Του Δημήτρη Κούλαλη
ΕΛΛΟΓΑ ΠΑΡΑΛΟΓΑ
Στις 17/9/2005, κυκλοφόρησε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο η ταινία «Εdison» σε σκηνοθεσία και σενάριο του Ντέιβιντ Μπερκ . Στην ταινία πρωταγωνιστούν, μεταξύ άλλων, οι Μόργκαν Φρίμαν και Κέβιν Σπέισι.
Η υπόθεση είχε ως εξής: Ένας άπειρος, νέος δημοσιογράφος, ύστερα από μια «περίεργη» δικαστική απόφαση, ξεκινά ένα ρεπορτάζ για τη διαφθορά στην αστυνομία. Ρεπορτάζ, το οποίο αγγίζει σχεδόν όλα τα μέλη του επίλεκτου αστυνομικού σώματος FRAT. Ο πολλά υποσχόμενος και μάχιμος δημοσιογράφος μπλέκει, μετά κόπων και βασάνων, στην έρευνά του το αφεντικό της μικρής εφημερίδας που εργάζεται. Στη συνέχεια μαζί με έναν αδιάφθορο ντετέκτιβ- ερευνητή που θέλει να καθαρίσει το Σώμα από την κόπρο του αστυνομικού Αυγεία αρχίζουν πολύπλευρη έρευνα. Ωστόσο, τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως θα ήθελαν οι τρεις ήρωες, καθώς, μάρτυρες-κλειδιά δολοφονούνται, ο ίδιος ο ρεπόρτερ δέχεται δολοφονικές επιθέσεις, ενώ, κι εδώ είναι το σημαντικότερο, (και) η πολιτική ηγεσία της αστυνομίας εμπλέκεται στο κύκλωμα.
Η ταινία, στην αρχική της προβολή δεν ενθουσίασε τους κριτικούς. Για τον γράφοντα, αν θέλετε τη γνώμη του, πρόκειται για μια καλή ταινία, όμοια της οποίας, ωστόσο, έχουμε ξαναδεί πολλάκις στο Hollywood.
Θα αναρωτιέστε, βέβαια, τι σχέση έχει με το θέμα μας ή και γιατί καταπιαστήκαμε μαζί της. Ίσως για εκείνο το απόσπασμα, στο οποίο Σπέισι και Φρίμαν έχουν έναν αποκαλυπτικό διάλογο:
-Σπέισι: Η FRAT, ασχολείται με τα ναρκωτικά, τα όπλα, την πορνεία. Ό, τι κατάσχουν το κρατάνε. Δώδεκα εκατομμύρια δολάρια μετρητά τα τελευταία πέντε χρόνια. Έξι εκατομμύρια δολάρια για πολεμικό, τέσσερα εκατομμύρια για παρακολούθηση. Ο Τίλμαν (ο προϊστάμενος της μονάδας) υπερπληρώνει τα πάντα, 200-400% . Αλλά δες από πού αγοράζει. Απ’ τη Midland. Aπ’ τη Hightower. Όπλα από τη Finix. H DigiVector έφτιαξε την ιστοσελίδα τους. –Φρίμαν: Σ’ αυτούς δηλαδή ανήκουν οι ηγέτες της πόλης μας. –Σπέισι: Και οι ιδρυτές του Ιδρύματος «Καλύτερο Έντισον». – Πρόκειται για επιτροπή πολιτικής δράσης. – Φρίμαν: Μόλις μου έδειξες, δηλαδή τις βάσεις ενός φασιστικού κράτους. – Σπέισι: Απολύτως…
Εδώ, γεννιέται ένα ερώτημα: Ήταν ο Μπερκ τόσο καλός γνώστης της σύγχρονης Ιστορίας; H απάντηση είναι: ίσως ναι, ίσως όχι. Θα δούμε στη συνέχεια τι τελικά ισχύει. Αν, πάντως, μπορούμε κάπως να σας προϊδεάσουμε, αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι η Τέχνη- ακόμη και αν μέσα σ’ αυτή συμπεριλάβουμε το Hollywood- μιμείται την πραγματικότητα…
***
Πριν καταπιαστούμε με τη γενεσιουργό αιτία του φασισμού, που δεν είναι άλλη από τον ίδιο τον καπιταλισμό, καλό θα ήταν να πούμε δυο λογάκια για τον πιο σημαντικό πρόδρομό του: Τον ιμπεριαλισμό. Το ύστατο στάδιο της κεφαλαιοκρατίας.
***
Ας ξεκινήσουμε από τα φρέσκα κουλούρια.
Πριν μερικές μέρες, στην έδρα του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, συνήλθε η Σύνοδος των υπουργών Άμυνας των κρατών – μελών της συμμαχίας. Σύνοδος όπου, όπως υπογράμμισε εκ νέου ο γ.γ. του ΝΑΤΟ, Γ. Στόλτενμπεργκ, αποφασίστηκε η ένταση των προσπαθειών «για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας»– με ό, τι αυτό συνεπάγεται για τους λαούς-. Ο Πάνος Καμμένος, επεσήμανε από ελληνικής πλευράς την «ανάγκη να ενισχυθεί ο ρόλος του ΝΑΤΟ στη νότια πτέρυγά του και να ελεγχθούν οι θαλάσσιοι διάδρομοι στη νότιο Μεσόγειο, για να αποτραπεί η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας μέσω παράνομης διακίνησης πετρελαίου, ναρκωτικών και όπλων, σε συνδυασμό με το ξέπλυμα χρήματος».
Να σημειωθεί ακόμη, ότι τέθηκε για άλλη μια φορά το ζήτημα της δίκαιης κατανομής του «οικονομικού βάρους της ασφάλειας».
Όσον αφορά το τελευταίο, μέσα στο φόντο των αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό της Συμμαχίας και των πιέσεων από την πλευρά των ΗΠΑ για «αύξηση της συνεισφοράς» των άλλων μελών ( αίτημα το οποίο επανέλαβε ο Τραμπ πετώντας μπηχτές από τη Βαρσοβία λίγο πριν τη σύνοδο του G-20), ο γ.γ. του ΝΑΤΟ κάνοντας πιο συγκεκριμένη την τοποθέτησή του τόνισε πως «για να κρατήσουμε τα έθνη μας ασφαλή, πρέπει να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για αυξημένες αμυντικές δαπάνες και δικαιότερη κατανομή των βαρών εντός της Συμμαχίας. ‘Εχουμε αρχίσει να κινούμαστε προς τη σωστή κατεύθυνση».
Πράγματι, με βάση τα στοιχεία που παρέθεσε, «η τάση είναι ανοδική». Μετά από χρόνια ύφεσης, το 2015 σημειώθηκε αύξηση των αμυντικών δαπανών των ευρωπαϊκών μελών του ΝΑΤΟ και του Καναδά. Το 2016, αυτό συνεχίστηκε (895 δισ. δολάρια) , ενώ για το 2017 προβλέπεται μια ακόμα μεγαλύτερη αύξηση των κονδυλίων που αφορούν στρατιωτικές δαπάνες κατά 4,3% (915 δισ. δολάρια). Σε ποσά αυτό σημαίνει, όπως υπολογίζουν στο ΝΑΤΟ, ότι τα τελευταία 3 χρόνια, οι «Ευρωπαίοι σύμμαχοι» και ο Καναδάς δαπάνησαν περισσότερα από 46 δισ. δολάρια για στρατιωτικούς σκοπούς, κάτι που αποτυπώνει την όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Ξεχωριστή θέση στην κατάταξη των συνεπών στις νατοϊκές υποχρεώσεις τους χωρών κατέχει η Ελλάδα. Καθώς, όχι μόνο ανήκε την χρονιά που μας πέρασε στην πεντάδα των καλοπληρωτών που πληρούν το όριο αναφοράς του ΝΑΤΟ για τη δαπάνη 2% του ΑΕΠ κατ’ έτος για την Άμυνα. Αλλά, είναι 1 από τα μόλις 6 κράτη- συγκεκριμένα βρίσκεται στη δεύτερη θέση- σε σύνολο 29 χωρών , τα οποία ξεπερνούν ή έστω πιάνουν το πλαφόν του 2%, (2,32% του ΑΕΠ) αποτελώντας έτσι μια από τις λίγες χώρες που ανεβάζουν τη συνολική επίδοση. (Ναι, μιλάμε για την ίδια χώρα στην οποία οι προβλεπόμενες δαπάνες στο υπουργείο Υγείας για το 2018 δεν θα ξεπεράσουν τα 3,7 δισ. ευρώ, έναντι 4,3 δισ. ευρώ το 2017).
Ίσως για αυτό ο ίδιος ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας, Τζ. Μάτις, φέρεται να εξέφρασε στον Έλληνα υπουργό Άμυνας, την ικανοποίησή του για το κιμπαριλίκι της ελληνικής κυβέρνησης. Μια ευαρέσκεια που εκφράστηκε και σε επίπεδο στρατιωτικών στελεχών, κατά την επίσημη επίσκεψη του Α/ΓΕΣ αντιστρατήγου Αλκ. Στεφανή στις ΗΠΑ, όπου βρέθηκε προσκεκλημένος του ομολόγου του, Αρχηγού του Στρατού των ΗΠΑ, στρατηγού Mark A. Milley, συνάντηση κατά την οποία «επιβεβαιώθηκε το εξαιρετικό επίπεδο συνεργασίας, αλληλοεκτίμησης και αμοιβαίας εμπιστοσύνης που ήδη υφίσταται, στο πλαίσιο των δράσεων των Χερσαίων Δυνάμεων».
Παράλληλα, «διερευνήθηκαν όλες οι δυνατότητες για την περαιτέρω ενίσχυση συνεργειών σε θέματα εκπαίδευσης, ασκήσεων και συντήρησης αμυντικού υλικού», με τις ΗΠΑ, κυρίως, να εστιάζουν στην πολυετή ανανέωση της διμερούς συμφωνίας για τη βάση της Σούδας στην Κρήτη που θεωρούν καίρια για το Πολεμικό Ναυτικό τους και τις επεμβάσεις τους σε όλη την ευρύτερη περιοχή και ιδιαίτερα σε Μ. Ανατολή και Β. Αφρική. Κάτι που φάνηκε και από τις πρόσφατες δηλώσεις του πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα Τζ. Πάιατ : «Για το Ναυτικό των ΗΠΑ», είπε, « λόγω του υψηλού ρυθμού των επιχειρήσεων που συμβαίνουν τη δεδομένη χρονική στιγμή στην Ανατολική Μεσόγειο, λόγω των προκλήσεων που προκύπτουν από τη Συρία και τη Λιβύη και, ιδίως, λόγω του πολέμου ενάντια στον ISIS, η Σούδα είναι πιο σημαντική από ποτέ και αποτελεί ένα μοναδικό κεφάλαιο».
Από την άλλη, στην «μητέρα Ευρώπη», μετά την εκλογή Μακρόν, άρχισε ένας νέος γύρος του αφηγήματος περί «φιλολαϊκής» Ε.Ε. Οι διακηρύξεις του Μακρόν για την ενίσχυση της λεγόμενης «εμβάθυνσης» της Ε.Ε. -κυρίως μέσω της ΟΝΕ-, οι γαλλογερμανικές συναντήσεις- όπως το 19ο Γαλλογερμανικό Υπουργικό Συμβούλιο- και οι δηλώσεις από κοινού με την καγκελάριο της Γερμανίας που παρουσιάστηκαν ως «σχέδιο Μακρόν» για την Ε.Ε. Η γενικότερη επαναπροσέγγιση τού- παρά τις αντιθέσεις τους- «γαλλογερμανικού άξονα» και η επανέναρξη της σχετικής συζήτησης για το μέλλον της Ε.Ε. βασισμένη στα «5 σημεία» που παρουσιάστηκαν πριν μερικούς μήνες από τον Ζ. Κ. Γιούνκερ, έρχονται σε μια περίοδο που οι ανταγωνισμοί με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα (Ρωσία, Κίνα, χώρες του BRICS) οξύνονται, μεγαλώνοντας τα «γεωπολιτικά ατυχήματα» στα διάφορα μέτωπα ανά την υφήλιο.
Όλα αυτά, βέβαια, την ίδια ώρα που, λόγω της ανισομετρίας των καπιταλιστικών οικονομιών, δοκιμάζονται και οι «παραδοσιακές» ιμπεριαλιστικές συμμαχίες της Δύσης , όπως αυτή με τις ΗΠΑ-παρά τα χαμόγελα και τα πειράγματα με τον Μακρόν στην πρόσφατη επίσκεψη του Τράμπ στο Παρίσι- που αναλύσαμε πιο πάνω, αλλά και η συνοχή του ίδιου του ευρωενωσιακού οικοδομήματος.
Η διαδικασία του Βrexit, διαδικασία, η οποία φανερώνει το σκληρό παζάρι που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Πριν λίγο καιρό, φερειπείν, στην πρεσβεία της Μεγάλης Βρετανίας, κορυφαίοι παράγοντες του Νησιού απηύθυναν κάλεσμα στους Έλληνες εφοπλιστές να εμπιστευτούν το Σίτι του Λονδίνου, διαβεβαιώνοντας ότι θα δοθούν περισσότερα κίνητρα παραμονής των επιχειρήσεων στη Γηραιά Αλβιώνα και ότι θα διαφυλάξουν παράλληλα, κατά το δυνατόν, τις τελωνειακές και άλλες συμφωνίες με την Ε.Ε. Στη συνέχεια, δεσμεύτηκαν για την ύπαρξη νέων ή και βελτιωμένων διμερών εμπορικών συμφωνιών που δεν θα υπάγονται στους στενούς περιορισμούς της Ε.Ε. με άλλες μεγάλες οικονομικά χώρες . Ταυτόχρονα, όμως, δια στόματος του Γάλλου πρωθυπουργού, το Παρίσι παρουσίαζε δέσμη μέτρων με σκοπό την ενίσχυση της ελκυστικότητάς του ως χρηματοπιστωτικού κέντρου, στα οποία μέτρα, μεταξύ άλλων, συμπεριλαμβάνονται η δέσμευση κατάργησης της προβλεπόμενης επέκτασης του φόρου επί των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, καθώς και της φορολογικής κλίμακας των υψηλότερων εισοδημάτων του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Ακόμη, δηλώσεις όπως αυτή της Άνγκελα Μέρκελ τον Ιούνιο σε προεκλογική συγκέντρωση του κόμματός της στο Μόναχο, είναι ενδεικτικές της γεωπολιτικής διελκυστίνδας που εξελίσσεται αυτή τη στιγμή, με τις ΗΠΑ από τη μία να ζητούν να πάψουν οικονομικά οι Ευρωπαίοι να αποτελούν τις «πλύστρες» του ΝΑΤΟ- κατά την περίφημη δήλωση του Μπους, «we’re gonna do the cooking and somebody else has to do the dishes»- και από την άλλη, με την Ε.Ε. να ψάχνει την στρατηγική της αυτονομία στο πλαίσιο της προώθησης των δικών της μονοπωλιακών συμφερόντων. Ειρήσθω εν παρόδω, στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. στις 22/6/2017, αποφασίστηκε η δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα και η μονιμοποίηση της συνεργασίας για την «καταπολέμηση της τρομοκρατίας». «Είχα αρκετές εμπειρίες», είχε πει πρόσφατα η Άνγκελα Μέρκελ, «τις τελευταίες μέρες. Και το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι εμείς οι Ευρωπαίοι πρέπει πραγματικά να πάρουμε τις τύχες μας στα δικά μας χέρια – φυσικά, διατηρώντας φιλικές σχέσεις με τις ΗΠΑ, φιλικές σχέσεις με τη Βρετανία και με σχέσεις καλής γειτονίας, στο βαθμό του δυνατού, με άλλες χώρες, ακόμη και με τη Ρωσία».
Αν μάλιστα, λάβει κανείς υπόψη του το γεγονός ότι στο σταθερό αίτημα του Τραμπ («οι ΗΠΑ δεν μπορεί να πληρώνουν για την ασφάλεια της Ε.Ε.») οι Γερμανοί ανταπαντούν ότι δεν γνωρίζουν «κανέναν Γερμανό πολιτικό, ο οποίος θα υποστήριζε ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό ή επιθυμητό» (Ζ. Γκάμπριελ), τα μυθώδη πλεονάσματα της Γερμανίας (1,8% για το 2017 το δημοσιονομικό της πλεόνασμα, 17,3 δισ. ευρώ το εμπορικό της πλεόνασμα) και την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, οι δύο Σύνοδοι επιβεβαίωσαν την κλιμάκωση των αντιθέσεων ανάμεσα στις ισχυρότερες κεφαλαιοκρατικές οικονομίες του πλανήτη.
Σας μυρίζει μπαρούτι; Αν όχι, κακώς! Αρκεί απλά να αναφέρουμε τα όσα δήλωσε προ ολίγου ο Ζ. Κ. Γιούνκερ, κατά τη διάρκεια ομιλίας του στη «Διάσκεψη για την Άμυνα και την Ασφάλεια στην Ευρώπη», παρουσιάζοντας το «έγγραφο προβληματισμού για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Άμυνας» που εμπεριέχει τα 3 βασικά προβλεπόμενα σενάρια για το μέλλον του «αμυντικού δόγματος» της Ε.Ε.: «Η προστασία της Ευρώπης δεν μπορεί πλέον να ανατεθεί σε εξωτερικούς συνεργάτες», είχε τονίσει. Στη συνέχεια υπερθεμάτισε λέγοντας: «Ακόμα και οι μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις μας – και μπορώ να τις υπολογίσω σε μία, το πολύ δύο – δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν όλες τις προκλήσεις και απειλές μόνες. Κι ούτε χρειάζεται να κοιτάξουμε πολύ πέρα από την πόρτα μας για να δούμε ότι ο πόλεμος δεν είναι κάτι στο παρελθόν». Στο κλείσιμο της ομιλίας του, σημείο στο οποίο έγινε μεφιστοφελικά (πιο) συγκεκριμένος, τόνισε χαρακτηριστικά: «Δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να υπερασπιστούμε τα συμφέροντά μας στη Μ. Ανατολή, στην αλλαγή του κλίματος, στις εμπορικές μας συμφωνίες».
Παράλληλα, μέσα σ’ αυτό το νέο μοίρασμα του κόσμου, τόσο η κυβέρνηση, όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση στη χώρα μας, καιρό τώρα, στοιβάζουν τις απαιτήσεις εγχώριων και διεθνών επιχειρηματικών ομίλων κάτω από την ομπρέλα της «γεωστρατηγικής αναβάθμισης της χώρας», πράγμα το οποίο έγινε εκ νέου ορατό στη συζήτηση για τα τεκταινόμενα στο Κυπριακό. Στο παιχνίδι αυτό, έχει ενταχθεί και μερίδα του Τύπου.
Ενδεικτικά να αναφέρουμε δύο άρθρα που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Καθημερινή» πριν μερικούς μήνες. Το ένα στις 15/3/2017 και τιτλοφορείται «Μοναξιά στην εθνική οδό»: «…Όσο βυθιζόμαστε μέσα στην κρίση», αναφέρει ο αρθρογράφος, «τα αντανακλαστικά μας γίνονται όλο και πιο περίεργα», περικόπτοντας βασικές ανάγκες, όπως η θέρμανση κ.ά. «Στην πραγματικότητα», συνέχιζε, «δεν εξοικονομείς πολλά με αυτά τα ημίμετρα. Περισσότερο επιβαρύνεις κι άλλο την ψυχολογία σου. Κι όσο κρατάει αυτή η ατμόσφαιρα, τόσο η ψυχολογία πέφτει, αναπόφευκτα. Σε αντίθεση με τους πολέμους, όπου τα πάντα εκτονώνονται βίαια και ξεθυμαίνουν σχετικά γρήγορα, οι οικονομικές κρίσεις κρατούν περισσότερο (…) διαβρώνουν χωρίς αίμα (χωρίς πολύ αίμα έστω), ωστόσο διαβρώνουν βαθιά και η σκουριά που αφήνουν δε φεύγει εύκολα μετά» (η υπογράμμιση δική μας).
Το δεύτερο γράφτηκε στις 2/4/2017, με τίτλο «Γεωστρατηγικά οικόπεδα». Εδώ, διαβάζουμε ότι: «Η στρατηγική σημασία της Τουρκίας αμφισβητείται, πλέον, ανοικτά. Αμερικανοί και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και αναλυτές θεωρούν ότι η Τουρκία έχει μπει σε έναν δρόμο όπου, στην… καλύτερη περίπτωση, δεν μπορούν να βγάλουν άκρη.(…) Μπορεί λοιπόν η Ελλάδα να αναπληρώσει το ενδεχόμενο κενό; Εξαρτάται από το αν και πόση «μπάλα» θα παίξει.(…) Σημασία όμως δεν έχει να έχεις το καλό οικόπεδο, αλλά τι κάνεις με αυτό.(…) Η Ελλάδα είναι χώρα πρώτης γραμμής για τη Δύση και ενδέχεται να κληθεί να παίξει ενεργά αυτόν τον ρόλο. Θα χρειασθούν ισχυρή πολιτική βούληση και συναίνεση για να παιχθεί αυτό το παιχνίδι. Δεν είναι αστείο, ούτε παιχνίδι να αναλάβεις ρόλους και αποστολές όταν επί δεκαετίες φοβόσουν να στείλεις έναν στρατιωτικό αστυνομικό στο Αφγανιστάν. Και επίσης θα αποκτήσουμε εχθρούς με αυτή την επιλογή και θα αναλάβουμε και ρίσκα, όπως, π.χ., το να γίνουμε στόχος φανατικών ισλαμιστών. Οι εξελίξεις, όμως, τρέχουν. Η ώρα των αποφάσεων μπορεί και να μην απέχει πολύ» (η υπογράμμιση και εδώ δική μας).
Τα συμπεράσματα δικά σας…
«Το ΝΑΤΟ είναι η μεγαλύτερη συμμαχία που γεννήθηκε ποτέ για την προάσπιση της κοινής μας ασφάλειας»
Μπάρακ Ομπάμα, πρ. Πρόεδρος των ΗΠΑ, βραβευμένος με το Νόμπελ Ειρήνης
Διανύοντας, λοιπόν, τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα που εκδηλώνεται σ’ όλους τους τομείς της κοινωνικής και πολιτικής ζωής των χωρών (στην οικονομία, στις εργασιακές σχέσεις, την κοινωνική πολιτική, στο πολιτικό σύστημα, στον ιδεολογικό, πολιτιστικό τομέα, στις διεθνείς σχέσεις, στο περιβάλλον κ.ά.) δημιουργούν ένα δυσοίωνο- αβέβαιο μέλλον για τους λαούς.
Ο ιμπεριαλισμός, δεν σχετίζεται μόνο με τον κρατικό έλεγχο, αλλά κυρίως με τον αγώνα του μεγάλου κεφαλαίου να κατακτήσει διάφορες περιοχές οικονομικής επικράτειας (αγορές, εργαζομένους και εργασία, φυσικούς πόρους, νέα είδη αγορών που αναπτύσσονται κ.ά).
Έτσι, έρχονται να επιβεβαιωθούν τα όσα επεσήμανε ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ στο βιβλίο του «Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας» (Σύγχρονη Εποχή, 1999): «… Η κοινωνία και οι νόμοι που έβαλαν νέα δεσμά στους αδύνατους», έγραφε, «και έδωσαν περισσότερη δύναμη στους πλούσιους, αναπόφευκτα κατέστρεψαν τη φυσική ελευθερία, εγκαθίδρυσαν για πάντα το νόμο της ιδιοκτησίας και της ανισότητας, έκαναν τον επιδέξιο σφετερισμό ένα τελεσίδικο δικαίωμα, και για το κέρδος λίγων φιλόδοξων ανθρώπων καταδίκασαν από κει και μετά ολόκληρη την ανθρωπότητα στην εργασία, την υποτέλεια και τη φτώχεια».
Κι αν κάποιοι βιαστούν να χαρακτηρίσουν «ξεπερασμένο» το Ρουσσώ, ας ακούσουμε έναν σύγχρονό μας για το πώς αντιλαμβάνεται το νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό κράτος οποιαδήποτε κοινωνική δαπάνη, η οποία αντιβαίνει στα ιμπεριαλιστικά του πλάνα.
Λέει στο βιβλίο του, «Η αρχή της καταιγίδας» (Μεταίχμιο, 2017),ο Πρέσβης Βασίλης Κασκαρέλης«: «Από το τέλος του Β’.Π.Π. και μετά οι Ευρωπαίοι είχαν επαναπαυτεί πλήρως στην αμερικανική ομπρέλα προστασίας, διοχετεύοντας όλες τις δυνατότητές τους στην εξασφάλιση ενός απεριόριστου κοινωνικού κράτους και των συνακόλουθων παροχών. Κανείς σε όλα τα ευρωπαϊκά μήκη και πλάτη δεν ασχολήθηκε σοβαρά με την ασφάλεια, τη σταθερότητα και τις αμυντικές υποδομές».
Ένα ωραίο τίποτα με μπόλικο καθόλου, λοιπόν, οι ανάγκες των πολιτών για δημόσια, δωρεάν και υψηλού επιπέδου παρεχόμενη Υγεία, Πρόνοια, Παιδεία. Η «Ασφάλεια» είναι το πρωτεύον. Ασφάλεια ποιανού, άραγε;
***
Ως εκ τούτου, γίνεται φανερό ακόμη και στον πιο καλόπιστο απέναντι στην τοξικά ταξική αδιαφορία του κράτους έναντι των σύγχρονων αναγκών των πολιτών, ότι το πρωτόγαλα κάθε ιμπεριαλιστικής επέμβασης βρίσκεται πρωτίστως στο εσωτερικό της χώρας που την ασκεί. Κι αυτό δεν είναι άλλο από την καπιταλιστική εκμετάλλευση…
Όσο και να αρπάζονται μεταξύ τους, σαν γνήσια αρπακτικά που είναι, οι πολυεθνικές, οι μεγαλοτραπεζίτες, οι βιομήχανοι, οι λομπίστες και οι εφοπλιστές, πάντα θα ποτίζουν το δένδρο της ζωοδότριας δύναμής τους με ένα πράγμα: Με το αίμα του εργαζόμενου λαού.
Η κεφαλαιοκρατική επιθετικότητα είναι αναγκαία για τον καπιταλισμό, προκειμένου το κεφάλαιο από τη μία να αυξήσει τα κέρδη του, μεγαλώνοντας έτσι την κυριαρχία του, και από την άλλη να παρέμβει με σκοπό την μεταφορά των βαρών της κρίσης στην εργατική τάξη και τ’ άλλα λαϊκά στρώματα. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ένα από τα φλέγοντα ζητήματα που συζητήθηκαν στην Σύνοδο του G-20, ήταν ο κίνδυνος μιας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης και ο τρόπος διαμέσου του οποίου οι χρυσοκάνθαροι εκφραστές του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου θα την «βγάλουν» εκ νέου καθαρή.
Έτσι, συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι όλες «οι καπιταλιστικές χώρες στην εποχή του ιμπεριαλισμού, ανεξάρτητα από τη θέση τους στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα, ανεξάρτητα από το μέγεθος και τη δύναμη της καπιταλιστικής οικονομίας τους, βρίσκονται στο στάδιο του ιμπεριαλισμού» (Λένιν Άπαντα, τ.27).
Τα εξηγούσε, όμως, και η Jayati Ghosh, καθηγήτρια οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Jawaharlal Nehru, στο Νέο Δελχί, μιλώντας στο «Real News Network»: «Από την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα έως και τώρα στον 21ο αιώνα , η πλήρης κυριαρχία μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης η οποία θέτει τους κανόνες που καθορίζουν την δύναμη του κεφαλαίου δεν είναι πλέον εμφανής. Έρχεται στο προσκήνιο ένα πιο ανοικτό είδος ελεύθερο για όλους, που ο Λένιν θα ονόμαζε «ενδοϊμπεριαλιστική αντιπαλότητα». Αναδύονται νέες δυνάμεις που θα αμφισβητήσουν ορισμένους από αυτούς τους κανόνες, οι παλιοί στατικοί κανόνες του παιχνιδιού δεν λειτουργούν πια. Επομένως, ο ιμπεριαλισμός έπρεπε να κινηθεί προς νέες μορφές ελέγχου. Δεν είναι καθαρά στρατιωτικές ή καθαρά πολιτικές, αλλά περισσότερο νομικές και θεσμικές μορφές ελέγχου. (…) Περίπου έναν αιώνα πριν, η τάξη η οποία έλεγχε σταθερά το κεφάλαιο σε μια σταθερή ιμπεριαλιστική μορφή, αποσυντέθηκε. (…)Ακολούθησε η περίοδος του Μεσοπολέμου, της τεράστιας αστάθειας στις μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις και της εμφάνισης όλων των αρνητικών δυνάμεων, των φασιστικών δυνάμεων, αλλά και πολύ ισχυρών εργατικών κινήσεων στις προηγμένες οικονομίες και φυσικά της ρωσικής επανάστασης. Εμφανίστηκαν μεγάλες εναλλακτικές δυνάμεις (…)αλλά και μια πιο ανθεκτική και θυμωμένη εργατική τάξη, η οποία, έχοντας απαυδήσει από την ανισότητα, ήταν έτοιμη να διεκδικήσει ενεργά τα περισσότερα από τα δικαιώματά της. Φυσικά, η κορύφωση όλων αυτών των αντιφάσεων κατά τον Β΄Π.Π. σήμαινε ότι η μεταπολεμική κατάσταση θα έπρεπε να είναι διαφορετική. Ακολούθησαν οι παγκόσμιες ρυθμίσεις του Bretton Woods, (…) το κράτος πρόνοιας κ.λπ».
Κι αν κάποιος νομίζει ότι τα όσα συνέβησαν μεταπολεμικά ήταν μια… φυσιολογική κατάσταση για τον καπιταλισμό, η Jayati Ghosh διαλύει κάθε ψευδαίσθηση: «Ο σκοπός του κεφαλαίου είναι το κέρδος. Αυτός είναι ο νόμος που το διέπει και ο λόγος για τον οποίο λειτουργεί. Και αυτό δεν έχει σε τίποτα να κάνει με το πόσο κακοπροαίρετοι ή καλοπροαίρετοι είναι οι καπιταλιστές. Είναι ένα ξεχωριστό ζήτημα. Συγκεκριμένα, εκείνοι που επιθυμούν να είναι καλοπροαίρετοι θα εκτοπιστούν στο πλαίσιο του ανταγωνισμού μεταξύ των καπιταλιστών.(…) Κατά την μεταπολεμική περίοδο το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα ήταν εκείνο που συγκρατούσε το κεφάλαιο και το ανάγκασε να λειτουργήσει λίγο περισσότερο προς το συμφέρον της κοινωνίας ως συνόλου».
***
«Καμία γωνιά του κόσμου δεν είναι αρκετά απομακρυσμένη, κανένα βουνό αρκετά ψηλό, καμία σπηλιά και κανένα καταφύγιο δεν είναι αρκετά βαθύ για να κρύψει τους εχθρούς μας»
Αυτά ήταν τα λόγια, με τα οποία ο πρώην υπουργός Άμυνας της πολεμοχαρούς κυβέρνησης Μπους του νεότερου, Ντόναλντ Ράμσφελντ, είχε επιλέξει να δείξει το ιμπεριαλιστικό του θράσος.
Σ’ αυτό το σημείο θα μας επιτρέψετε μια μικρή στάση. Ο κύριος Ράμσφελντ ,υπήρξε ένας εκ των πρωτεργατών της νατοϊκής επίθεσης στο Ιράκ, στον πόλεμο ενάντια στην «τρομοκρατία». Οι άλλοι ήταν ο Τσένεϊ και ο Γουόλφιτζ , βασικό μέλος της ομάδας των νεο-συντηρητικών γερακιών της Ουάσινγκτον.
Αναφορικά με τον Τσένεϊ, όπως εξηγούσε ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Γέιλ, David Bromwich, είχε τη φαντασίωση ενός κράτους σε διαρκή συναγερμό, «με την ευρύτερη δυνατή γνώση (total information awareness) για τις σκέψεις και τις προθέσεις των πολιτών του, που μάλιστα θα έπρεπε να κληθούν στην εκστρατεία καταγγέλλοντας υπόπτους με τρομοκρατικές προθέσεις» (Γιάννης Λούλης, «Ομπάμα, πώς γκρεμίστηκαν οι αυταπάτες», Καστανιώτης, 2014). Κι όλα αυτά μέσα στο κλίμα της «πολιτικής του φόβου», πολιτική, σύμφωνα με την οποία οι «ΗΠΑ όφειλαν να γνωρίζουν τα πάντα, όπως συμβαίνει σε ένα ολοκληρωτικό κράτος, έστω χωρίς τις απόλυτα ακραίες μεθόδους του»(στο ίδιο). Ο Τσένεϊ, όμως, γνωρίζοντας πως ένα τέτοιο σχέδιο έπρεπε να μείνει μυστικό, κινήθηκε στο παρασκήνιο και μαζί με τον δικηγόρο του, Ντέιβιντ Άντινγκτον, που κατέγραψε την όλη συλλογιστική του εγχειρήματος, και τον Τομ Χέιντεν της NSA άρχισε να εφαρμόζει πρακτικά μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση.
Σύμφωνα με το αποκαλυπτικό δημοσίευμα των NYT στις 16/12/2005, πολύ πριν δηλαδή σκάσει η βόμβα με τον Σνόουντεν, η κυβέρνηση Μπους αγνοώντας την υποχρέωσή της να γίνονται παρακολουθήσεις έπειτα από σχετικό ένταλμα ειδικού δικαστηρίου, όπως οριζόταν από το νόμο FISA (Foreign Intelligence Surveillance Act), προχώρησε σε μαζικές παρακολουθήσεις Αμερικανών πολιτών. Πρωτεργάτης αυτής της ουργουελιανής επιχείρησης ήταν ο Τσένεϊ.
Άραγε, τι σχέση έχουν όλα αυτά με την υπόθεση μας; Ενδεχομένως, να φαίνονται ασύνδετα.
Ωστόσο, αν κάποιος ρίξει μια πιο προσεκτική ματιά, θα διαπιστώσει ότι επιβεβαιώνεται αυτό που γράψαμε πρότερα. Κανένα ιμπεριαλιστικό-επιθετικό κράτος, καμία σύγχρονη ιμπεριαλιστική «Ιερή Συμμαχία» δεν υπήρξε, χωρίς, πρωτίστως, να καταδυναστεύσει, να χαφιεδίσει και να προσπαθήσει να καταστείλει κάθε ενάντια στο κυρίαρχο αφήγημά της λαϊκή έκφραση διαμαρτυρίας.
Γιατί, μην ξεχνάμε, ότι, μπορεί ο ιμπεριαλισμός να αποτελεί το τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού, ωστόσο, συνάμα αποτελεί το ιστορικό πρόθυρο της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι μεταπολεμικά κι ενώ σ’ όλες τις χώρες, ακόμη και στις ΗΠΑ, οι κομμουνιστές και εν γένει οι δυνάμεις της Αριστεράς είχαν τρομερή δυναμική, τα καπιταλιστικά κράτη, με πρώτο και καλύτερο το αμερικανικό, άρχισαν συστηματικά να επαναπροσανατολίζονται στη φίμωση των λαϊκών διεκδικήσεων και τη διατήρηση του προπολεμικού status quo.
Παραδείγματος χάριν, όπως αποκάλυπτε μια εκτενής μελέτη της δημοσιονομικής αρχής των ΗΠΑ, ήδη από το 1957, τονίζονταν τα οφέλη που θα αποκομίζονταν αν «το ξένο επιτελείο των διεθνών οργανισμών είχε εξειδικευτεί σε αμερικανικά πανεπιστήμια». Τι σήμαινε αυτό; Εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως το Μassachusetts Institute of Technology (MIT), το πανεπιστημιακό αυτό ίδρυμα με τον τεχνολογικό προσανατολισμό, τέθηκαν, διατηρώντας στενές επαφές, στην υπηρεσία του αμερικανικού στρατού. Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, όπως τονίζει στο βιβλίο του ο δημοσιογράφος Νόρμπερτ Χέρινγκ, («Η κατάργηση των μετρητών και οι συνέπειές της», Λιβάνης, 2016), μελετώντας κανείς τα σχετικά έγγραφα από τη μεταπολεμική περίοδο, διαπιστώνει ότι το «υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ απαίτησε από το American Economic Consortium, τη σημαντικότερη ένωση οικονομολόγων στον κόσμο, αναθεώρηση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, μια απαίτηση που η ένωση θεώρησε ότι δεν μπορεί να αρνηθεί. Ήδη, ο προπομπός της CIA, το Office of Strategy Services, στρατολόγησε πολλούς από τους επιφανέστερους καθηγητές, μεταξύ των οποίων πέντε πρώην προέδρους του American Economic Association και έναν μετέπειτα νομπελίστα» .
Έπεσε κανείς απ’ τα σύννεφα; Αν ναι, κακώς. Γιατί, η αστική δημοκρατία, δεν είναι τίποτα άλλο από τον πολιτικό προθάλαμο της αστικής δικτατορίας σε περιόδους, όμως, ταξικής ειρήνης.
« Είμαι ένας υποδειγματικός Αμερικανός πολίτης. Δεν έχω κάνει τίποτα κακό. Πολέμησα τους κομμουνιστές. Υπηρέτησα την πατρίδα μου, ήμουν πιστός σ’ εσένα-και στη CIA».
Με αυτά τα λόγια είχε απευθυνθεί ο Τομ Σομπζόκοφ στον παλιόφιλό του από την CIA, Τζον Γκρουντζ, έπειτα από ένα αποκαλυπτικό δημοσίευμα των New York Times, το οποίο τον τοποθετούσε στη λίστα με πάνω από τριάντα ύποπτους ναζί που κατά τα φαινόμενα ζούσαν ήσυχα και ωραία στην Αμερική. Ο Τομ Σομπζόκοφ δεν ήταν κάποιος τυχαίος άνθρωπος. Παλιότερα, όταν ακόμη φορούσε τη στολή των Βάφεν SS, συνήθιζαν να τον αποκαλούν «Φύρερ του Βόρειου Καυκάσου». Κι όμως, σύμφωνα με τα επίσημα έγγραφα, όχι μόνο εμφανίστηκε ως αιχμάλωτος πολέμου «χρήζοντας οικονομικής υποστήριξης», αλλά αποτέλεσε και προσωπική επιλογή του επικεφαλής του FBI, Τζέι Έντγκαρ Χούβερ, ως πληροφοριοδότης της υπηρεσίας στο Νιου Τζέρσι, με αποστολή να εντοπίζει τους συμπαθούντες το σοβιετικό καθεστώς.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση στην οποία ένα δωδεκάχρονο αγόρι, βρέθηκε στο στόχαστρό του. Ποιο ήταν το έγκλημά του; Είχε εκφράσει μια αόριστη επιθυμία να επισκεφθεί κάποτε τη Ρωσία και να αναζητήσει τις ρίζες της οικογένειάς του στον Καύκασο. Ο Σομπζόκοφ, τότε, ενημέρωσε άμεσα το FBI, καλώντας τους υπεύθυνους να έχουν το παιδί στο νου τους, γιατί κάτι μέσα βαθιά στην αντικομμουνιστική καρδούλα του, του έλεγε πως ο νεαρός ήταν επιρρεπής στα διαβολικά μυθεύματα του μαρξισμού.
Ένα παιδί φακελωμένο. Ένας ναζί στην υπηρεσία του κράτους. Κι όλα αυτά στη «γη της ελευθερίας». Πώς σας φαίνεται;
Δεν ήταν, όμως, μόνο ο Σομπζόκοφ που έθεσε εαυτόν στην υπηρεσία της ατλαντικής αυτοκρατορίας. Μετά την ήττα των χιτλερικών, περίπου 10 χιλ. «μετανάστες» που είχαν σχέσεις με το ναζιστικό καθεστώς, μετακόμισαν στις ΗΠΑ. Πολλοί εξ αυτών χρησιμοποιήθηκαν ευρέως και παντοιοτρόπως απ’ τους νέους κλειδοκράτορες του κόσμου.
Μόνο οι επίσημα εγγεγραμμένοι ναζιστές που στρατολογήθηκαν μετά βαΐων και κλάδων από το Αμερικανικό Πεντάγωνο ξεπέρασαν τους 1.600. Οι επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ, ήθελαν με κάθε τρόπο την επιστημονική- ιατρική κατάρτιση και τεχνογνωσία όσων λάδωναν τα γρανάζια της δολοφονικής μηχανής του Χίτλερ -όπως του Βέρνερ φον Μπράουν, του πιστού στον Χίτλερ επιστήμονα, ο οποίος είχε σχεδιάσει τους πυραύλους V-2 που βομβάρδισαν το Λονδίνο- ώστε να προηγηθούν των Σοβιετικών στην πρόσβαση στην πληροφορία. Για αυτό το λόγο τούς παρασχέθηκε βίζα, στέγαση και επιστημονική αρωγή .
Υπήρχαν βέβαια και οι ανεπίσημοι ναζιστές «πρόσφυγες», οι οποίοι λίγο καιρό μετά τον πόλεμο, έχοντας αναβαπτισθεί στην αμερικανική κολυμβήθρα του Σιλωάμ, αποκαλούνταν Αμερικανοί πολίτες. Οι θηριωδίες τους είχαν εξαφανιστεί. Ο λόγος; Ο λόγος ήταν ότι η αμερικανική γραφειοκρατία τούς ήθελε να επανδρώνουν προγράμματα όπως το απόρρητο Πρόγραμμα Συνδετήρας (Project Paperclip).
Ήταν αναγκαίοι στην νέα ιστορική περίοδο που άνοιγε. Για αυτό και όποιος απειλούσε να ξεθάψει αυτό το ένοχο μυστικό, καθίστατο αυτόματα στόχος του FBI και της CIA.
Μιλάμε άλλωστε, για το ξεκίνημα της PAX AMERICANA.
Άνθρωποι όπως ο παρασημοφορημένος αξιωματικός του Τρίτου Ράιχ, Γιάκομπ Ράιμερ, ο οποίος οργάνωνε επιδρομές στα εβραϊκά χωριά, βρίσκονται στους μισθολογικούς καταλόγους των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ. Εκεί, συναντά κανείς και τ’ ονοματάκι τού Ότο φον Μπόλσβινγκ, ενός ακόμη ναζί, ο οποίος -παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της CIA να εξαφανίσει ό, τι τον συνέδεε με το ναζιστικό παρελθόν του- ενώ είχε σημαντική προϋπηρεσία στην Υπηρεσία Ασφαλείας του ναζιστικού Γραφείου Εβραϊκών Υποθέσεων, μετά το τέλος του πολέμου, εκτός τού ότι έφτασε στο σημείο να ισχυριστεί ότι αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Χίτλερ(!) , προσέφερε, αρχικά σε εθελοντική βάση, τις υπηρεσίες του ως πληροφοριοδότη στους Αμερικανούς στρατιωτικούς αξιωματούχους στη Γερμανία, για να «αναβαθμιστεί» λίγα χρόνια αργότερα σε κατάσκοπο της CIA.
Η Ιστορία κατέγραψε στα αδιάσειστα κιτάπια της, τους ναζί που διέφυγαν εν γνώσει των Αμερικανών από την Ιταλία κυρίως για την Λ. Αμερική, μέσω της βοήθειας του Κροάτη καθολικού ιερέα και φασίστα Κρούνοσλαβ Ντραγκάνοβιτς, τον οποίο απόρρητη Έκθεση του αμερικανικού στρατού χαρακτήριζε «εγκληματία πολέμου». Ήταν τόσο απροκάλυπτη η στήριξη της νέας, τότε, αναδυόμενης αυτοκρατορίας προς τους ναζί, που η αμερικανική στρατιωτική εφημερίδα «Stars and Stripes» αναρωτιόταν σε ένα από τα άρθρα της: «Κερδίσαμε ή όχι;» Το γιατί δεν έκαναν κάτι οι παροικούντες την Ουάσινγκτον για να το αποτρέψουν, από τη στιγμή μάλιστα που χαρακτήριζαν τις πρακτικές του Ντραγκάνοβιτς και των ομοίων του «μη αποδεκτές» από τους αξιωματούχους του αμερικανικού Υπ. Εξωτερικών», μας το εξηγεί ο Έρικ Λίχτμπλαου στο καταπληκτικό βιβλίο του «Οι ναζί της διπλανής πόρτας» (Ποταμός, 2016): «Η διαδικασία της διαφυγής ήταν ένα χρήσιμο εργαλείο για τους Αμερικανούς αξιωματούχους στο νέο τους αγώνα που ήταν ο Ψυχρός Πόλεμος, αλλά δεν μπορούσαν να το παραδεχθούν δημόσια», έγραφε καταρρίπτοντας μεμιάς τα γελοία κηρύγματα των νεοφιλελεύθερων τυφλοπόντικων της Ιστορίας περί ταύτισης του κομμουνισμού με το ναζισμό.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα πώς εργαλειοποιούνται οι φασίστες, είτε σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας, είτε σε συνθήκες αστικής δικτατορίας, ζητήσαμε τη γνώμη του ερευνητή και συγγραφέα των βιβλίων «Άσπρα μαντήλια στην Plaza de Mayo» (ΚΨΜ, 2015) και «Από το Τρίτο Ράιχ στην Ευρωπαϊκή Ένωση»(ΚΨΜ,2017), Κώστα Λουλουδάκη.
Σύμφωνα με το Λουλουδάκη, «όταν μιλάμε για τα αίτια που οδηγούν στην ανάπτυξη ή ακόμα στην αποσύνθεση και στην πτώση ενός συστήματος πρέπει να έχουμε κατά νου πολλά δεδομένα και πολλούς παράγοντες για να κατανοήσουμε τους κοινωνικούς μηχανισμούς αναπαραγωγής ή λειτουργίας αυτού του συστήματος. (…) Στην εποχή μας, η μόνη λειτουργία που κατέχει κεντρική σημασία είναι εκείνη της αναπαραγωγής κεφαλαίου που με την σειρά της καθορίζει όλες τις άλλες λειτουργίες της κοινωνίας.
Για να διατηρηθεί όμως ο χαρακτήρας του καπιταλιστικού συστήματος χρειάζεται η άνιση κατανομή και διανομή της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας. Ωστόσο, οι πολιτικές συσσώρευσης, σε λίγα χέρια, του παραγομένου κεφαλαίου, προϋποθέτουν το απαραίτητο της πειθάρχησης του κόσμου της εργασίας στις εντολές αυτών που κατέχουν τον πλούτο. Ο Χίτλερ το πρώτο πράγμα που υποσχέθηκε στους κεφαλαιοκράτες ήταν πειθαρχημένους εργάτες, υποταγμένα συνδικάτα και νέες ελεύθερες αγορές. Με τα δικά του λόγια: «Η κυβέρνηση δεν θα προστατεύσει τα συμφέροντα του λαού με μια οικονομική γραφειοκρατία οργανωμένη από το κράτος αλλά με την υποστήριξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας» (βλέπε και ντοκιμαντέρ «Φασισμός Α.Ε.» του Άρη Χατζηστεφάνου).
Οι ολοκληρωτικές αυτές απόψεις διαπερνούν όλους τους εγκεφάλους και ολόκληρη την σκέψη των νεοφιλελεύθερων, για αυτό δεν πρέπει να μας προξενούν έκπληξη τα συναισθήματα αλληλεγγύης του ιεροφάντη των ελεύθερων αγορών και των νεοφιλελεύθερων, Ludwig Heinrich von Mises που επισημαίνει ήδη από το 1927 ότι «κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο φασισμός έχει ήδη καταξιωθεί στην ιστορία ως ο σωτήρας του ευρωπαϊκού πολιτισμού (…) διότι κατάφερε να διασώσει την ατομική ιδιοκτησία και το δικαίωμα στην ανταλλαγή»!
Ξεκάθαρα λοιπόν θα πω πως φασισμός είναι η επικράτηση συγκεκριμένων, επιθετικών παραγωγικών σχέσεων που εξασφαλίζουν την ταξική, ολοκληρωτική και βίαιη εξουσία των φορέων της αγοράς και του καπιταλισμού. Φασισμός είναι ο ολοκληρωτισμός της καπιταλιστικής κοινωνίας».
Προς επίρρωση των όσων ανέφερε ο Λουλουδάκης, οφείλουμε να σταθούμε, για να καταλάβουμε και τον τρόπο σύνδεσης φασισμού-ιμπεριαλισμού, στα όσα σημαντικά έγραφε ο Ρατζανί Πάλμε Ντατ στο βιβλίο «Φασισμός και κοινωνική επανάσταση» (Σύγχρονη Εποχή, 2013):
«Ο φασισμός, αποτελεί την κυρίαρχη έκφραση του σύγχρονου ιμπεριαλισμού, του καπιταλισμού σε αποσύνθεση, των πιο βίαιων πολιτικών του καπιταλισμού σε κρίση και επομένως είναι απαραίτητα συνυφασμένος με τον πόλεμο. Με τη βίαιη καταστολή όλων των σοσιαλιστικών, φιλειρηνικών και διεθνιστικών κινήσεων, με τη βίαιη στρατιωτικοποίηση της εργασίας και τη συγκεντρωτική δικτατορία, (…)αποτελεί ευθέως μέτρο της καπιταλιστικής πολεμικής προετοιμασίας».
Συμπερασματικά, ο φασισμός δεν υπήρξε αποκλειστικά «γερμανικό» ή «ιταλικό» φαινόμενο. Πολλά από τα κατασταλτικά μέτρα που εφαρμόστηκαν ενάντια στο εργατικό-λαϊκό κίνημα σε Γερμανία και Ιταλία, αποτέλεσαν επίσημη πολιτική των εθνικών επιτροπών των εκατομμυριούχων που ονομάζονται κυβερνήσεις και σε μια σειρά από άλλες χώρες υπό καθεστώς αστικής δημοκρατίας. Οι αστικές δημοκρατίες της Ευρώπης και της Αμερικής στήριξαν τότε ενεργά την άνοδο του φασισμού. Συνέδραμαν καταλυτικά στην ανάκαμψη και την πολεμική υπεροπλία της ναζιστικής Γερμανίας, είτε μέσω πιστώσεων, είτε μέσω επενδύσεων, είτε παραβλέποντας την κατάφωρη παραβίαση της Συνθήκης των Βερσαλλιών περί εξοπλισμών κ.ά. (Θεωρήστε τη χρήση αορίστου χρόνου αναγκαστική, λόγω της αναφοράς μας σε παρελθοντικά γεγονότα, όχι σε παρελθούσες πολιτικές καταστάσεις).
***
Οι εταιρείες δεν έχουν αρχές. Οι εταιρείες δεν έχουν ιδεολογία. Έχουν μόνο την προοπτική του κέρδους ή και της ζημίας…
Αυτή τη θεμελιώδη για τον καπιταλισμό αρχή φαίνεται να είχαν στο μυαλό τους οι ιθύνοντες της «Kodak», οι οποίοι κατά τη διάρκεια του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου, στα γερμανικά υποκαταστήματά τους χρησιμοποιούσαν τους εργάτες που τους παρείχαν αφειδώλευτα τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αρκετά από τα ευρωπαϊκά υποκαταστήματα της εταιρείας είχαν συνάψει σοβαρές εμπορικές συμφωνίες με τη ναζιστική κυβέρνηση. Σημειώστε ακόμη, ότι ο ίδιος ο Κέπλερ, ένας από τους κορυφαίους οικονομικούς συμβούλους του Χίτλερ, είχε στενούς δεσμούς με τα διευθυντικά στελέχη της «Kodak».
Στη δεκαετία του 1930, άλλος ένας μετέπειτα ευυπόληπτος κεφαλαιούχος «ανακάλυψε» τις ευεργετικές ιδιότητες του φασισμού. Ήταν ο Ούγκο Μπος. Μάλιστα, ο συγκεκριμένος, όχι απλά είχε «πάρε δώσε» με τους ναζί, αλλά, όπως είχε ομολογήσει το 1997 ο γιος του, Ζίγκφριντ Μπος, είχε ενταχθεί στο ναζιστικό κόμμα. «Φυσικά ο πατέρας μου ανήκε στο κόμμα των ναζί. Αλλά ποιος δεν ανήκε τότε ;», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά (New York Times: Hugo Boss Acknowledges Link to Nazi Regime, 15/8/1997).
Ο Μπος, αρχικά ως μέλος της χιτλερικής νεολαίας και στη συνέχεια ως επίλεκτος των «SS», υπηρέτησε το ναζιστικό καθεστώς. Κάτι το οποίο εξαργύρωσε στη συνέχεια, όταν ίδρυσε την εταιρεία του.
Μην ξεχνάμε ότι προμηθευόταν τζάμπα εργατικό δυναμικό (διάβαζε σκλάβους) από την Πολωνία και τη Γαλλία με την ευγενική χορηγία του Τρίτου Ράιχ.
Παρόμοια ιστορία συναντά κανείς πίσω από το «αμάξι του λαού». Ήταν το 1934, όταν ο Φέρντιναντ Πόρσε, ο άνθρωπος πίσω από τη «Volkswagen» και την «Porsche», συναντήθηκε με τον Χίτλερ προκειμένου να συζητήσουν τη δημιουργία του «αυτοκινήτου του λαού».
Ο Χίτλερ, παρήγγειλε στον Πόρσε ένα αυτοκίνητο με ένα αεροδυναμικό σχήμα, «όπως ένα σκαθάρι». Έτσι γεννήθηκε το «Volkswagen Beetle».
Όμως, το μεδούλι της όλης ιστορίας, δεν βρίσκεται στο γεγονός ότι ένας ισχυρός βιομήχανος δημιουργεί ένα προϊόν σε συνεννόηση με έναν δικτάτορα, όπως ο Χίτλερ. Φευ! (Άλλωστε, ο τελευταίος, ήταν εκείνος που διαβεβαίωνε σε μια δίωρη ομιλία του στο «Hotel Atlantic»[28/2/1926], την αφρόκρεμα του γερμανικού κεφαλαίου, ότι θα καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια «για να συντριβεί η μαρξιστική απειλή και ο εργατικός συνδικαλισμός»*).
Η δυσώδης οσμή αυτής της σατανικής, σκωληκόβρωτης συνεργασίας, αναδίδεται από το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια του Β’ Π.Π, 4/5 εργαζόμενους στα εργοστάσια της «Volkswagen» προέρχονταν αποκλειστικά από τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης. Ο ίδιος ο Χάινριχ Χίμλερ, ένας από τους ηγέτες των «SS», προμήθευε τον Πόρσε με εργάτες- σκλάβους από το Άουσβιτς.
Και, επειδή κινητήρας χωρίς καύσιμο δεν λειτουργεί, στο παιχνίδι του καπιταλιστικού σκοταδισμού μπήκε και η Standard Oil . Σύμφωνα με την Έκθεση του MIT , «A People’s History of the United States», 2/12/2000, όταν η «Deutsche Luftwaffe», η Πολεμική Αεροπορία της ναζιστικής Γερμανίας, βγήκε στην αγορά, αναζητώντας τετρααιθυλικό μόλυβδο για τα αεροπλάνα της, η ιδρυθείσα το 1870 από τον John D. Rockefeller, Standard Oil- όντας μία από τις μόλις τρεις εταιρείες που θα μπορούσε να κατασκευάσει αυτό το είδος καυσίμου- δήλωσε παρούσα. Χωρίς τη συνδρομή της, με το αζημίωτο φυσικά, η γερμανική Πολεμική Αεροπορία δεν θα μπορούσε να είχε σηκώσει τα αεροπλάνα της από το έδαφος. Όταν η Standard Oil διαλύθηκε ως μονοπώλιο, διασπάστηκε στην «ExxonMobil», τη «Chevron» και τη «BP», οι οποίες υπάρχουν μέχρι σήμερα.
Την ενέργεια που έλειπε απ’ το γερμανικό στρατό, έδωσε απλόχερα και η «Coca-Cola», αυτή τη φορά στο ανθρώπινο δυναμικό της πολεμικής μηχανής των ναζί. Όπως σημείωνε σε δημοσίευμά της η Daily Mail (4/3/2015,«Coca-Cola pulls ‘Nazi’ Fanta advertisement which referred to the 1940s as ‘the good old times») η «Coke» ήταν από εκείνες τις εταιρείες που έπαιζαν σε διπλό ταμπλό. Μια τακτική, η οποία αρμόζει σε κάθε σοβαρό καπιταλιστή που ξέρει στοιχειωδώς τους νόμους της αγοράς. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, λοιπόν, ενώ, φαινομενικά, υποστήριζε τα αμερικανικά στρατεύματα, παράλληλα, πότιζε με τη «γλυκόπιοτη» σόδα της τους ναζί. Κι όταν το ανθρακούχο σιρόπι εξαντλήθηκε στη Γερμανία στα 1941, λόγω των περιορισμών του πολέμου, η «Coca Cola», πάλι έδωσε τη λύση. Εφηύρε ένα νέο ποτό, προοριζόμενο ειδικά για τα ναζιστικά στρατεύματα. Ήταν, μια σόδα με γεύση φρούτων. Ήταν η «Fanta». «Πολύ πριν η Fanta συνδεθεί με εξωτικές γυναίκες που τραγουδούν γευόμενες το δροσερό αναψυκτικό τους», σημείωνε η Μail, «αποτελούσε το ανεπίσημο ποτό της ναζιστικής Γερμανίας».
Παρομοίως, η εταιρεία «Adam Opel AG», μια γερμανική κατασκευαστική εταιρεία αυτοκινήτων που ανήκε στην General Motors (την οποία ήλεγχε η οικογένεια Ντιπόν), μετατράπηκε σε εταιρεία κατασκευής στρατιωτικού εξοπλισμού. Κατασκεύαζε φορτηγά για τον γερμανικό στρατό, όπως το τριών τόνων «Opel Blitz» που χρησιμοποιήθηκε στις αστραπιαίες επιθέσεις ενάντια στην Πολωνία, την ΕΣΣΔ κ.ά. Κατασκεύαζε ακόμη, τμήματα αεροπλάνων, όπως μηχανές για τα «Wunderbomber», την αφρόκρεμα της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας. Παράλληλα βέβαια, όπως η ίδια κόμπαζε σε ένα τηλεοπτικό διαφημιστικό σποτάκι της, συνέδραμε τους Συμμάχους με την κατασκευή γεφυρών και δρόμων. Οι θυγατρικές, όμως, της GM στη Γερμανία ήταν εξαιρετικά κερδοφόρες και οι εσωτερικές πολιτικές σχέσεις της Γερμανίας «δεν απασχολούσαν τις επιχειρήσεις της GM», όπως είχε δηλώσει κατά λέξη το 1939 ο Άλφρεντ Σλόαν, πρόεδρος της «General Motors».
Στο ίδιο μήκος κύματος και η «ΙΒΜ». H εταιρεία που «έτρεχε να συνδράμει, όταν ο πελάτης ζητούσε βοήθεια». Και το έκανε. Με τον Χίτλερ. Όταν ο τελευταίος ζήτησε τους τεχνικούς της για την εφαρμογή των προγραμμάτων εξόντωσης και καταναγκαστικής εργασίας που σχεδίαζαν οι ναζί. Αν και οι ιθύνοντες της εταιρείας, όπως ο διευθυντής της, Τόμας Ουάτσον, είχαν αναστολές για αυτή τη συνεργασία. Όχι, όμως, για τους λόγους που μπορεί να φαντάζεστε. Σύμφωνα με τον Πίτερ Ντράκερ, στέλεχος της εταιρείας, ο Ουάτσον ναι μεν είχε αναστολές, αλλά «όχι γιατί πίστευε πως ήταν ανήθικό, αλλά, γιατί (…) με μια φοβερή οξυδέρκεια σε ζητήματα δημοσίων σχέσεων, πίστευε πως μπορεί να είναι επικίνδυνο», από επιχειρηματικής απόψεως.
Η Ιστορία απέδειξε ότι αυτές οι αναστολές ξεπεράσθηκαν.
Η «ΙΒΜ», παρέδωσε τις μηχανές ταξινόμησης «Hollerith», προγόνους των υπολογιστών, που χρησιμοποιούσαν διάτρητες κάρτες για τους υπολογισμούς τους. Όπως έγραφε ο Έντγουιν Μπλακ, συγγραφέας του «IBM and the Holocaust», «τα κεντρικά γραφεία στη Νέα Υόρκη γνώριζαν πολύ καλά τι συνέβαινε στο Γ’ Ράιχ με τα μηχανήματα που τους έδινε η εταιρεία… ότι- δηλαδή- τα μηχανήματά της βρίσκονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και χρησιμοποιούνταν για την εξολόθρευση των Εβραίων». «Δεν είχε να κάνει με το ναζισμό», συνέχιζε ο Μπλακ, «είχε να κάνει με το κέρδος».
Οι εταιρείες άλλωστε, όπως σημειώσαμε πιο πάνω, δεν έχουν αρχές, δεν έχουν ιδεολογία.
Το ίδιο και οι τράπεζες.
Έχοντας παραθέσει μερικά μόνο από τα ονόματα των βιομηχανιών που στήριξαν το οικονομικό κίνημα με τις πολιτικές προεκτάσεις που ονομάζεται φασισμός- πιστέψτε μας, είναι πολλά ακόμη τα ονόματα εταιρειών και μεγαλοστελεχών πολυεθνικών που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εκγύμναση των εξουσιαστικών μπράτσων του ναζισμού, για τα οποία επιφυλασσόμαστε να μιλήσουμε σε επόμενο σημείωμα- δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στο ρόλο των τραπεζών. Πολλές τράπεζες, οι περισσότερες από αυτές προερχόμενες από την «ουδέτερη» Ελβετία- σημειωτέον, ήδη από το 1926, ο Χίτλερ είχε παραχωρήσει τα πνευματικά δικαιώματα του «Mein Kampf» στην ελβετική τράπεζα «Bangues Suisses», ενώ, παράλληλα, από το 1923, είχε ξεκινήσει αγαστή συνεργασία με την οικογένεια Γουίλ- Ρίτερ της «Credit Suisse»- τάχθηκαν εξ αρχής, αναφανδόν, στο πλευρό των ναζί κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Η «Chase Manhattan Bank» ( από το 2000 «JPMorgan Chase Bank»), ήταν η πιο ένθερμη υποστηρίκτριά τους. Το γαλλικό υποκατάστημα της Τράπεζας στο Παρίσι, ήταν εκείνο που είχε συνάψει εμπορικά συμβόλαια με τους ναζί εν πλήρει γνώσει της αμερικανικής έδρας τόσο πριν, όσο και μετά το Περλ Χάρμπορ. Αυτή, όμως, όπως τόνιζε δημοσίευμα των New York Times στις 7/11/1998 , είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, καθώς η εν λόγω τράπεζα έχει κατηγορηθεί για το πάγωμα πολλών τραπεζικών λογαριασμών σ’ όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια που ανήκαν σε Εβραίους, κάτι το οποίο- σε χρόνια απηνών διώξεων και πολέμου- σήμαινε αυτόματα, σε πλείστες περιπτώσεις, θάνατο. Μια έρευνα του BBC πριν μερικά χρόνια, διαπίστωσε ότι η «Chase Manhattan Bank», «πάγωσε», κατά τη διάρκεια του πολέμου έως και 100 εβραϊκούς τραπεζικούς λογαριασμούς.
***
Οι κεφαλαιοκράτες, εκείνο που διαχρονικά επιζητούν (και τους το προσφέρει ο φασισμός) είναι μια κοινωνία όπου οι σχέσεις ανάμεσα στους πολίτες θα διαμείβονται αποκλειστικά στο επίπεδο των ορίων των πολυεθνικών, πρακτική που οδηγεί στην απαξίωση και την τελμάτωση κάθε συλλογικής υποκειμενικότητας. Για την αγορά, η δημοκρατία, ακόμη και στην αστική μορφή της, δεν αποτελεί τίποτα παραπάνω από το πολιτικό επιστέγασμα της επικυριαρχίας της. Ο σκοπός της είναι ο περιορισμός της πολιτικής ζύμωσης. Εκείνο το «απολιτίκ» ύφος των εκπροσώπων των επιχειρηματικών κολοσσών που εκπέμπεται προς τα έξω είναι βαθύτατα πολιτικοποιημένο. Υπό την έννοια ότι στοχεύουν και ετσιθελικά το καταφέρνουν, οι δημόσιοι πόροι να χρησιμοποιούνται για την εξυπηρέτηση της αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Πρόκειται για ‘κείνη την κίνηση από πλευράς καπιταλιστών την οποία ο Νόαμ Τσόμσκι ονομάζει «καπιταλισμό για τους φτωχούς και σοσιαλισμό για τους πλούσιους».
Κι όταν κάποιος, έστω και ένας μετριόφρων σοσιαλδημοκράτης, βρεθεί να τους χαλάσει τη σούπα, τότε η απάντηση είναι και πάλι η ίδια…
***
«Τις τελευταίες εβδομάδες η επιτροπή έλαβε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι συγκεκριμένα άτομα προσπαθούν να εγκαθιδρύσουν μια φασιστική οργάνωση σε αυτήν την χώρα…
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτές οι προσπάθειες έχουν συζητηθεί, σχεδιαστεί και θα ετίθεντο σε εφαρμογή όταν και αν οι οικονομικοί υποστηρικτές τους το θεωρούσαν σκόπιμο».
Με αυτά τα λόγια η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων διαβίβαζε στις 13/2/1935 την υπόθεση Μπάτλερ στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Είχε προηγηθεί η καταγγελία του τελευταίου στις 20/11/1934. Τι είχε γίνει;
Μια ομάδα μεγαλοτραπεζιτών και επιχειρηματιών συνωμότησαν με στόχο να ανατρέψουν τον πρόεδρο Ρούζβελτ- τον «προδότη» της τάξης του, σύμφωνα με πολλούς εξ αυτών-και να τον αντικαταστήσουν από ένα ελεγχόμενο φασίστα δικτάτορα.
Ο Σμέντλι Μπάτλερ, πίστευαν, ότι ήταν ο άνθρωπός τους για αυτή τη δουλειά. Μια ζωή Ρεπουμπλικάνος, ήρωας του στρατού, παρασημοφορημένος με το Μετάλλιο τιμής δις και αναγνωρίσιμος.
Ήταν αναμφίβολα ιδανική περίπτωση.
Άτομα όπως ο Γκρέισον Μέρφι, διευθυντής μιας ισχυρής μεσιτικής εταιρείας του χρηματιστηρίου, οι διευθυντές των «Μorgan Guaranty Trust», «Anacoda Corper», «Goodyear Tire» και «Bethlehem Steel». Ο «τίμιος» τραπεζίτης Ρόμπερτ Κλαρκ, εκείνος που ήταν διατεθειμένος να προσφέρει ακόμη και $15 εκατ. για τον… κοινό αγώνα, αλλά και ο Τζον Ντέιβις, ο Δημοκρατικός υποψήφιος για την αμερικανική προεδρία στις εκλογές του ’24 και μετέπειτα δικηγόρος της «J.P. Morgan& Co», πήραν μέρος στο σχέδιο. Άλλα υψηλόβαθμα στελέχη της «J.P. Morgan» και της «DuPont» επίσης συνέδραμαν. Ενώ, ανάμεσα στους οικονομικούς υποστηρικτές της «Αμερικανικής Λεγεώνας Ελευθερίας» (η οργάνωση- βιτρίνα, η οποία παρείχε κρυφή χρηματοδότηση στο σχέδιο), ανήκαν η οικογένεια Πίτκερν Β. Πιου, καθώς και οι εταιρείες «Andrew Mellon Associates», «Rockefeller Associates» και ο Ουίλιαμ Κνούτσερ της «General Motors».
Όλοι τους για έναν κοινό σκοπό: Τη διάσωση του καπιταλιστικού συστήματος!
Το είχε ομολογήσει, άλλωστε, ο κ. Τζέραλντ Μαγκουάιρ, ο άνθρωπος που πρότεινε και συνέβαλε στην προσπάθεια συγκρότησης ενός φασιστικού στρατού υπό την ηγεσία του στρατηγού Μπάτλερ, στον δημοσιογράφο Πολ Κομλί Φρεντς: «… Αυτός είναι ο μόνος δρόμος, είτε με την απειλή των ενόπλων δυνάμεων είτε με τη μεταβίβαση της εξουσίας και τη χρήση μας ομάδας οργανωμένων βετεράνων, για να σωθεί το καπιταλιστικό σύστημα».
Κι αν νομίζει κανείς ότι ο Ρούζβελτ ήταν «κρυφοκομμουνιστής» και για αυτό δεν τον ήθελε μια σημαντική μερίδα του αμερικανικού κεφαλαίου, στην ίδια συνέντευξη ο Μαγκουάιρ συνέχιζε αφοπλιστικά: «…Μπορεί να συνεργαστούμε με τον Ρούζβελτ και μετά να κάνουμε ό, τι έκανε και ο Μουσολίνι με το βασιλιά της Ιταλίας(…) Θα αναλάβει τη θέση υπουργού γενικών υποθέσεων. Αν δεχθεί, εντάξει· αν όχι, θα ανατραπεί».
Κάτι τελευταίο, μιας και αναφέραμε το Μουσολίνι. Το περιοδικό Fortune– το απαραίτητο έντυπο αυτοεπιβεβαίωσης κάθε νεοφιλελεύθερου που σέβεται τον εαυτό του στις μέρες μας- στο τεύχος Ιουλίου 1934 εξήρε τις αξίες του φασισμού και τα οικονομικά θαύματα που είχε πετύχει ο Μουσολίνι. Ο Λερντ Γκόλντσμποροου, ο εκδότης του περιοδικού έγραφε σχετικά: «Ο καλός δημοσιογράφος, πρέπει να αναγνωρίσει στο φασισμό συγκεκριμένες αρχαίες αρετές του γένους, άσχετα αν είναι ή όχι στιγμιαία δημοφιλείς στη χώρα του».
***
Καταληκτικά, συνεχίζουμε να μη γνωρίζουμε αν τελικά o Μπερκ ήταν άριστος γνώστης της σύγχρονης Ιστορίας. Γνωρίζουμε, όμως, ότι ο διάλογος αυτών των δύο σπουδαίων ηθοποιών αποτελεί απότοκο της θεωρίας εκείνης που ως φασισμό ορίζει τη συνένωση του τραπεζικού με το βιομηχανικό κεφάλαιο και την επιβολή των θέσεών του στην κοινωνία με όρους μαφίας.
Ο φασισμός έρχεται όταν η αστική δημοκρατία έχει πάψει πια να προσφέρει τις υπηρεσίες της. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, στις «Πέντε δυσκολίες για να γράψει κανείς την αλήθεια» τα εξηγούσε καλύτερα: … «Ορισμένες χώρες», σημείωνε, «είναι σε θέση να κρατήσουν τις σχέσεις ιδιοκτησίας τους με λιγότερο βίαια για την ώρα μέσα απ’ ό,τι άλλες. Εκεί η δημοκρατία προσφέρει ακόμα τις υπηρεσίες για τις οποίες άλλες χώρες αναγκάζονται να καταφύγουν στη βία, δηλαδή την εξασφάλιση της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Το μονοπώλιο στα εργοστάσια, στα ορυχεία, στα τσιφλίκια δημιουργεί πάντα βάρβαρες καταστάσεις, σ’ αυτές τις χώρες είναι όμως λιγότερο ορατές. Η βαρβαρότητα γίνεται ορατή απ’ τη στιγμή που το μονοπώλιο δεν μπορεί πια να προστατευτεί παρά μονάχα με την ανοιχτή βία».
Κι αν σε κάποιους η…στρατευμένη Τέχνη του Μπρεχτ δεν αποτελεί δείκτη φερεγγυότητας για την επιβεβαίωση της ανάλυσής μας, ας αφήσουμε έναν άλλο, εξίσου σημαντικό, κύριο να μιλήσει για μας.
Ήταν στις 21/8/1931- δύο χρόνια πριν από την πρώτη του συνάντηση με τον Μαγκουάιρ-, όταν ο Μπάτλερ- ο υποψήφιος δικτάτορας των ΗΠΑ- είχε εκφέρει τα παρακάτω λόγια στο συνέδριο της Αμερικανικής Λεγεώνας στο Κονέκτικατ: «Πέρασα 33 χρόνια… όντας ένας υψηλόβαθμος μπράβος για τις μεγάλες επιχειρήσεις, για τη Wall Street και για τους τραπεζίτες. Με άλλα λόγια, ήμουν ο κομπιναδόρος του καπιταλισμού… Βοήθησα να καθαρίσουμε τη Νικαράγουα και να στρώσουμε το δρόμο για λογαριασμό της διεθνούς τράπεζας Brown Brothers το 1909-1912. Βοήθησα να γίνει το Μεξικό και ιδιαίτερα το Ταμπίκο, ασφαλές για τα αμερικανικά συμφέροντα το 1916. Έφερα τον ηλεκτρισμό στην Δομικανική Δημοκρατία το 1916 για λογαριασμό των αμερικανικών συμφερόντων στην παραγωγή ζάχαρης. Βοήθησα να γίνουν η Αϊτή και η Κούβα ασφαλές μέρος για την τράπεζα National City ώστε να μπορεί να συλλέγει τα έσοδά της. Βοήθησα στο βιασμό μισής ντουζίνας δημοκρατιών της Κεντρικής Αμερικής προς όφελος της Wall Street…
Το 1927, στην Κίνα, βοήθησα ώστε η Standard Oil να μπορεί ανενόχλητη να κάνει τις δουλειές της… Είχα μια καλή θητεία. Βραβεύτηκα με μετάλλια, τιμές, προαγωγές… Μπορώ να συμβουλέψω και τον Αλ Καπόνε. Το καλύτερο που θα μπορούσε να κάνει εκείνος είναι να στήσει παράνομες επιχειρήσεις σε τρεις πόλεις. Οι πεζοναύτες λειτουργούν σε τρεις ηπείρους»**.
Κάθε άλλο σχόλιο, νομίζουμε, περιττεύει.
***
ΥΓ: Για να μην εφησυχάζουμε ποτέ:
Δολοφονία άοπλων Ιρακινών πολιτών που επιχειρούν να βοηθήσουν τραυματισμένους συμπολίτες τους, από τον αμερικανικό στρατό. Το βίντεο τραβήχτηκε από την κάμερα του στρατιωτικού ελικοπτέρου από το οποίο οι Αμερικανοί στρατιώτες, σαν σε βιντεοπαιχνίδι, σημάδευαν- σκότωναν και ταυτόχρονα γελούσαν.
***
Βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ στο Βελιγράδι, 1999. Ο ήχος της βόμβας (μέχρι και βόμβες στείρωσης ρίφθηκαν από τα «φιλάνθρωπα» βομβαρδιστικά του ΝΑΤΟ, που τώρα «περισυλλέγει πρόσφυγες» στο Αιγαίο) στο 0:59 είναι αποκαλυπτικός του μεγέθους της κτηνωδίας.
***
*Aπό το Τρίτο Ράιχ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Λουλουδάκης, ΚΨΜ, 2017
** The corporation, Tζόελ Μπάκαν, ΚΨΜ, 2007
***
Χρησιμοποιήθηκαν σκίτσα των Barletta- Lattuf και Berrondo Arbelaiz.