Tου Γιάννη Δημογιάννη
Επιστρέφοντας στις καλοκαιρινές απώλειες, ο θάνατος του σκηνοθέτη Θ. Αγγελόπουλου δεν είναι, δυστυχώς για τα Ελληνικά πράγματα, η μοναδική «πινέζα» που καρφώθηκε, θαρρείς, στο σώμα του χρόνου. Ο θάνατός του – διαρκώς παρών για όσους επιμένουν ν’ ανακαλούν την εμβληματική σκέψη και το έργο του – έρχεται να προστεθεί στη μεγάλη χορεία των «οριστικά χαμένων Αγγέλων», των μόνων ικανών να μιλήσουν για την «χαμένη Άνοιξη» αυτού του τόπου. Απώλεια που φαντάζει ακόμη πιο επώδυνη στο παρόν, ιδίως αν αναλογιστούμε το κενό που αφήνει κάθε ματαιωμένη Άνοιξη, κατά το μέρος της καρδιάς… Να ξέρεις πως οι «Άγγελοι» που ταυτίστηκαν με τη σύγχρονη Ελληνική τραγωδία – τα πρόσωπα δηλαδή που «θα μπορούσαν να ρίξουν φως, στο σκοτάδι του προσωπικού και συλλογικού μας βίου – όλοι σχεδόν αποσύρθηκαν στην αιώνια σιωπή, συμπαρασύροντας στο πηγάδι της Λήθης, τις όποιες, κρυφές απαντήσεις κατείχαν». Και εσύ να νιώθεις, μαζί με το φευγιό τους, πως χάθηκε, ίσως και οριστικά, η τελευταία ευκαιρία να ερμηνευτεί το Ελληνικό παράδοξο, με όρους λογικής, ευαισθησίας, Δημοκρατίας και πολιτισμού.
Καρέ πρώτο. Στην αξέχαστη σκηνή από το «Βλέμμα του Οδυσσέα», ο ταξιτζής Θανάσης Βέγγος απευθύνεται σπαραχτικά στο H.Kaitel:«Θέλω να γίνουμε φίλοι. Στο χωριό μου, για να γίνουμε φίλοι πρέπει να πιούμε από το ίδιο ποτήρι και ν’ ακούσουμε το ίδιο τραγούδι. Ξέρεις κάτι; Η Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σαν λαός. Κάναμε τον κύκλο μας. Δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια, ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα… και πεθαίνουμε. Αλλά, αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, να πεθάνει γρήγορα, γιατί η αγωνία κρατάει πολύ, και κάνει πολύ θόρυβο!» Από εκείνο τον ενορατικό χρησμό, ο τραγικός μας κύκλος διάνυσε μέχρι και τα τελευταία εκατοστά της περιμέτρου του. Η Ιστορία έκλεισε την Ελληνική παρένθεση, το δράμα όμως έμεινε, αφού, για κακή μας τύχη, εγκλωβιστήκαμε στη δίνη ενός χιονιά, που σήμανε την ερήμωση και, εν τέλει, τη αποσάθρωση της υπόστασής μας. Εδώ, ο «ταξιτζής» – ο βαρκάρης ψυχοπομπός, που στην παράδοση μας συνόδευε τις ψυχές στον κάτω κόσμο – το ιστόρησε δίχως την παραμικρή ελπίδα διαφυγής: Η Ελλάδα ως ιδέα, αλλά και ο λαός της σαν Ιστορικό υποκείμενο έχουν, προ πολλού, πεθάνει, πάνω σε σωρούς από σπασμένες πέτρες και αγάλματα. Το θέμα είναι πως ελάχιστοι ένιωσαν στη διαδρομή, το αμετάκλητο του επικείμενου θανάτου, και, πολύ φοβάμαι, ακόμη λιγότεροι άκουσαν τον εκκωφαντικό θόρυβο της επιθανάτιας αγωνίας. Εν ολίγοις, πεθάναμε στη μέση μιας μακρόχρονης χιονοθύελλας, και κανείς μας δεν το πήρε χαμπάρι. Πότε, πώς, γιατί.
Ερωτήματα ανεξιχνίαστα και γι’ αυτό το λόγο, αναπάντητα. Σε μία από τις τελευταίες, τηλεοπτικές του αποστροφές, ο σκηνοθέτης υπήρξε κατηγορηματικός, σχετικά με τον αναπότρεπτο, Εθνικό θάνατο: «Με ρωτάτε τι βλέπω; Τι άλλο; Ένας κλειστός ορίζοντας, κανένα μέλλον – μία διαχείριση που δεν πάει πουθενά. Αδέξια, μία ιστορία που δε δημιουργεί καμία προϋπόθεση για το μέλλον. Και ποιος έχει σχέση με το μέλλον; Τα παιδιά. Αυτό που συμβαίνει σήμερα εδώ, μπορεί να συμβαίνει σε λίγο στη Γαλλία, και ενδεχομένως σε άλλα μέρη του κόσμου. Δεν είναι μόνον το οικονομικό, η οικονομική κρίση – τα ρίχνουν όλα σε μία οικονομική κρίση – δεν είναι έτσι. Εγώ συνομιλώ με το κοινό για τις ταινίες μου… Αυτό που εγώ κατάλαβα είναι πως (τα παιδιά) βλέπουνε πως κάτι δεν πάει καλά στον τόπο και ότι αυτό που τους ορίζεται σαν μέλλον είναι αυτός ο κλειστός ορίζοντας.»
Μία πυξίδα που τρελάθηκε, ένα πλήρωμα που έχασε τη ρότα του. Μιλώντας για τα κρίματα που κουβαλάμε αιώνες, τώρα, εγκλωβισμένοι από τις φαμίλιες και τις εκάστοτε φατρίες, ο Αγγελόπουλος αποκαλύπτει τα σημάδια των καρφιών: «Είμαστε μία οικογένεια. Δε βλέπουμε καλά, δε βλέπουμε καθαρά, είμαστε πολύ κοντά». Και πώς θα μπορούσες να δεις καθαρά; Πώς ν’ αντικρίσεις το μέλλον, πώς να διεκδικήσεις την ανατροπή, το Δίκιο, την ανθρωπιά, όταν τα φτερά σου λυγίζουν από τις αιμομικτικές αμαρτίες των κοντινών και μακρινών σου συγγενών; Όταν συνειδητοποιείς πως εκείνοι που περίμενες να σε προστατέψουν, να σε εμπνεύσουν, να σε καθοδηγήσουν, προτιμούν να ζουν καθηλωμένοι στο δόλο και την απάτη. Πολλά τα οικογενειακά δράματα, πολλές και οι τραγωδίες που αποκαλύπτουν το άρρωστο DNA μας, αλλά εμείς φανήκαμε ανήμποροι να φτάσουμε στην υπέρβαση και, εν τέλει, την κάθαρση. Ή όπως έγραφε και ο Σεφέρης – ένας ποιητής ταυτισμένος, κατά τον Αγγελόπουλο, με την Ελληνική Οδύσσεια – : «Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν οι δύο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια/ την Κυριακή σαν κατεβούμε ν’ ανασάνουμε/ βλέπουμε να φωίζουνται στο ηλιόγερμα/ σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν/ σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν».
Τελευταίο καρέ, από «Το λιβάδι που δακρύζει» – μία ταινία που αποδείχθηκε σημαδιακή στο ταξίδι του. Όταν ο ποιητής των εικόνων ρωτήθηκε σχετικά με τον τίτλο, οριοθέτησε τις στιγμές του ναυάγιου: «Ο ποταμός μίκραινε, έγινε ρυάκια, και μετά έγινε ένα λιβάδι με σταγόνες». Όπως περίπου συμβαίνει με το ριζικό του τόπου και του λαού. Διαπίστωση που, ενδεχομένως, θα έκανε κάποιον να υποθέσει πως – εκτός από την απώλεια του θανάτου, πέρα ακόμη κι από την οριστικά χαμένη ευκαιρία να εξηγηθούν οι ήττες μας – ετούτη η απουσία φαντάζει πιο δυσαναπλήρωτη: η απώλεια της ποιητικής του ματιάς. Διότι, παρά το κενό του θανάτου του, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος εξακολουθεί να μας συγκινεί με το άγγιγμα της τρυφερότητας, που πάντοτε πρότεινε μέσα από τα ευθύβολα έργα του. Μιλώντας, εξάλλου, για το νόημα της ποίησης, και κυρίως της ποιητικής πρόσληψης της πραγματικότητας, ο ίδιος τόνιζε:
«Η μεγάλη μας δυσκολία στο να καταλάβουμε αυτό που συμβαίνει είναι αυτή συνύπαρξη (παρελθόν, παρόν, μέλλον). Από τη μία μεριά είναι ευκολία – δηλαδή μας βοηθά να καταλάβουμε – κι από την άλλη μεριά είναι δυσκολία, δυσκολία ν’ αποφασίσουμε. Και το μέλλον είναι παρόν, το λέει ο Elliot. Αυτό είναι πάρα πολύ γλυκό, γιατί λίγο μας καθησυχάζει, λίγο μας ηρεμεί. Είναι αυτό που κάνει η ποίηση (η ποιητική αντίληψη για τον κόσμο ή ποιητική αντίληψη για τον κινηματογράφο), και μιλάνε (βλ. κριτικοί) μ’ έναν τρόπο, ας πούμε, περιφρονητικό. Όμως, η μόνη δυνατότητα ν’ αντέξουμε τον κόσμο είναι η ποιητική εκδοχή του. Η μόνη δυνατότητα ν’ αντέξουμε την πραγματικότητα. Η ποίηση δε διαψεύδεται, έχει μία σκληρότητα μεγαλύτερη από το ρεαλισμό».