλλά τίποτα δεν είναι σαν τα Εξάρχεια! Είναι κατακτημένη εκεί μια ευρυχωρία. Και όποιος πάει να την περιορίσει αυτή την ευρυχωρία για δικό του όφελος ή φιλοδοξίες, συμφέροντα και λοιπές μωρίες στο τέλος θα ηττηθεί, γιατί τα Εξάρχεια δε το σηκώνουν αυτό το πράγμα. Μπορεί να περνάνε την παρακμή τους, όταν γίνονται τέτοιες κινήσεις, όμως στο τέλος ξανανεβαίνουνε. Άμα δεν τα κάνουνε δηλαδή τώρα, mall και σταθμούς του μετρό, θα ξανανθίσουν, γιατί υπάρχει αυτό. Μια γειτονιά που μπορεί να χωρέσει και να φροντίσει διαφορετικές τάσεις με κοινό παρονομαστή την ανοχή και τον σεβασμό σ’αυτήν ακριβώς την διαφορετικότητα μέσα σε μια ελευθεριακή κουλτούρα. Κάνοντας πράγματα που δίνουν χαρά στους ανθρώπους, συναυλίες, εκδόσεις, βόλτες, έρωτες, συζητήσεις, καφέδες, ποτά, μουσικές, κινήματα.
Η θέση σου για τον έρωτα…;
Επανάσταση δε γίνεται χωρίς έρωτα. Και η μόνη απάντηση στο σεξισμό είναι ο ελεύθερος έρωτας.
Με το Μήτσο, πώς γνωριστήκατε;
Γνωριστήκαμε στο Σκορπιό, στην Πλάκα, το 1979. Τελευταία χρονιά που δούλεψε η Πλάκα, πριν την κλείσει η Μελίνα. Σε μια παράσταση του Σαββόπουλου που συμμετείχε κι ο Μήτσος. Τον ήξερα, τον είχα δεί να παίζει, γιατί πήγαινα σε όλα αυτά τα «καταγώγια», με τον αδερφό μου από πιτσιρίκα.. Βοηθούσα κι εγώ εκεί, έκανα φροντιστήριο σκηνής. Εκεί γνωριστήκαμε, κι όπως όλοι οι έρωτες ήταν ακαριαίο. Είναι πολλά τα χρόνια. Είναι ο άνθρωπος μου, ο φίλος μου με την πιο βαθειά σημασία που μπορεί να έχει αυτή η λέξη. Ο Πουλικάκος, αυτός ο σύγχρονος Διογένης, αδέσποτος κι ελεύθερος άνθρωπος.
Εδώ Αθήνα μεγάλωσες από μικρή;
Γεννήθηκα στην Πλ. Αμερικής, πλατεία Αγάμων την έλεγαν τότε, διότι κατοικούσαν λέει πολλοί εργένηδες, απίστευτο? Πάντα στο κέντρο έμενα, ανάμεσα και γύρω απ’ τον Λυκαβηττό και τα Εξάρχεια. Είναι τώρα κάτι χρόνια που η σβούρα της ζωής που γυρίζει με ξανάφερε εδώ, κοντά στο σπίτι των παιδικών μου χρόνων. Αν σκεφτείς ότι η Πατησίων εκτός από τον δρόμο που κόβαμε βόλτες – «πάνω κάτω στην Πατησίων» – υπήρξε από τους εμπορικότερους κι ακριβότερους δρόμους την Αθήνας, σινεμά, θέατρα, καταστήματα, αντιλαμβάνεσαι αμέσως ότι η κρίση κι η φτωχοποίηση την έχει ρημάξει την περιοχή. Βάλε και τους πληθυσμούς που έχουν εγκατασταθεί, φτωχοί άνθρωποι, πρόσφυγες και μετανάστες, καταλαβαίνεις. Έχει αλλάξει εντελώς η ανθρωπογεωγραφία. Συνυπάρχουμε Βαλκάνια, Ρωσία, Συρία, Πακιστάν, Μπαγκλαντές, Κούρδοι και βεβαίως μαύροι Αφρικανοί που είναι και οι πιο cool τύποι. Με τις μουσικές τους, μερακλήδες στο ντύσιμο, ερωτικοί κι ακομπλεξάριστοι κι οι γυναίκες κουκλάρες με τις καμπύλες τους τα χρωματιστά τους, δε μασάνε τίποτα. Τις σέβονται και τις αγαπούν.
Έχεις μείνει και έξω όμως….
Τα ‘χω κάνει τα ταξίδια μου και κάποτε σκέφτηκα μήπως να έμενα κάπου στην Ευρώπη. Έκανα μια απόπειρα, μα γύρισα πίσω. Μού έλειψαν αφόρητα ο ήλιος, οι φίλοι μου και η αλητεία της Αθήνας.
Υπάρχει χώρος για τα νέα παιδιά να ασχοληθούν με τη μουσική με το ραδιόφωνο, πιστεύεις;
Πάντα υπάρχει χώρος για να κάνει ο άνθρωπος αυτό που θέλει. Κι αν δεν υπάρχει χώρος τον δημιουργείς. Βάζεις την καρδιά μπροστά και πας. Τώρα, οι δυσκολίες είναι ένα άλλο θέμα. Οι δυσκολίες δεν λείπουν ποτέ. Η μεγαλύτερη δυσκολία στην κατάσταση που ζούμε είναι το πώς θα ζήσεις. Τα φράγκα δηλαδή, σπίτι, φαγητό, μετακίνηση, εργαλεία για να κάνεις την δουλειά σου. Δεν γνωρίζω κανέναν άνθρωπο ούτε από διηγήσεις, που να πλούτισε από την δουλειά του αλλά σήμερα δεν μπορείς ούτε να επιβιώσεις. Ακόμα και το σπουργιτάκι που τρέφεται με ψίχουλα δεν τη βγάζει ως εργαζόμενος την σήμερον ημέρα.
Αυτό το οποίο έχουμε ακούσει να συμβαίνει και έχουμε συζητήσει κιόλας με αρκετούς νέους καλλιτέχνες, είναι η χρήση λίστας σε πολλούς σταθμούς, με αποτέλεσμα να μην ακούγονται νέα παιδιά…
Κοίτα, η λίστα είναι μία κονσέρβα, μία ευκολία. Περισσότερες λίστες λιγότερα μεροκάματα. Σου λέει γιατί να πληρώνω παραγωγό; Βάλε εκεί μια λίστα να παίζει. Και γίνονται όλα μια σούπα. Το ραδιόφωνο αν δεν είναι ζωντανός οργανισμός, αν δεν δίνει βήμα στις φωνές των ανθρώπων, δηλαδή την μουσική, τα γραπτά, παραστάσεις, εκδηλώσεις, τα κινήματα, αυτά που συμβαίνουν στην ζωή κι έχουν ένα ενδιαφέρον δεν έχει νόημα. Αυτή είναι η δουλειά του ραδιοφώνου. Να μοιράζεται και να συναντιόμαστε στον αέρα. Αν είναι να πηγαίνεις στο ραδιόφωνο, να μιλάς για τον εαυτό σου, ή να κουτσομπολεύεις και να ακούς τα ίδια τραγούδια, κορδέλα, ποιο το νόημα; Τι χαρά να αντλείς κάνοντας ένα τέτοιο πράγμα; Και αυτό καταστρέφει και το ραδιόφωνο, γίνεται μαγαζάκι.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ το Σάββατο 13.5.2017