Του Δημήτρη Κούλαλη
ΕΛΛΟΓΑ ΠΑΡΑΛΟΓΑ
«Φόβοι», «ύφεση», «διάσωση». «Και τώρα οι απώλειες εκτός Αμερικής». «Μεγάλες αγορές της περιοχής, όπως αυτή της Ιαπωνίας και του Χονγκ Κονγκ, έκλεισαν εκατοντάδες βαθμούς κάτω». «Η Γουόλ Στριτ όπως την ξέραμε θα πάψει να υπάρχει». «Πολλοί Ευρωπαίοι φοβούνται ότι τελικά εκείνοι θα πληρώσουν το τίμημα της κρίσης των στεγαστικών στις ΗΠΑ».
«Αυτό που ξεκίνησε ως μια φθορά ορισμένων τομέων της αμερικανικής αγοράς “subprimes”, η οποία θα μπορούσε να συγκρατηθεί σχετικά εύκολα, δημιούργησε μεταστάσεις και οδήγησε στη μεγάλη αποδιάρθρωση ευρύτερων αγορών (του πιστωτικού και του χρηματοδοτικού κλάδου), με αποτέλεσμα να απειλούνται στο εξής οι μακροοικονομικές προοπτικές, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες, όσο και στον υπόλοιπο κόσμο» (Global Stability Report, ΔΝΤ, Απρίλιος 2008).
***
Λέξεις και φράσεις πανικού και προβληματισμού διαδέχονταν η μια την άλλη στα πρωτοσέλιδα των «Financial Times» (FT), της «Wall Street Journal», στα τηλεοπτικά πάνελ του BBC, του CNN, του CNBC· στα συμβούλια και στις ανακοινώσεις του ΔΝΤ, της ΠΤ, της Κομισιόν· σε όλη τη βιτρίνα του σύγχρονου καπιταλισμού.
Η…φούσκα μόλις είχε σπάσει…
Ο Μάρτιν Γουλφ, ο πλέον προβεβλημένος αρθρογράφος των «FT» έγραφε χαρακτηριστικά : «Να θυμάστε την ημερομηνία της 14ης Μαρτίου του 2008 : εκείνη την ημέρα πέθανε το όνειρο ενός παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού που θα στηριζόταν στην απόλυτη ελευθερία του επιχειρείν».
Ενώ, σε άλλο άρθρο στις 26 Μαρτίου του 2008, συνέχιζε: «Η απορρύθμιση της οικονομίας έφτασε στα όριά της. Κι είναι πλέον περιττό να κατηγορηθούν γι’ αυτήν την εξέλιξη οι «συνήθεις ύποπτοι»: τα προσκολλημένα στις ιδέες του παρελθόντος κράτη, η άκαμπτη γραφειοκρατία και οι εργαζόμενοι με τις απαρχαιωμένες ιδέες».
Ο Τζον Θόρνχιλ, υπεύθυνος της ευρωπαϊκής έκδοσης των FT, αποκάλυπτε τους ενόχους : «Πολλές τράπεζες επέδειξαν τερατώδη, αν όχι εγκληματική ανευθυνότητα», έλεγε. Άποψη, η οποία, αν και δεν μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους, θα εξηγήσουμε όμως παρακάτω το γιατί, μερικά χρόνια αργότερα επιβεβαιώθηκε από τα πιο επίσημα χείλη: «Πολλές πλευρές της σημερινής κρίσης οφείλονται σε σκέτη αισχροκέρδεια», παραδεχόταν ο Άλαν Γκρίνσπαν, πρώην διοικητής της FED (Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ) και αρχιτέκτονας, μαζί με τον Λάρι Σάμερς που σήμερα ενορχηστρώνει την κατάργηση των μετρητών, της πολιτικής της μη παρέμβασης (Banksters, Marc Roche, Mεταίχμιο, 2014 ).
Ομοίως με τους Γουλφ και Θόρνχιλ, λίγο πιο… αιχμηρά βέβαια, είχε αντιδράσει και ο γνωστός τηλεοπτικός σχολιαστής Τζιμ Κράμερ, ο οποίος σε έξαλλη κατάσταση στο CNBC είχε πει λογάκια σαν κι αυτά: «14 εκατομμύρια άνθρωποι πήραν ενυπόθηκο δάνειο- στις ΗΠΑ- τα τελευταία τρία χρόνια. Και τα 7 εκατομμύρια θα χάσουν το σπίτι τους. Κάποιος πρέπει να βγει και να πει την αλήθεια για το πόσο χάλια είναι η κατάσταση. Έχω μιλήσει με τους επικεφαλής όλων των εταιρειών (…) και δεν έχουν ιδέα για το πώς είναι έξω. Κανείς! (…) Οι άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους (…) και αυτοί δεν κάνουν τίποτα».
Ένας άλλος αρθρογράφος των « Financial Times », ο Μάικλ Σκαπίνκερ, γράφει στις 25 Μαρτίου ότι «η αγορά δεν αποτελεί πλέον απάντηση για τα πάντα». Από κοντά και η γερμανική «Handelsblatt», η οποία ξεχνώντας μεμιάς τις (νεο)φιλελεύθερες επιταγές επικροτεί την παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, έστω κι αν έπρεπε να πετάξουν– ως καπιταλιστές- «τις αρχές τους στη θάλασσα προκειμένου να σωθεί το καράβι» .
Την ίδια περίοδο, ο Γιόζεφ Ακερμαν, διευθύνων σύμβουλος της Deutsche Bank και παραδοσιακός εκπρόσωπος του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, δηλώνει: «Δεν πιστεύω πλέον στη δύναμη της αυτορρύθμισης των αγορών» (Bloomberg, 17 Μαρτίου). Ο συνάδελφός του, Χορστ Κέλερ, πρώην γενικός διευθυντής του ΔΝΤ και πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας πηγαίνει ένα βήμα παραπάνω και έξαλλος κατακεραυνώνει τους χρηματοπιστωτικούς οίκους: «Οι διεθνείς αγορές», έλεγε στο « Stern» στις 15 Μαΐου, «μεταμορφώθηκαν σε ένα τέρας το οποίο θα πρέπει να αναγκάσουμε να κρυφτεί ξανά μέσα στη φωλιά του».
Εν ολίγοις, επικρατεί χάος.
Στις 12 Μαρτίου 2008, η Bear Stearns ( η οποία στη συνέχεια αγοράστηκε από την JP Morgan Chase) απειλεί να αφήσει απλήρωτες συναλλαγές παράγωγων χρηματοοικονομικών προϊόντων ύψους 13,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων σύμφωνα με το Office of the Controller of the Currency, [Νέα Υόρκη, 30/9/2007]. Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι η κατάρρευση του Long Term Capital Management το 1998, μια χρηματοπιστωτική σεισμική δόνηση που τάραξε, μάλλον, όμως, όχι όσο θα έπρεπε, τους λήσταρχους του πεζοδρομίου του τζόγου, αφορούσε μόλις το ένα δέκατο αυτού του ποσού.
Τον Ιούλιο, οι Fannie-Freddie ( τα κρατικοδίαιτα ιδρύματα μέσω των οποίων ο «φιλάνθρωπος» Μπιλ Κλίντον τάισε το «αμερικανικό όνειρο» των μειονοτήτων και των εργατών, τα οποία μάλιστα διαμέσου της φούσκας της αγοράς ακινήτων είχαν αποκτήσει λόγο μέσα στο Κογκρέσο, [βλ. το άρθρο μου στο Νόστιμον Ήμαρ: Το κόκκινο λάβαρο του «θατσερισμού»] απειλούνται με πτώχευση. Τα χρέη τους ανέρχονται στο 1,5 τρισεκατομμύριο δολάρια. Μεγάλος αριθμός κορυφαίων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων έχουν επενδύσει στους τίτλους τους: από συνταξιοδοτικά ταμεία και αμερικανικές τράπεζες μέχρι ξένες κεντρικές τράπεζες !
Η βρετανική Northern Rock- η οποία στη συνέχεια κρατικοποιήθηκε από τη βρετανική κυβέρνηση, όπως και η Brandford and Bingley , στο πλαίσιο των καταιγιστικών κρατικοποιήσεων του Γκόρντον Μπράουν- βίωσε το μεγαλύτερο «bank run» (μαζική απόσυρση καταθέσεων) των τελευταίων δεκαετιών.
Τον Σεπτέμβριο του 2008 (15/9), ο αμερικανικός τραπεζικός κολοσσός Lehman Brothers κήρυξε πτώχευση, προκαλώντας πτώση μέχρι και 7%. Ειρήσθω εν παρόδω, η τράπεζα βυθίστηκε στην άβυσσο της χρεοκοπίας έπειτα από την αναγγελία της αποτυχίας των διαβουλεύσεων για την αγορά ενός πακέτου μετοχών της από την κορεατική Αναπτυξιακή Τράπεζα KDB.
Τρεις ημέρες αργότερα, την ακολούθησε η American International Group (AIG), εκτεθειμένη μόνο στα «subprimes» (ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου) κατά $57,8 δισ.
Τώρα, η αιτία για την οποία, απ’ όλο αυτόν τον χρηματοπιστωτικό βόρβορο, το δίδυμο «Fed-Treasury » επέλεξε το «laissez faire» ( απουσία της κρατικής παρέμβασης) για την Lehman Brothers, η οποία μάλιστα δεν ήταν τόσο εκτεθειμένη στην αγορά παραγώγων, όσο άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως η Bear Stearns, είναι πολύ απλή: Έπρεπε κάποιον να κοπανήσουν στον τοίχο.
***
Από τον Φεβρουάριο του 2007 έως τον Μάρτιο του 2008:
- Η Citigroup είχε απώλειες που έφταναν τα $18,1 δισ.
- Η UBS, τα $13,5 δισ.
- Η Morgan Stanley, τα $9,4 δισ.
- H HSBC, τα $3,4 δισ.
- Η JP Morgan Chase και η Deutsche Bank, τα $3,2 δισ.
- Η Bank of America, τα $3 δισ.
- Η Barclays, τα $2,6 δισ.
- Η Credit Suisse, το $1 δισ.
Συνολικά, μόνο το 2008, 226 τράπεζες και εταιρείες δανεισμού στις ΗΠΑ έβαλαν λουκέτο.
Εδώ, γεννιέται μία απορία: Τίς πταίει;
Συνήθως, τέτοιου είδους καταστάσεις, όπως η «Μεγάλη Ύφεση», περιγράφονται ως συνέπεια ενός μεμονωμένου απροόπτου στο πλαίσιο μιας γενικότερης σταθερότητας. Είναι, όμως, έτσι;
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα θα μας επιτρέψετε να ρίξουμε μια ματιά στο αρχείο μας…
***
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, τρεις λύσεις εφαρμόστηκαν διαδοχικά για να ξεπεραστεί η αντίφαση μεταξύ της αστικής δημοκρατίας και της κερδοφορίας της αγοράς. Η πρώτη λύση ήταν ο πληθωρισμός. Όπως εξηγούσε ο Γερμανός καθηγητής Κοινωνιολογίας, Βόλφγκανγκ Στρεκ, «ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ο πληθωρισμός άρχισε να κάνει την εμφάνισή του στο σύνολο του δυτικού κόσμου. (…)Η οικονομική επιβράδυνση απειλούσε ξαφνικά τη διαιώνιση ενός μοντέλου ειρήνευσης των κοινωνικών σχέσεων (του λεγόμενου «δημοκρατικού καπιταλισμού της μεταπολεμικής περιόδου») , το οποίο είχε βάλει τέλος στις μεταπολεμικές διαμάχες. Στην ουσία της, η συνταγή που είχε υιοθετηθεί μέχρι τότε ήταν η ακόλουθη: η εργατική τάξη αποδέχεται την οικονομία της αγοράς και την ατομική ιδιοκτησία, με αντάλλαγμα την πολιτική δημοκρατία».
Είναι γεγονός ότι, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στις υπόλοιπες μητροπόλεις του κεφαλαίου, η πλειονότητα της συνδικαλιστικής ηγεσίας για χρόνια ακολουθούσε μια πολιτική συνδιαλλαγής με τις εταιρείες, με την οποία οι εργαζόμενοι -για παράδειγμα στην αυτοκινητοβιομηχανία- αποκόμιζαν κάποια οφέλη, όπως αρκετά αξιοπρεπείς μισθούς, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και άλλα (Noam Chomsky, «Occupy», Κέδρος 2015) . Βέβαια, το πόσο επωφελείς για τους εργαζομένους είναι τέτοιου είδους συνδιαλλαγές (ειδικά μάλιστα όταν «ταυτίζονται» τα συμφέροντά τους με εκείνα της επιχείρησης) φάνηκε στην περίπτωση των 25 χιλιάδων υπαλλήλων της Lehman Brothers, οι οποίοι λάμβαναν το 40-60% των αποδοχών τους με τη μορφή μετοχών της επιχείρησης και είδαν, έπειτα από την πτώχευση της εταιρείας, τη χρηματιστηριακή αποτίμηση των μετοχών αυτών μειωμένη κατά 90%. Αλλά και στην περίπτωση των 32 χιλιάδων εργαζομένων στον Βρετανό μεγιστάνα του Τύπου, Robert Maxwell, όταν μετά τον θάνατό του το 1991, ανακάλυψαν ότι τα χρήματα του ιδιωτικού τους συνταξιοδοτικού ταμείου είχαν κάνει φτερά, καθώς και στον ενεργειακό γίγαντα της Enron, ο οποίος «κατάπιε» μετά την πτώχευσή του το ήμισυ της περιουσίας του ιδιωτικού συνταξιοδοτικού ταμείου των εργαζομένων (Le Monde diplomatique, 26/10/ 2008, «Καταστροφή για τους μισθωτούς»).
Ας επιστρέψουμε όμως στον Στρεκ.
«Πάνω από δύο δεκαετίες αδιάκοπης οικονομικής ανάπτυξης», συνέχιζε, «συνέβαλαν στην εδραίωση της πεποίθησης ότι η κοινωνικο-οικονομική πρόοδος αποτελούσε δημοκρατικό δικαίωμα. (…) Η θεώρηση αυτή αποτυπωνόταν σε διεκδικήσεις που οι πολιτικοί ηγέτες αισθάνονταν υποχρεωμένοι να ικανοποιήσουν. (…) Όταν, όμως, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, η οικονομική ανάπτυξη άρχισε να χάνει τον δυναμισμό της, η συγκεκριμένη διευθέτηση κλυδωνίστηκε. (…) Στη δεκαετία του’70, (…)η θεσμική συγκρότηση του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων (…)σφραγίστηκε από την πεποίθηση ότι ένα υψηλότερο ποσοστό ανεργίας ως μέσο πίεσης για να συγκρατηθούν οι αυξήσεις των μισθών θα αποτελούσε πολιτική αυτοκτονία, ίσως και τον θάνατο της ίδιας της καπιταλιστικής δημοκρατίας. Για να ξεπεραστεί το αδιέξοδο(…) ένας δρόμος διαγραφόταν : η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, έστω και με τίμημα την αύξηση του πληθωρισμού. (…) Ο πληθωρισμός (…)είχε επιτρέψει στις κυβερνήσεις να αμβλύνουν τους ταξικούς ανταγωνισμούς»- δίνοντάς τους– «επιπλέον τη δυνατότητα να διατηρήσουν το επίπεδο κατανάλωσης και τη μέχρι τότε κατανομή των εισοδημάτων. (…) Αυτή η στρατηγική αποκλιμάκωσης των εντάσεων υπήρξε αποτελεσματική, δεν μπορούσε, ωστόσο, να κρατήσει για πάντα. (…)Κάτω από την πίεση των αγορών, οι κυβερνήσεις θα εγκαταλείψουν τις αναδιανεμητικές μισθολογικές συμφωνίες για να επιστρέψουν στη δημοσιονομική πειθαρχία».
Πρόκειται, ουσιαστικά, για έναν «αυταρχικό λαϊκισμό», υποστήριζε ο διανοούμενος Στιούαρτ Χολ. Ένας λαϊκισμός, ο οποίος προωθούσε τη σύμφυση χρήματος και εξουσίας αποσκοπώντας στη διάσπαση του κοινωνικού «συμβολαίου συμβίωσης» με την αστική δημοκρατία και στην άνοδο μιας αυταρχικής πλουτοκρατίας με δημοκρατικό προσωπείο.
«Η φιλοσοφία του- Χάγιεκ- που αργότερα έγινε γνωστή ως φιλελευθερισμός», ανέφερε η «Καθημερινή» στις 2/9/2007, «εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των πάμπλουτων και συνεπώς οι πάμπλουτοι θα πλήρωναν γι’ αυτήν». Ήταν επιβεβλημένη ανάγκη, λοιπόν, για μια μεγάλη μερίδα του κεφαλαίου να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για την «καταπολέμηση της κρατικίστικης υπεροχής και της μαρξιστικής –κεϋνσιανής αντίληψης περί του κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας» που είχε εξαπλωθεί στην υφήλιο.
«Το κράτος δεν είναι η λύση στο πρόβλημά μας. Το κράτος είναι το πρόβλημα!»
Ρόναλντ Ρέιγκαν
Σ’ αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε η μετατροπή του πληθωρισμού σε όπλο ταξικής εξόντωσης. Στα 1979, η εξακόντιση των επιτοκίων από τον Πολ Βόλκερ, που είχε μόλις διοριστεί διοικητής της FED από τον πρόεδρο Τζέιμς Κάρτερ, επέφερε την αύξηση της ανεργίας σε επίπεδα που είχαν να εμφανιστούν από τη «Μεγάλη Ύφεση» της δεκαετίας του ‘30. Η «δουλειά» ολοκληρώθηκε στις κάλπες… Ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν εκλέχθηκε εκ νέου το 1984.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, στην εποχή κατά την οποία, μετά την επιτυχημένη έκβαση του αιμοσταγούς οικονομικού πειράματος στη Χιλή, η Θάτσερ από τη μία και ο Ρέιγκαν από την άλλη είπαν στους εργοδότες: «Μπορείτε να παραβείτε τους νόμους. Εμείς δεν πρόκειται να σας σταματήσουμε». Είναι η εποχή, κατά την οποία, σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές, τα αγγλοσαξονικά κράτη εγκατέλειψαν την «αντίληψη ότι η ανεργία θα εξανέμιζε την πολιτική υποστήριξη που απολάμβαναν όχι μόνο οι κυβερνήσεις, αλλά και ο ίδιος ο τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας».
Κοινός στόχος και των δύο μαχητών του καπιταλιστικού μονοθεϊσμού ήταν η πλήρης απελευθέρωση των αγορών, το πέρασμα των στρατηγικής σημασίας κρατικών δομών στις επιχειρήσεις, και, φυσικά ,το τσάκισμα των συνδικάτων .
Στη συνέχεια, αφού η ισχύς της πολιτικής του πληθωρισμού είχε περιοριστεί, η ευθύνη χρηματοδότησης της κοινωνικής ειρήνης πέρασε στο κράτος. Τα εξηγούσε και πάλι ο Βόλφγκανγκ Στρεκ: «Για κάποιο χρονικό διάστημα, το δημόσιο χρέος αποτέλεσε βολικό και λειτουργικό ισοδύναμο του πληθωρισμού. Στην πραγματικότητα, το δημόσιο χρέος, όπως ακριβώς και ο πληθωρισμός, επέτρεπε στις κυβερνήσεις να χρησιμοποιούν πόρους που δεν είχαν ακόμη παραχθεί, για να αμβλύνονται οι- ταξικές- διαμάχες. (…) Οι κυβερνήσεις, αντί να τυπώνουν χρήμα, άρχισαν να δανείζονται όλο και περισσότερο. Διαδικασία που διευκολύνθηκε από τον χαμηλό πληθωρισμό, ο οποίος καθησύχαζε τους πιστωτές σχετικά με τη μακροπρόθεσμη αξία των κρατικών ομολόγων».
Ωστόσο, ούτε και η συσσώρευση δημόσιου χρέους μπορούσε να διαρκέσει επί μακρόν.
***
Και εδώ, εισερχόμαστε στην τρίτη φάση.
«Ο κόσμος ήταν εύπιστος. Πίστεψαν ότι θα έπαιρναν κάτι. (…) Αλλά, θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι τράπεζες ξόδεψαν εκατομμύρια δολάρια (…) κοροϊδεύοντας(…) τους ανθρώπους. Αν ξόδεψαν εκατομμύρια για να τους πουν ότι θα πραγματοποιήσουν το όνειρό τους, τότε, θα πρέπει να μοιραστούν την ευθύνη και οι τράπεζες»…
Τζέιμς Σάντερς, κοινοτάρχης του Φαρ Ροκαγουέι στη Ν. Υόρκη
Το 1992, κυρίως, όμως, μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του 1994, ο νεοεκλεγείς Μπιλ Κλίντον, ο «γιος» όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί ο μπαμπάς Μπους, αποφάσισε να δώσει τέλος «στην κοινωνική προστασία όπως τη γνωρίζαμε μέχρι τότε».
Η ταχύτατη αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων κατά την προεδρία του, εξαιτίας της ακόμη μεγαλύτερης υποχώρησης της συνδικαλιστικής εκπροσώπησης και των δραστικών περικοπών των κοινωνικών δαπανών, αντισταθμίστηκαν από τη δυνατότητα που δόθηκε στους πολίτες να λάβουν δάνεια σε πρωτόγνωρα μεγάλη κλίμακα. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Τζιμ Ροκάκης, Δ/ντης στο Δημόσιο Ταμείο του Κλίβελαντ(2008): «Το 70% όλων των δανείων (…)δεν είχαν προκαταβολή. Το 73% δεν είχαν καθόλου ή είχαν ελάχιστα τεκμήρια εισοδήματος. Τα αποκαλούσαν «δάνεια χωρίς δικαιολογητικά» ή τα δάνεια του ψεύτη, επειδή οι άνθρωποι ψεύδονταν» (ΕΞΑΝΤΑΣ, «Ο εφιάλτης των δανείων»).
Ακόμη, σύμφωνα με έρευνα του Mortgage Asset Research Institute, οι περισσότεροι φάκελοι που συντάσσονταν από τους εντεταλμένους από τις τράπεζες χρηματομεσίτες για τη χορήγηση Alt-A (μεσαία κατηγορία ενυπόθηκων δανείων), διόγκωναν τα εισοδήματα των δανειοληπτών τουλάχιστον κατά 5%!, ενώ για πάνω από το 50% των δανειοληπτών αυτή η υπερβολή ξεπερνούσε το 50%!
Έτσι, γεννήθηκε ο «ιδιωτικοποιημένος κεϋνσιανισμός ». Για να κατανοήσουμε τον λόγο του περάσματος σ’ αυτή τη φάση του μεταπολεμικού καπιταλισμού ανατρέξαμε στα όσα έλεγε πριν μερικά χρόνια ο Μάριο Ντράγκι, πρόεδρος της ΕΚΤ και πρώην μεγαλόσχημο στέλεχος της Goldman Sachs. «Το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο»– δήλωνε– «έχει τελειώσει και όποιος οπισθοχωρήσει σε θέματα κοινωνικού προϋπολογισμού, θα δεχθεί αμέσως την τιμωρία των αγορών», διαλύοντας έτσι μεμιάς τις πολιτικές (αυτ)απάτες περί δημοκρατικού εξορθολογισμού της Ε.Ε. (Le Monde diplomatique» «Όχι στην καταπίεση της λιτότητας», 19/5/2012).
Το κράτος, λοιπόν, δεν δανειζόταν πια για να χρηματοδοτήσει τη λεγόμενη δήθεν κοινωνική πρόνοια. Αλλά, καλούσε τους πολίτες ή, σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, τα μεμονωμένα άτομα (τα οποία δεν είχαν άλλη εναλλακτική) να συνάψουν δάνεια για να πληρώσουν τις σπουδές των παιδιών τους ή για να εγκατασταθούν σε λιγότερο φτωχές συνοικίες, αναλαμβάνοντας εκείνοι το ρίσκο της αποπληρωμής (Le Monde diplomatique, Αύγουστος 2008 , «Une trajectoire financière insoutenable»).
Και, φυσικά, οι κεφαλαιούχοι, κυρίως οι τράπεζες, έχοντας ήδη προβάρει τη στολή της κλεψιάς, ήταν έτοιμοι να εισαχθούν στη νέα εποχή.
Η οικονομική πολιτική του Κλίντον, ο λεγόμενος «Τρίτος Δρόμος», ικανοποίησε τη δολοφονική τους πλεονεξία. Κι αυτό γιατί, μπορεί για ένα μεγάλο μέρος των φτωχότερων στρωμάτων τα δάνεια « subprime » και η ψευδαίσθηση του πλούτου να αντικατέστησαν τα κατακρεουργημένα κοινωνικά επιδόματα και τις αυξήσεις των μισθών (ιδιαίτερα για τους Αφρο-αμερικανούς και τους Λατίνους), όμως οι τράπεζες και οι εταιρείες δανεισμού ήταν εκείνες που βγήκαν κερδισμένες μέσα από αυτό το λεπροκομείου του τζόγου.
Το… ρεπορτάζ μάς το δίνει ο ανταποκριτής μας στο Παρίσι του 19ου αιώνα, Εμίλ Ζολά: «Ένα κονσέρτο από ευλογίες ανέβαινε από το ευτυχισμένο πλήθος των μικρών και των μεγάλων, (…) οι φουκαράδες είχαν πλουτίσει απότομα, είχαν εξασφαλίσει τη σύνταξή τους- ενώ- οι πλούσιοι φλέγονταν από την ασίγαστη χαρά ότι τώρα γίνονταν ακόμη πλουσιότεροι» (Εμίλ Ζολά, «Το χρήμα», Σύγχρονη Εποχή, 2017)…
Έτσι, αφότου οι εταιρείες δανεισμού υπολόγισαν ότι μπορούν να αποκομίσουν περισσότερα χρήματα πουλώντας τα δάνεια στη Wall Street , το «όνομα του παιχνιδιού έγινε μάζεψε όσα περισσότερα δάνεια μπορείς και μην ανησυχείς για το εάν ο κόσμος τα ξεπληρώσει» (ΕΞΑΝΤΑΣ, «Ο εφιάλτης των δανείων»).
Το κόλπο ήταν απλό. Ας υποθέσουμε ότι μια τράπεζα κατέχει μεγάλο αριθμό υποθηκών κατοικίας από τα δάνεια υψηλού κινδύνου. Στη συνέχεια, παίρνοντας τα τοξικά αυτά δάνεια και τοποθετώντας τα σε μια offshore εταιρεία που διέθεταν σε κάποια “παραδεισένια” γωνιά του πλανήτη, τα μετέτρεπαν σε επενδυτικά πακέτα και τα μεταπωλούσαν σε επενδυτές στη Wall Street και σε όλο τον κόσμο, προχωρώντας έτσι σε μια τεράστια συγκεντροποίηση κεφαλαίου.
Αξίζει να λεχθεί ότι μέχρι το 2008 υπήρχαν 8 τρισ. δολάρια σε υποθήκες που διακινούνταν μ’ αυτόν τρόπο, ενώ, μόνο στις ΗΠΑ, το «Δημόσιο Συνταξιοδοτικό Σύστημα των Εργαζομένων του Οχάιο» επένδυσε στα χρηματοπιστωτικά «σκουπίδια» 500 εκατ. δολάρια. Από κοντά και η αστυνομία, η πυροσβεστική, οι εκπαιδευτικοί κ.ά.
Oι απώλειες ήταν τεράστιες. Όταν κατακάθισε η σκόνη από την κατάρρευση της Lehman Brothers, 5 τρισ. δολάρια από συντάξεις, ακίνητα, συνταξιοδοτικά ταμεία και ομόλογα είχαν χαθεί.
Όπως πολύ σωστά σημείωνε η Le Monde diplomatique το 2008: «(…)Ο ‘’ιδιωτικοποιημένος κεϋνσιανισμός ‘’, έδωσε (…) τη δυνατότητα στον χρηματοπιστωτικό τομέα να αποκομίσει κέρδη χωρίς προηγούμενο, αλλά αποτέλεσε και τον στυλοβάτη (…) της πολιτικής –του- εύκολου χρήματος , (…)η οποία οδηγούσε στην ταχύτατη υπερχρέωση της αμερικανικής κοινωνίας».
***
Ύστερα από τις διαδοχικές περιόδους του πληθωρισμού, των δημόσιων ελλειμμάτων και του ιδιωτικού χρέους εισερχόμαστε πλέον στο τέταρτο στάδιο.
***
«Οι τράπεζες πήραν τα λεφτά του αμερικανικού λαού και μοίρασαν μεταξύ τους υπέρογκα μπόνους. (…) Και μετά έριξαν το φταίξιμο στους μετανάστες και τους φτωχούς»
Απόσπασμα από την ταινία «Το μεγάλο σορτάρισμα»
Την ώρα που το σύνολο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος κινδύνευε να καταρρεύσει και ο κίνδυνος «μόλυνσης» κάθε πτυχής της οικονομικής ζωής ήταν ορατός- αφού στον καπιταλισμό κάθε κλάδος της παραγωγής συμπληρώνει τους άλλους, χωρίς όμως συνειδητή παρεμβολή, χάρη στην καπιταλιστική ιδιοκτησία- τα κράτη προσπάθησαν να αποκαταστήσουν την οικονομική εμπιστοσύνη. Ο εκβιασμός ήταν κάτι παραπάνω από προφανής, καθώς οι κεφαλαιούχοι έπιασαν τους πολιτικούς τους υπαλλήλους από το εξουσιαστικό τους πέτο και τους είπαν: Ή θα μας σώσετε ή θα ζωστούμε «εκρηκτικά» και θα τινάξουμε στον αέρα την οικονομία των χωρών σας.
Πρώτες και καλύτερες φόρεσαν τη στολή του κράτους- παρεμβάτη και επιχειρηματία οι ΗΠΑ. Ο πρώην πρόεδρος Τζορτζ Μπους, πρότεινε την άμεση ενίσχυση της ρευστότητας των τραπεζών. Στη συνέχεια, ο… σοσιαλιστής, όπως τον αποκάλεσε ένα μέλος του Κογκρέσου, υπ. Οικ. του, Χένρι Πόλσον (πρώην διευθύνων σύμβουλος της Goldman Sachs, του υπέρλαμπρου κοσμήματος του απόλυτου καπιταλισμού), ο κύριος «I didn’t want to have to do that», από κοινού με τον Μπεν Μπερνάνκε (πρ. της FED ), προέβησαν στις 12 Ιουλίου στη διάθεση από τον δημόσιο κορβανά πιστώσεων ύψους 25 δισ. δολαρίων για την αναδιάρθρωση των βασικών κεφαλαιακών αναγκών των Fannie-Freddie. Ενώ, λίγο αργότερα, στις 6 Σεπτεμβρίου, τις πριμοδότησαν με άλλα 200 δισ. δολάρια!
Έπειτα, βγάζοντας την γλώσσα στις περιβόητες «λύσεις της αγοράς» στις οποίες αναφερόταν το κοινό ευρωπαϊκό ανακοινωθέν της 29ης Ιανουαρίου, καθώς και πληθώρα άρθρων των νεοφιλελεύθερων ναυαρχίδων του Τύπου (Financial Times, 11/9/2008, «Decisive inaction»), εν είδει «ανταλλάγματος» στο βραχυπρόθεσμο δάνειο των 85 δισ. δολαρίων της FED, το αμερικανικό Δημόσιο (ξέρετε, εκείνο το παράλογο απομεινάρι του σοβιετικού ολοκληρωτισμού) απέκτησε το 79,9% του κεφαλαίου της AIG. Όλα αυτά, παρά τις έντονες αντιδράσεις του Κογκρέσου, οι οποίες βέβαια στη συνέχεια κάμφθηκαν, εν μέσω προεκλογικής περιόδου και παρά την απειλή για την αξιοπιστία του δολαρίου.
Αλλά είπαμε, οι τράπεζες είναι «πολύ μεγάλες για να πτωχεύσουν » (« too big to fail» ή «too big to be left to fail» ή «too connected to fail»… Όπως θέλετε).
***
Η κοινωνικοποίηση της ζημίας του χρηματοπιστωτικού τομέα, σε συνδυασμό με την απαραίτητη τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας- ένας από τους βασικούς λόγους για τον οποίο προωθείται σήμερα η κατάργηση των μετρητών-, προκάλεσε την εκτίναξη των δημόσιων ελλειμμάτων. Ας σημειωθεί, με την ευκαιρία, ότι η χρηματοοικονομική τρέλα και η μετέπειτα χρηματοπιστωτική κρίση «δεν απέρρεε διόλου από τις σπάταλες συνήθειες κάποιων καιροσκοπικών κυβερνήσεων ή από δυσλειτουργίες των πολιτικών θεσμών, όπως υποστήριζαν ορισμένες θεωρίες (…), οι οποίες διακινούνταν με τις ευλογίες κυρίως της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ (https://archives.mondediplomatique.gr/spip.php?article323).
Θεωρίες που επιστρατεύτηκαν (και) στην περίπτωση της Ελλάδας βασιζόμενες στην ιδέα ότι «εστιάζοντας στο λάθος στόχο, δηλαδή το έλλειμμα, αντί για τον σωστό, δηλαδή τις κρατικές δαπάνες, οι ασκούντες συντηρητική δημοσιονομική πολιτική έγιναν ασυνείδητα υποχείρια των άσωτων πολιτικών» [Friedman Milton, «The Limitations of Tax Limitation, Policy Review, 1978, σελ.11] .
Πρόκειται απλά για τον δισταγμό κάθε καπιταλιστικού κράτους να εγκαταλείψει τις αρχές επί τη βάσει των οποίων οικοδομήθηκε. Τις αρχές της εκμετάλλευσης και της απολαβής του πλούτου των πολλών προς όφελος μιας δράκας κεφαλαιούχων. Δεν μιλάμε επομένως για «εγκληματική ανευθυνότητα», όπως έγραφε ο Θόρνχιλ, για έλλειψη «αρχών» και «κανόνων» ή για έλλειψη «συνειδητοποίησης του κινδύνου». Παρά μόνο για την κατάληξη του κυνηγητού του κέρδους στη γενικευμένη εμπορευματική παραγωγή… Στον καπιταλισμό.
Η νομοτέλεια του καπιταλισμού που διέπεται από τη συγκεντροποίηση και τη συγκέντρωση της οικονομίας, των μέσων παραγωγής και του κεφαλαίου, οδηγεί, μέσα από το αποπνικτικό κυνήγι της κερδοσκοπίας, στην αναρχία στην παραγωγική διαδικασία και εν τέλει στις κρίσεις. Από ‘κει και πέρα, όταν διασπαστεί η αλληλοσυμπλήρωση της καπιταλιστικής παραγωγής (για την οποία κάναμε λόγο πιο πάνω) επέρχεται ως επακόλουθο η οικονομική κρίση. «Δουλειά» της κρίσης είναι να επαναφέρει την αλληλοσυγκρότηση της παραγωγής. Για αυτό και κάθε οικονομική κρίση συνοδεύεται από την ακόμα μεγαλύτερη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και της παραγωγής, με την ταυτόχρονη απαξίωση του εργατικού δυναμικού.
Τα στοιχεία αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες αυτού: Το διάστημα 2000-2014, υπήρξε υπερδιπλασιασμός του παγκόσμιου πλούτου (από 117δισ. δολάρια à 263 δισ. δολάρια). Σε ποιών τα χέρια περιήλθε αυτός ο πλούτος; Στο 0,7% του παγκόσμιου πληθυσμού, το οποίο κατείχε το 44%. Επιπλέον, μετά τον οικονομικό σεισμό του 2008, και ενώ 43 εκατ. άνθρωποι βρέθηκαν στον γκισέ του ταμείου ανεργίας, ενώ άλλα 200 εκατ. βρέθηκαν κάτω απ’ το όριο της φτώχειας ( μόνο στις ΗΠΑ, 8 εκατ. έχασαν τις δουλειές τους και 6 εκατ. τα σπίτια τους), ταυτόχρονα (2008-2014) το «γένος» των εκατομμυριούχων αυξήθηκε παγκοσμίως κατά 54% (Ριζοσπάστης, «Τα εγκλήματα του καπιταλισμού», 3/9/2017).
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, το γεγονός ότι λίγους μήνες μετά το ξέσπασμα της οικονομικής θύελλας και μετά τις υποθέσεις διαφθοράς σε Deutsche Telekom, Siemens κ.ά. στη Γερμανία, το «22% των Γερμανών εργαζομένων ήταν φτωχοί» (« Les Echos», 21 Απριλίου 2008) και, από την άλλη, «η μέση αμοιβή των αφεντικών των 30 εταιριών που περιλαμβάνονται στον χρηματιστηριακό δείκτη DAX , είχε αυξηθεί κατά 62% μέσα σε μια πενταετία», όπως κατέγραφε ο ανταποκριτής της «Figaro » στο Βερολίνο. Ακόμη, μόνο τυχαίο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί το ότι , ενώ το 2015, ερειδόμενοι στα όσα κατέγραψε σε Έκθεσή του ο Σύνδεσμος Φορέων Κοινωνικής Πρόνοιας (Paritätischer Wohlfahrtsverband), σχεδόν 13 εκατ. άνθρωποι, δηλαδή το 15,7% του πληθυσμού, ζούσαν σε συνθήκες ένδειας, με απολαβές που βρίσκονταν κάτω από το 60% του μέσου εισοδήματος κι ενώ το φτωχότερο 10% των Γερμανών πολιτών είδε να μειώνεται το εισόδημά του την περίοδο 1991-2010 κατά 11,2%*, το ίδιο διάστημα, σύμφωνα με την Bundesbank, το πλουσιότερο 10% έφτασε να κατέχει πλούτο άνω του 60% του συνολικού πλούτου της χώρας *(βλ. και Daniel Schmid και Urlike Stein, “Explain Rising Income Inequality in Germany, 1991-2010’’, Macroeconomics Policy Institute, Dusseldorf , 2013).
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στις ΗΠΑ, τύποι σαν τον Τζόσεφ Κασάνο, τον πρώην διευθυντή της AIG, ο οποίος έλαβε (φευ!) ενίσχυση από τον Αμερικανό φορολογούμενο, επειδή είχε τζογάρει υπέρογκα ποσά στη διάσωση της Lehman Brothers, οδηγώντας έτσι την εταιρεία στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, μετά τη συνταξιοδότησή τους επαναπροσλαμβάνονται ως «σύμβουλοι» ( ο εν λόγω από την ίδια εταιρεία) λαμβάνοντας ποσά της τάξης του 1 εκατ. δολάρια/ μήνα και άνω.
Ακόμη, πάλι στις ΗΠΑ, μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι, ενώ 43 εκατομμύρια άνθρωποι, εκ των οποίων τα 14 εκατομμύρια είναι παιδιά- με το 23,1% αυτών να χαρακτηρίζονται «αποστερημένα» από τη UNICEF-, βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας, την ίδια στιγμή, τα κέρδη του μεγιστάνα Μπάφετ εκτοξεύτηκαν μετά την εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ σε $74,1 δισ. ανεβάζοντάς τον στη δεύτερη θέση της λίστας των πλουσιότερων ανθρώπων του Bloomberg, πίσω από τον Μπιλ Γκέιτς της Microsoft ($91,5 δισ.).
Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους δήμιους του χρήματος με τα ύποπτα χέρια, φαίνεται να κατέχουν οι διευθυντές των αμοιβαίων κερδοσκοπικών κεφαλαίων, αφού, το 2013, οι πιο υψηλά αμειβόμενοι διευθυντές των είκοσι μεγαλύτερων επενδυτικών αμοιβαίων κεφαλαίων είχαν ετήσιες απολαβές 1,1 δισ. δολάρια ο καθένας, ποσό που ισοδυναμεί με 25 χιλιάδες φορές τον μέσο μηνιαίο μισθό στη χώρα.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην πατρίδα μας, ενώ, σύμφωνα με την Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εργασιακή και την κοινωνική κατάσταση στην Ε.Ε, το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού είχε εισοδήματα 6,5 φορές μεγαλύτερα από το φτωχότερο 20%*, παράλληλα,βάσει των όσων ανέφερε η ετήσια Έκθεση της UNICEF «Η Κατάσταση των Παιδιών στην Ελλάδα 2017 – Τα παιδιά της κρίσης»:
- Ο κίνδυνος σχετικής φτώχειας των παιδιών, από το 23% που ήταν το 2009 έφτασε στο 26,6% το 2014. Αυτό σημαίνει ότι μισό εκατομμύριο παιδιά στη χώρα ζουν σε φτωχές οικογένειες.
- «Με βάση το όριο φτώχειας του 2007 (έρευνα 2008) το ποσοστό παιδικής φτώχειας από 22,6% το 2008 μειώνεται στο 20,7% το 2009. Στη συνέχεια όμως αυξάνεται με δραματικά γρήγορους ρυθμούς και ανέρχεται στο 55,1% το 2014. Ενώ, το 2015 σχεδόν ένα στα δύο παιδιά στην Ελλάδα ζουν σε συνθήκες υλικής αποστέρησης. Με ποσοστό 45% , η Ελλάδα με μεγάλη διαφορά είναι η χώρα όπου τα παιδιά αντιμετωπίζουν την υψηλότερη υλική αποστέρηση μεταξύ των 14 παλαιοτέρων χωρών-μελών της Ε.Ε.».
Δεν είναι τυχαία τα λόγια του Μπρένταν Μπάρμπερ, Γ.Γ του Συνεδρίου των Συνδικάτων της Μεγάλης Βρετανίας, ο οποίος, μετά την αποκάλυψη ότι η περιουσία των 1.000 πλουσιότερων Βρετανών είχε τετραπλασιαστεί από το 1997, ενώ ο βρετανικός λαός μάζευε τα αποκαΐδια της νεοφιλελεύθερης πυρκαγιάς, δήλωνε ότι «οι απλοί εργαζόμενοι αισθάνονται (…)θυμωμένοι γιατί δυσκολεύονται να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους τη στιγμή που μια μειοψηφία βαθύπλουτων συμπεριφέρεται σαν να μην είχε την παραμικρή υποχρέωση απέναντι στην κοινωνία ».
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ενώ οι Ισπανοί φορολογούμενοι πλήρωσαν από την τσέπη τους τα «σπασμένα» της Bankia (32 δισ. ευρώ) μετά την «εθνικοποίησή» της και παρά το γεγονός ότι από το 2008 μέχρι το 2013 400 χιλ. Ισπανοί πολίτες είχαν χάσει τα σπίτια τους το 2012, το στέλεχος της Bankia, Αουρέλιο Ιθκιέρδο έλαβε για τη συνταξιοδότησή του 7,6 εκατ. ευρώ ( Chesney Marc, «Απ’ το μεγάλο πόλεμο στη διαρκή κρίση», Λιβάνης, 2016).
Όπως τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι, τη στιγμή που 800 εκατ. άνθρωποι υποσιτίζονταν το 2014:
- Σύμφωνα με τον Δείκτη Δισεκατομμυριούχων του Βloomberg, οι 200 πρώτες περιουσίες παγκοσμίως αντιστοιχούσαν σε 2.700 δισ. δολάρια, ποσό αυξημένο κατά 241 δισ. σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά.
- Όπως ανέφερε το Wealth Report, το 2012, περίπου το 0,001% του παγκόσμιου πληθυσμού (63.000 άτομα) κατείχε το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
- Οι περιουσίες των 300 πιο πλούσιων δισεκατομμυριούχων του κόσμου αυξήθηκαν κατά 524 δισ. δολάρια συγκριτικά με το 2013 (Bloomberg, 2/1/2014).
Δεν είναι τυχαία όλα αυτά. Όχι γιατί το λέμε εμείς που, ενδεχομένως, να μας χαρακτηρίζει μια… εμπάθεια (!) απέναντι στην εμετική μπόχα της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, αλλά γιατί ακόμη και υπερεθνικοί οργανισμοί, όπως ο ΟΗΕ και η Παγκόσμια Τράπεζα, παραδέχονται ότι κάτι δεν πάει καλά με το σύστημα…
«Πολλοί πιστεύουν», έλεγε η αναφορά του ΟΗΕ (Human Development Report, 1997), « ότι η εξάλειψη της φτώχειας δεν είναι οικονομικά εφικτή. Σε μια παγκόσμια οικονομία της τάξης των 25 τρισ. δολαρίων, αυτός ο ισχυρισμός είναι εξόφθαλμα λανθασμένος». Για να καταλήξει λέγοντας (κι εδώ θέλουμε την προσοχή σας): Η «έλλειψη πολιτικής βούλησης και όχι οικονομικών πόρων, είναι το πραγματικό εμπόδιο στην εξάλειψη της φτώχειας» (Ριζοσπάστης, 3/9/2017).
Ομοίως, ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, Jim Yong Kim, εξηγούσε πριν λίγο καιρό τη γενεσιουργό αιτία της φτώχειας, της μετανάστευσης, της προσφυγιάς, του παιδικού υποσιτισμού, της παιδικής θνησιμότητας κ.λπ:
«Από το 2020, το ήμισυ του πληθυσμού που ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας θα βρίσκεται σε ευάλωτες ή ρημαγμένες από τις συγκρούσεις περιοχές. (…) Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει αρκετός πλούτος. (…) Αν εμείς απλώς αναδιανέμαμε [τον πλούτο], θα μπορούσαμε να το κάνουμε σήμερα. Αλλά, συνειδητοποιήσαμε ότι αυτές οι προσεγγίσεις, που μπορούν να φέρουν αποτελέσματα, δεν έχουν λειτουργήσει σωστά» (Εφ.Συν, 22/2/17, «Ο Ηρώδης φορούσε Prada»).
***
Σήμερα, που το κυρίαρχο οικονομικό- πολιτικό σύστημα συνεχίζει να αλέθει στις θανατερές μυλόπετρές του τις ψυχές και τα σώματα εκατομμυρίων ανθρώπων. Σήμερα που τα τύμπανα του πολέμου ξαναηχούν, προκειμένου να παραταθεί η διάρκεια της παντοκρατορίας του ξεπερασμένου και του σάπιου (κι όπως πολύ σωστά έρχεται να μας θυμίσει από το παρελθόν ο αστός Βορειοαμερικανός οικονομολόγος Κλάρενς Έντγουιν Αρές, «οι πόλεμοι(…) μπορεί να αποτελούν την επιθανάτια αγωνία του καπιταλισμού- αλλά- ο πόλεμος εξυπηρετεί και την παράταση αυτής της επιθανάτιας αγωνίας» [C. A. Ayres, «The divine of capital», σελ. 43] ).
Σήμερα, λοιπόν, δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και έπειτα από εφτά χρόνια ελληνικής «σωτηρίας», χρόνια βαρβαρότητας και κυνισμού, ίσως θα έπρεπε να επαναφέρουμε στο συλλογικό πεδίο εκείνες τις αξίες που υπηρέτησαν και μπορούν να κουβαλήσουν ξανά το βαρύ φορτίο της αξιοπρέπειας ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Δύσκολο πράγμα, το γνωρίζουμε. Σε μια εποχή μάλιστα που οι καταπιεσμένοι δεν πατούν στο «χώμα» του ανθρωπισμού και της αλληλεγγύης, αλλά στο «τσιμέντο» της μιζέριας, της ιδιοτέλειας και της υποταγής.
Αξίζει, όμως, να προσπαθήσουμε. Εξάλλου, «δεν έχουμε άλλη εναλλακτική(!)»…
***
Πηγές (πρόσθετη αρθογραφία, βιβλιογραφία):
The Independent, 18/11/2007, «Business View: The Northern Rock auction: what a fiasco»
The New York Times, 17/3/2008, «JP Morgan Pays $2 a Share for Bear Stearns»
Le Monde diplomatique, Μάιος 2008, «Primes et châtiments des “traders”»
CNN Money, 29/9/2008, «Bailout plan rejected – supporters scramble»
Iσοτιμία, 29/9/2008, «’’Σκότωσαν” το σχέδιο Πόλσον στο Κογκρέσο»
Le Monde diplomatique, 19/10/2008, «Οι ελίτ, η κρίση και τα μακαρόνια του Μoς»
Le Monde diplomatique, 26/10/2008 ,«Η ημέρα που η Γουόλ Στριτ έγινε σοσιαλιστική»
Le Monde diplomatique, 23/3/2012, «Η κρίση του 2008 ξεκίνησε σαράντα χρόνια πριν»
Enikos.gr, 5/12/13 , «Πλειστηριασμοί: Οι γείτονες να έχουν το νου τους!»
Νόστιμον Ήμαρ, Βλακεία αυτή η μάστιγα, 20/2/2017
* Αθήνα 9.84, 27/4 /2017, «Κομισιόν: Στοιχεία – σοκ για τη φτώχεια και τις κοινωνικές ανισότητες στην Ελλάδα»
Καθημερινή, 2/8/2017, «Αντιμετωπίζοντας την ανισότητα στην Ευρώπη»
***
Ν. Ψυρούκης, «Καπιταλισμός, από τη γενική κρίση στη σήψη», Αιγαίον-Κουκίδα, 2001
Joseph Stiglitz, «ΕΥΡΩ- Πώς ένα κοινό νόμισμα απειλεί το μέλλον της Ευρώπης», Παπαδόπουλος, 2016
***
Χρησιμοποιήθηκαν σκίτσα των: Jaume Capdevila, Μάνου Συμεωνάκη, Silvano Mello, Carlos Latuff