Από την Αφροδίτη Φανφάρες
αγχώνομαι καμιά φορά όταν σταματούν τα τζιτζίκια μήπως και τέλειωσε το καλοκαίρι. αγχώνομαι πολλές φορές που μόνο τα τζιτζίκια μας θορυβούνε. μήπως τελείωσε το γρέζι της αγανάκτησής . μ’ εκείνη τη διαολεμένη αναλογική που βαλσαμώνει την κίνηση στα όνειρα, σαν θέλουμε να τρέξουμε και δε μπορούμε. στο μεσοστράτι κάτι υποψίθυροι:
ξεκίνα ρε πούστη κοτζάμ πράσινο
μέτριο σου ζήτησα γαμώτο
μη πατάς εκεί έχω σφουγγαρίσει
ρε τον μαλάκα μου ‘βαλε τζατζίκι
τελειώσαμε
τι κοιτάς τη μπαναγία σου
σε θέλω
περιμέντε να κατεβούμε πρώτα
πώς βγήκα έτσι εδώ
γκοοοοολ
χαχαχα
χύνω
βρεθήκαμε όλοι με μικροποσότητα κραυγίτσας υπερεγώ. 270 ερευνητές συνυπογράφουν για dna εαυτούλη στη σάρκα. του γείτονα, ενώ του χτύπησαν για ζάχαρη, του σκοτώσαν οι μουλωχταίοι την κατσίκα. δουλίτσα, μπαλίτσα, ζωούλα. αν ξεκινούσαμε να διακινούμε τη γραμματική από το β΄πρόσωπο; δουλεύεις; βλέπεις μπάλα; έχεις ζωή;
τώρα της μόδας είναι τα ροζ φλαμίγκο. τι γείωση αδελφέ να μην κοκκινίζεις για του αλλουνού το άδικο- στημένη εδώ παρήχηση του μονοπωλιακού α‘ προσώπου – και να ξεμένεις με τα το κοκκινάδεια της ντροπής. η στουπωμένη υστερία, το εκσφενδονισμένο σάλιο, η επίγευση πίκρας, οι ηλεκτρισμένες φλέβες, η κακογαμημένη αξιοπρέπεια και το χυμένο άχτι σου, να εξαντλούνται στη κωλοσέλφι που σ’ αδίκησε. να βγάλουμε μια σέλφι με εκείνους που αδικήθηκαν, έτσι επαναστατεί μαντάμ ο κόσμος σήμερα.