Η Μάχη της Αμφιλοχίας ξεκίνησε το βράδυ της 12ης Ιουλίου του 1944, διήρκησε τουλάχιστον 14 ώρες, συμμετείχαν περίπου 1400 άνδρες της 7ης Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ ενάντια σε 1200 καλά οχυρωμένους Γερμανούς της 104ης Μεραρχίας Ορεινών Κυνηγών και δυνάμεων της τοπικής Χωροφυλακής, και αποτέλεσε την μεγαλύτερη τακτική επιχείρηση του ΕΛΑΣ σε όλη την διάρκεια της Κατοχής, τόσο από πλευράς δυναμικού όσο και από αυτήν των επιτευγμάτων.
Με το σύνθημα «Φυσέκι στους φασίστες» ξεκίνησε η μάχη που έδωσε ο ΕΛΑΣ κατά των Γερμανών, γνωστή ως «η μάχη της Αμφιλοχίας». Επίκεντρο των επιθέσεων ήταν η πόλη της Αμφιλοχίας, που αποτελούσε ισχυρή βάση των κατακτητών στη Δυτική Ελλάδα, καθώς ήταν σταυροδρόμι τριών οδικών αρτηριών. Σκοπός ήταν να γίνει κατάληψη της πόλης, ώστε να αποδυναμωθούν οι γερμανικές δυνάμεις, που βρίσκονταν κατά μήκος του δρόμου Ιωαννίνων-Αγρινίου και να χαλαρώσουν οι πιέσεις που ασκούσαν οι Γερμανοί στο Μέτωπο της Πίνδου.
Η Αμφιλοχία αποτελεί σταυροδρόμι τριών οδικών αρτηριών. Ένας δρόμος πηγαίνει προς τα Ιωάννινα, ένας προς Λευκάδα και ένας προς Αγρίνιο. Το 1944 στις τρεις εξόδους της πόλης υπήρχαν γερμανικά φυλάκια.
Το χρονικό της μάχης
Ο στρατηγός Αυγερόπουλος και οι επιτελείς του σχεδίαζαν για αρκετό καιρό τη μάχη της Αμφιλοχίας. Η VII Ταξιαρχία της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ θα ερχόταν αντιμέτωπη με τα στρατεύματα κατοχής και την 104η μεραρχία Ορεινών κυνηγών, η οποία αποτελούταν από Ιταλούς εθελοντές. Στις 12 Ιουλίου 1944 οι ΕΛΑΣιτες πήραν θέσεις μάχης γύρω από την πόλη. Οι Γερμανοί είχαν τρία φυλάκια στις τρεις οδικές αρτηρίες και στην πόλη υπήρχαν μεγάλες αποθήκες πυρομαχικών και οχημάτων. Αρχηγός της μάχης από την πλευρά του ΕΛΑΣ, ορίστηκε ο Στάθης Αρέθας και πρωτοπαλίκαρα των ανταρτών ήταν οι Σκιαδάς, Πάνος Γιαννούλης και Τάσος Μακρής. Το βράδυ οι στρατιώτες του ΕΛΑΣ φορώντας τσουράπια, δηλαδή μάλλινες κάλτσες, κατευθύνθηκαν προς την πόλη, αιφνιδιάζοντας τους Γερμανούς και τους συμμάχους τους, που ήταν οχυρωμένοι στα φυλάκια και στα σπίτια που είχαν επιτάξει. Αρχικά σκότωσαν τους σκοπούς, κινήθηκαν προς τα σπίτια, απ’ όπου οι Γερμανοί τους πυροβολούσαν από τα παράθυρα με πολυβόλα.
Ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ είναι ο τρίτος από αριστερά, ο Πάνος Γιαννούλης που ήταν διοικητής λόχου στη Μάχη της Αμφιλοχίας. Στην πόλη υπήρχε αποθήκη καυσίμων, στρατώνας, αποθήκες πυρομαχικών, σταθμός οχημάτων και περίπου 200 άλογα και μουλάρια.
Όταν οι αντάρτες υπό τον Βασίλειο Τσούνη έφτασαν στο σπίτι του καπετάνιου Παπαζέκου, που είχε επιταχθεί από τους Γερμανούς, οι οποίοι εξαπέλυαν σφοδρές επιθέσεις εναντίον τους, αρνήθηκε να το κάψει γιατί άνηκε στον φίλο του. Τότε ο Παπαζέκος φώναξε από μακριά «Κάφτο Γαιδάρα» αλλά εκείνος δίστασε. Ο Παπαζέκος πλησίασε και περιέλουσε το σπίτι του με δυο βαρέλια βενζίνη και το παρέδωσε στις φλόγες. Οι οδομαχίες στην κατοικημένη περιοχή, αλλά και στα παρακείμενα χωριά κράτησαν αρκετές ώρες. Οι αντάρτες ανατίναξαν τις αποθήκες πυρομαχικών των Γερμανών και μέχρι την επόμενη ημέρα είχαν καταφέρει να κάμψουν την αντίσταση τους. Η πόλη ήταν ελεύθερη αλλά όχι για πολύ. Τη στιγμή που οι αντάρτες ήταν έτοιμοι να υψώσουν την ελληνική σημαία, τρία πλοιάρια και τανκς των Γερμανών, κατευθύνονταν προς την Αμφιλοχία για ενισχύσεις.
Λευκαδίτες αντάρτες στην Αμφιλοχία. Μερικά χρόνια αργότερα πολλοί από τους ανθρώπους που συμμετείχαν στη μάχη εξοριστηκαν στα νησιά.
Οι αντάρτες κατάφεραν να γλιτώσουν την αντίποινα των Γερμανών, χάρη στον καπετάνιο Γιαννούλη, ο οποίος είχε την ιδέα να φράξουν τους δρόμους με τα πτώματα των Γερμανών στρατιωτών. Πράγματι στη θέα των νεκρών συμπατριωτών τους, οι Γερμανοί σταμάτησαν τα τανκς για να μην τα πολτοποιήσουν και οι αντάρτες κατάφεραν να διαφύγουν. Μαζί τους πήραν 250 τυφέκια, 45.000 φυσίγγια, 5.000 νάρκες, 3 αυτοκίνητα, 4 πυροβόλα και 96 άλογα, εκ των οποίων και μια λευκή φοράδα, την οποία έδωσαν δώρο στον Άρη Βελουχιώτη. Στις δύο ημέρες που διήρκεσε η μάχη, υπολογίζεται ότι έχασαν τη ζωή τους 180 Γερμανοί, ενώ οι ΕΛΑΣίτες έχασαν το 1/3 της δύναμης τους. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και πέντε άμαχοι πολίτες. Η νίκη στην Αμφιλοχία θεωρείται από τις μεγαλύτερες νίκες που σημείωσε ο ΕΛΑΣ κατά τη διάρκεια της αντίστασης.