Ο Γιώργος Ζορμπάς (που μάθαμε ως Αλέξη απ’ το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη) έγραφε σ’ ένα γράμμα που είχε στείλει στον συγγραφέα και φίλο του:
“Τίποτα δεν φοβάμαι. Έχω παλέψει με θεριά. Έχω πολεμήσει και με τ’ αληθινά θεριά, τους ανθρώπους. Τα ‘βαλα και με τα μεγάλα θεριά, τη θάλασσα και τη γη. Και το μεγαλύτερο θεριό, τη γυναίκα, την αγάπησα.
Θεούς και διαβόλους δεν φοβάμαι. Για τον θάνατο ούτε που με νοιάζει.
Τίποτα δεν φοβάμαι. Μόνο ένα: Τα γεράματα.
Φοβάμαι μην έρθει η στιγμή που δεν θα μπορώ ούτε να κατουρήσω. Που θα περιμένω την νύφη μου να με ταΐσει. Που δεν θα μπορώ να σταθώ όρθιος.
Μόνο αυτό φοβάμαι. Που θα ‘μαι γέρος κι ανήμπορος.”
Ο Ζορμπάς έζησε μέχρι τα 76, άλκιμος κι ανυπόταχτος. Πέθανε όρθιος στην Κατοχή. Τελευταία ανάσα την πήρε μπρος στο παράθυρο, αναθυμούμενος πόσες ωραίες πράσινες πέτρες βρήκε, πόσες γυναίκες αγκάλιασε, πόσα παιδιά έκανε. Τυχερός άνθρωπος.
~~
Βγαίνω απ’ το σπίτι και βλέπω ένα διπλωμένο σώμα στο παρτέρι μπρος στην πολυκατοικία. Μου παίρνει λίγα δευτερόλεπτα για να καταλάβω ότι είναι ένας γέρος. Πήγε να κάτσει στο πεζούλι, έπεσε πίσω κι έμεινε εκεί, ανήμπορος να κινήσει.
“Βόηθα με”, μου λέει σαν στέκομαι μπρος του.
Τον πιάνω απ’ το χέρι να τον σηκώσω, αλλά αυτός δεν βάζει καθόλου δύναμη, δεν έχει δύναμη να βάλει. Για ν’ αποφύγω την εξάρθρωση του ώμου του και τα χειρότερα, πάω από πίσω να τον σπρώξω.
Σαν με βλέπει να φεύγω τρομάζει.
“Μη φεύγεις!” κάνει με τρόμο. “Βόηθα με να σηκωθώ”.
“Δεν φεύγω, μη φοβάστε”, του λέω.
Πάω πίσω και προσπαθώ να τον σηκώσω. Είναι βαρύς, παρότι λιπόσαρκος. Παράξενο είναι, πόσο δύσκολα σηκώνεις έναν άνθρωπο που έχει πέσει.
Τελικά τα καταφέρνω να τον φέρω σε καθιστή στάση. Τον στρίβω ώστε ν’ ακουμπάει σ’ ένα δέντρο, να μη φύγει πάλι πίσω. Το πουκάμισο του έχει σκιστεί, το παντελόνι του έχει καφέ λεκέδες. Είναι πολύ γέρος, το δέρμα του φεγγίζει.
“Σ’ ευχαριστώ”, μου λέει.
“Τίποτα δεν έκανα.”
“Είναι άσχημα τα γηρατειά”, κάνει, σαν να το λέει στον εαυτό του.
“Το ξέρω, το ‘χω καταλάβει”, απαντάω εγώ.
“Δεν μπορείς να καταλάβεις”, μου λέει ο γέρος. “Αν δεν το ζήσεις, δεν μπορείς.”
~~
Συχνά οι άνθρωποι έχουμε αυτή την αυταπάτη. Νομίζουμε ότι μπορούμε να καταλάβουμε μια κατάσταση, επειδή έχουμε διαβάσει βιβλία, έχουμε δει ταινίες, έχουμε σκεφτεί.
Νομίζουμε ότι ξέρουμε τι είναι η προσφυγιά, επειδή ήταν πρόσφυγες οι πρόγονοι μας ή επειδή συγχρωτιζόμαστε με πρόσφυγες.
Νομίζουμε ότι ξέρουμε τι είναι ο πόλεμος, επειδή είδαμε το Platoon και το Δουνκέρκη.
Νομίζουμε ότι μπορούμε να καταλάβουμε το δράμα ενός γονιού που έχασε το παιδί του, επειδή είμαστε γονείς κι εμείς.
Όμως τίποτα δεν μπορείς να το καταλάβεις, να το νιώσεις όπως πραγματικά είναι, αν δεν το βιώσεις, αν δεν γίνεις εσύ το υποκείμενο.
Εξ αποστάσεως, εξ ωσμώσεως, με βιβλία και φαντασίες, δεν ζεις κάτι, παριστάνεις ότι το ζεις, υποθέτεις πώς θα είναι αν το ζούσες.
~~
Αφήνω τον γέρο στο πεζούλι, πάω κι έρχομαι, και καθώς περνάω ένα φανάρι τον βλέπω ξανά. Αυτή τη φορά στέκονται δίπλα του δυο Ζητάδες. Ο ένας αστυνομικός κρατάει μια σακούλα με πάγο. Ο άλλος τον βοηθάει να πάρει τηλέφωνο.
Ο γέρος είναι καθισμένος σ’ ένα παγκάκι. Το φρύδι του ματωμένο και πρησμένο. Μάλλον αυτή τη φορά έπεσε κατά πρόσωπο, χωρίς καν να βάλει χέρια για να σταματήσει την πτώση. Με κοιτάει για λίγο, αλλά δεν με αναγνωρίζει.
~~
Κάποιες μέρες πριν βρέθηκα, για προσωπικούς λόγους, σε μια γηριατρική κλινική. Όλοι υπερήλικες εκεί μέσα. Οι πιο πολλοί να μην μπορούν καν να σηκωθούν απ’ το κρεβάτι τους, με καθετήρα και τη νοσοκόμα να τους ταΐζει στο στόμα σαν μωρά.
Μια γρια φωνάζει ακατάληπτες λέξεις κάθε τόσο. Ένας γέρος ακουμπισμένος στο μαξιλάρι κοιτάει τον τοίχο. Μια άλλη, σε καλύτερη κατάσταση, πηγαίνει πέρα δώθε στο διάδρομο με το πι. Μέχρι τον ένα τοίχο και πάλι πίσω, σαν φυλακισμένη.
Μια μικρόσωμη γρια με τσεμπέρι κάθεται δίπλα μου και με παρατηρεί που διαβάζω τον Αναρχικό των Δύο Κόσμων.
“Τι λέει;” με ρωτάει κάποια στιγμή, δείχνοντας με το πηγούνι το βιβλίο.
“Για μια αναρχική κοινωνία”, της απαντώ.
Δεν μοιάζει να καταλαβαίνει, αλλά το κοιτάει επίμονα.
“Το θέλετε;” της λέω. “Να το διαβάσετε;”
“Δεν βλέπω να διαβάζω.”
“Θέλετε να σας διαβάσω εγώ λίγο;” τη ρωτάω.
Της διαβάζω μια σελίδα. Είναι στο σημείο όπου ο Σεβέκ ταξιδεύει με διαστημόπλοιο στον μητρικό πλανήτη. Σκέφτομαι ότι η γριά θα αντιδράσει, θα πει κάτι για τα διαστρικά ταξίδια ή κάτι ακόμα πιο παράξενο.
Γυρνάω να δω τι εντύπωση της έχει κάνει. Εκείνη κοιμάται, καθισμένη στην καρέκλα, σαν μωρό που το νανούρισαν με παραμύθια.
~~
Δυο μέρες μετά βρίσκομαι ξανά στην κλινική. Παρατηρώ τους γέρους και τους φαντάζομαι σε άλλη ηλικία. Εκείνη η γιαγιά που λιώνει στο κρεβάτι της κάποτε ήταν παιδούλα κι έτρεχε στο χωράφι. Ο γέρος στο άλλο δωμάτιο, που κοιτά τον τοίχο, ήταν έφηβος κι αυνανιζόταν μετά μανίας. Ο άλλος μπορεί να πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο. Κι η κοπελίτσα (έτσι τη λέει η νοσοκόμα “κοπελίτσα μου”) που δεν μπορεί να σηκώσει το χέρι της κάποτε έκανε τους άντρες να στενάζουν σαν τη βλέπαν να περνά. Η γιαγιά με το τσεμπέρι ίσως να ‘ταν δασκάλα και να διάβαζε τον Αόρατο Άνθρωπο σε μετάφραση του Παπαδιαμάντη. Κι ο γέρος με το οξυγόνο κάποτε εγκαινίασε το πρώτο του ζαχαροπλαστείο.
Όλοι αυτοί ήταν μωρά κάποτε. Μετά παιδιά κι έφηβοι, μετά μεγάλωσαν αγάπησαν παντρεύτηκαν δούλεψαν γέννησαν πολέμησαν πάντρεψαν τα παιδιά τους διάβασαν είδαν κινηματογράφο για πρώτη φορά ήπιαν και μέθυσαν με την παρέα τους έφαγαν όσο άντεχαν γλέντησαν θρήνησαν έβγαλαν λεφτά ταξίδεψαν αρρώστησαν έγιναν καλά έκαναν έπαθαν έζησαν.
Και τώρα πια έχουν μείνει μόνο οι σκιές τους, εκείνα τα άδεια μάτια και τα άτριχα κεφάλια και τα κόκαλα χωρίς κρέας.
Ανήμποροι.
“Δεν μπορείς να καταλάβεις”, μου είπε ο γέρος που έπεσε, “τι είναι τα γεράματα”.
~~
Δεν μπορώ. Το ξέρω. Κι ίσως να μη θέλω να το βιώσω.
Αλλά θυμάμαι κάτι: Καταλαβαίνουμε πόσο σημαντικό είναι αυτό που έχουμε μόνο όταν το χάσουμε.
Καταλαβαίνεις πόσο ωραίο είναι να μην σε πονάνε τα δόντια σου μόνο όταν αρχίζει ο πονόδοντος.
Καταλαβαίνεις ότι το σκυλί “σου” ήταν μέλος της οικογένειας μόνο όταν αναγκάζεσαι να του κάνεις ευθανασία.
Καταλαβαίνεις τι σημαίνει πατρίδα μόνο όταν ζεις καιρό ανάμεσα σ’ αλλόθροους ανθρώπους, σε ανήλιαγα μέρη, όπου εσύ είσαι ο ξένος.
Καταλαβαίνεις πόσο την αγαπούσες μόνο όταν την χάνεις.
~~
Κι όπως βλέπω τους γέρους που σβήνουν στην κλινική, βγάζω το τετράδιο μου και γράφω βιαστικά μια λίστα με 10 πράγματα που πρέπει να κάνω πριν βρεθώ κι εγώ εκεί -όχι ως επισκέπτης.
Να περπατάω, ίσως και να τρέχω. Είναι ωραία να στέκεσαι όρθιος στα πόδια σου.
Να φτιάχνω φαγητά νόστιμα, με πολύ αλάτι και λάδι, με καρυκεύματα και ταμπάσκο.
Να βγαίνω στον ήλιο. Να κλείνω τα μάτια και να στρέφω το πρόσωπο μου στον ουρανό.
Να φοράω όμορφα ρούχα. Σε ό,τι χρώμα μου ‘ρθει, σε ό,τι συνδυασμό θέλω.
Να γελάω, να θυμώνω και να κλαίω.
Να διαβάσω εκείνο το βιβλίο που πάντα αφήνω για μετά (Αδελφοί Καραμαζώφ του Ντοστογιέφκσι και Αμάντα του Τομ Ρόμπινς).
Να χαϊδέψω την Πέρλα, τον σκύλο, μέχρι που να βαρεθεί και να φύγει.
Να μάθω να κάνω κάτι καινούριο: Να ζωγραφίζω, να πλέκω, να παίζω σαξόφωνο, να οδηγήσω μηχανή.
Να δω με τον Τηλέμαχο το Blade Runner (το παλιό).
Να κάνω έρωτα.
Να παντρευτώ.
Να ευχαριστηθώ τον ύπνο και τα όνειρα.
Ν’ ακούσω ξανά ολόκληρο το “The Wall” των Pink Floyd.
Να χορέψω.
Να μείνω ξύπνιος μέχρι που να ξημερώσει.
Να πάω στην τουαλέτα.
Να πιω νερό.
Δέκα πράγματα είπα; Μα είναι τόσο πολλά αυτά που μπορούμε και προλαβαίνουμε να κάνουμε, αλλά σημασία δεν τους δίνουμε, μέχρι που να μην μπορούμε να τα κάνουμε.
Μάλλον ο τίτλος αυτού του κειμένου θα έπρεπε να ήταν: “100 πράγματα που πρέπει να (ξανα)κάνεις πριν γεράσεις”.
Ή μπορεί 1000. Και πάλι λίγα λέω.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~