By Nikos LeFou Pierrot Ziakas
Η γειτονιά εχει αδειάσει απο αυτοκινητα. Οι Κενές θέσεις παρκαρίσματος σημειολογούν τη φυγή των οικογενειών σε κάποιο, ίσως, παραθάλασσιο μέρος ώστε ν’ αλλάξουν παραστασεις και να συνεχίσουν τα ίδια γαμωσταυρίδια που έριχναν ο ένας στον άλλον στην Αθήνα.
Μια κατσαρίδα έχει πέσει ανάσκελα και τα μυρμήγκια γλεντάνε το κουφάρι της, ενώ η θερμοκρασία στο κεφάλι σου είναι η κατάλληλη για ν’ αποστειρώσεις όλα όσα χρειάζεσαι, για να σκοτώσεις συνειδητοποιώντας πως ο πλανήτης είναι ένα υδρόγειο σφαγείο στη μέση κάποιου σύμπαντος, Big Bang κι άλλες τέτοιες μαλακίες.
Θα σου πω λοιπόν τί και ποιον πρέπει να σκοτώσεις.
Πρέπει να σκοτώσεις τον πατέρα σου, να δαγκώσεις με τα δόντια σου το λαρύγγι του κι όπως θα πνίγεται στο αίμα εσύ να τραγουδάς και να παίζεις με τον πίδακα που αναβλύζει όπως τα παιδιά στο Χάρλεμ τη δεκαετια του 50′ γύρω απο κάποιον σπασμένο πυροσβεστικό κρουνό.
Πρέπει να σκοτώσεις τη μητέρα σου κι αφού με το στανιό σου είπαν να γεννηθείς, τράβα τον ομφάλιο λώρο μαζί με τη μήτρα. Μη ξαναγίνει το έγκλημα δεύτερη φορά. Ζήτα της συγγνώμη και θα συνεχίσει να σ ‘αγαπά μ’ εκείνον τον ηλίθιο τρόπο που κι οι ψηφοφόροι πιστεύουν στην αστική δημοκρατία.
Όταν έρθει η στιγμή για το πρώτο σου φιλί, σκότωσε εκείνον που θα το προσπαθήσει πρώτος, πριν προλάβει να σου φυτέψει έναν φόνο κάτω απο τη γλώσσα και που με τη σειρά σου θα σκορπίσεις σε άλλους ανυποψίαστους εν δυνάμει δολοφόνους.
Σκότωσε εκείνη την πολιτική ιδέα που θα διαλέξεις να σε ορίζει αλλά μην της χαρίσεις έναν γρήγορο θάνατο, τύλιξέ τη από τα πόδια, με μια συρμάτινη κρεμάστρα κι άσε την έξω από το σπίτι ανάποδα, να πεταχτούν από τα μάτια της όλες οι λέξεις, και οι θεωρίες και τα οικονομικά μοντέλα που χρειάζεται κάπως να ορίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις και λυπάμαι ξέρεις γιατι ακούω πώς σαπίζουν όσοι πίστεψαν και περασαν απέναντι, έβαλαν βομβες, πήραν τα όπλα και μόνο λίγοι εκλεκτοι τους ακολουθησαν. Οι υπόλοιποι σφυρίζαμε αδιάφορα ή φωνάζαμε απο υποχρέωση συνθήματα σε μια πόλη που απο καιρό έχει ξεχάσει ν’ ακουει.
Σκότωσε όλους τους ποιητές που σου υπενθυμίζουν ποιος θα μπορούσες να ήσουν, γιατί κι αυτοί κάποτε ήταν κάτι άλλο. Τώρα σκονισμένοι κι επίκαιροι στριμώχνονται στο ίδιο φέρετρο, στον ίδιο λάκκο, που τα κοράκια λένε χωνευτήρι, αφου οι ίδιοι δεν χώνεψαν ποτέ το δολοφονικο τους ένστικτο. Τους έκοψαν το ρεύμα και το νερό αλλά πιο πολυ σκύλιασαν όταν το όνομά τους δεν μπήκε πρώτο.
Σκότωσε τους φίλους σου πριν προλάβουν να γίνουν φίλοι, πες τους τη χειρότερη αλήθεια κι άσε τους να διαλυθούν ησύχως, έτσι κι αλλιώς προορισμένοι είναι να μοιράσουν την ίδια φρίκη στα παιδιά τους.
Πρέπει να σκοτώσεις πολλούς, πάρα πολλούς και πολλά και πολλές, μα να ξέρεις πως πριν το κάνεις, θα γλίτωνες από όλα αυτά αν πρώτα πρώτα τον εαυτό σου είχες σκοτώσει.
Ίσως τότε να ζούσες κι εσύ και οι άλλοι. Δεν θα βαριόσουν να σκουπίσεις εκείνη τη μισοφαγωμένη, πλεον, κατσαρίδα κι ίσως να μη περίμενες με τη σειρά σου κάποια άλλα μυρμήγκια να γλεντήσουν το δικό σου σώμα.
Την επόμενη φορά δεν θα πω τίποτα τέτοιο.
Θ ‘ αφήσω τα παπούτσια μου σε κάποιο καλώδιο της ΔΕΗ , σημάδι πως κι εγώ υποκρινόμουν για όλα τα παραπάνω με μια δικαιολογία :
Πως κι αυτό “ανθρώπινο” είναι.
Μια κατσαρίδα έχει πέσει ανάσκελα και τα μυρμήγκια γλεντάνε το κουφάρι της, ενώ η θερμοκρασία στο κεφάλι σου είναι η κατάλληλη για ν’ αποστειρώσεις όλα όσα χρειάζεσαι, για να σκοτώσεις συνειδητοποιώντας πως ο πλανήτης είναι ένα υδρόγειο σφαγείο στη μέση κάποιου σύμπαντος, Big Bang κι άλλες τέτοιες μαλακίες.
Θα σου πω λοιπόν τί και ποιον πρέπει να σκοτώσεις.
Πρέπει να σκοτώσεις τον πατέρα σου, να δαγκώσεις με τα δόντια σου το λαρύγγι του κι όπως θα πνίγεται στο αίμα εσύ να τραγουδάς και να παίζεις με τον πίδακα που αναβλύζει όπως τα παιδιά στο Χάρλεμ τη δεκαετια του 50′ γύρω απο κάποιον σπασμένο πυροσβεστικό κρουνό.
Πρέπει να σκοτώσεις τη μητέρα σου κι αφού με το στανιό σου είπαν να γεννηθείς, τράβα τον ομφάλιο λώρο μαζί με τη μήτρα. Μη ξαναγίνει το έγκλημα δεύτερη φορά. Ζήτα της συγγνώμη και θα συνεχίσει να σ ‘αγαπά μ’ εκείνον τον ηλίθιο τρόπο που κι οι ψηφοφόροι πιστεύουν στην αστική δημοκρατία.
Όταν έρθει η στιγμή για το πρώτο σου φιλί, σκότωσε εκείνον που θα το προσπαθήσει πρώτος, πριν προλάβει να σου φυτέψει έναν φόνο κάτω απο τη γλώσσα και που με τη σειρά σου θα σκορπίσεις σε άλλους ανυποψίαστους εν δυνάμει δολοφόνους.
Σκότωσε εκείνη την πολιτική ιδέα που θα διαλέξεις να σε ορίζει αλλά μην της χαρίσεις έναν γρήγορο θάνατο, τύλιξέ τη από τα πόδια, με μια συρμάτινη κρεμάστρα κι άσε την έξω από το σπίτι ανάποδα, να πεταχτούν από τα μάτια της όλες οι λέξεις, και οι θεωρίες και τα οικονομικά μοντέλα που χρειάζεται κάπως να ορίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις και λυπάμαι ξέρεις γιατι ακούω πώς σαπίζουν όσοι πίστεψαν και περασαν απέναντι, έβαλαν βομβες, πήραν τα όπλα και μόνο λίγοι εκλεκτοι τους ακολουθησαν. Οι υπόλοιποι σφυρίζαμε αδιάφορα ή φωνάζαμε απο υποχρέωση συνθήματα σε μια πόλη που απο καιρό έχει ξεχάσει ν’ ακουει.
Σκότωσε όλους τους ποιητές που σου υπενθυμίζουν ποιος θα μπορούσες να ήσουν, γιατί κι αυτοί κάποτε ήταν κάτι άλλο. Τώρα σκονισμένοι κι επίκαιροι στριμώχνονται στο ίδιο φέρετρο, στον ίδιο λάκκο, που τα κοράκια λένε χωνευτήρι, αφου οι ίδιοι δεν χώνεψαν ποτέ το δολοφονικο τους ένστικτο. Τους έκοψαν το ρεύμα και το νερό αλλά πιο πολυ σκύλιασαν όταν το όνομά τους δεν μπήκε πρώτο.
Σκότωσε τους φίλους σου πριν προλάβουν να γίνουν φίλοι, πες τους τη χειρότερη αλήθεια κι άσε τους να διαλυθούν ησύχως, έτσι κι αλλιώς προορισμένοι είναι να μοιράσουν την ίδια φρίκη στα παιδιά τους.
Πρέπει να σκοτώσεις πολλούς, πάρα πολλούς και πολλά και πολλές, μα να ξέρεις πως πριν το κάνεις, θα γλίτωνες από όλα αυτά αν πρώτα πρώτα τον εαυτό σου είχες σκοτώσει.
Ίσως τότε να ζούσες κι εσύ και οι άλλοι. Δεν θα βαριόσουν να σκουπίσεις εκείνη τη μισοφαγωμένη, πλεον, κατσαρίδα κι ίσως να μη περίμενες με τη σειρά σου κάποια άλλα μυρμήγκια να γλεντήσουν το δικό σου σώμα.
Την επόμενη φορά δεν θα πω τίποτα τέτοιο.
Θ ‘ αφήσω τα παπούτσια μου σε κάποιο καλώδιο της ΔΕΗ , σημάδι πως κι εγώ υποκρινόμουν για όλα τα παραπάνω με μια δικαιολογία :
Πως κι αυτό “ανθρώπινο” είναι.
Nikos LeFou Pierrot Ziakas