Του Γιάννη Δημογιάννη
*Στον Γιώργο!
Το φετινό ήταν το καλοκαίρι της βροχής. Πρώτα ο Θάνατος του πατέρα… Όσο κι αν είχα προετοιμαστεί για το μοιραίο δευτερόλεπτο, όταν ήρθε, άφησε πίσω του, αποκαΐδια κι αναπάντητα γιατί. Ύστερα, ήρθαν και άλλα να προστεθούν στα κουβάρια της καρδιάς, να δέσουν με τη σειρά τους κόμπο, το στομάχι, μέχρις ότου καταλαγιάσουν επιτέλους κι αυτά, βρίσκοντας τη θέση, που τους αρμόζει. Εν τέλει, το νερό βρήκε το δρόμο του να βγει την επιφάνεια, οπότε στο βάθος του κήπου, κάποια λουλούδια φάνηκαν να δένουν δειλά τα φύλλα τους. Οι μέρες κύλησαν, η απώλεια έγινε μικρότερο βουνό και τότε, η ανάγκη για λύτρωση και κραυγή διεκδίκησε – Νόμος αυτός – τη φωνή της: «Αυτή τη συναυλία δε την χάνω με τίποτε», αυτό μουρμούρισα. «Μαράζωσε η ψυχή, και ο Ινδιάνος πρέπει να χτυπήσει τα τύμπανά».
Το θέμα είναι πως, πριν από τον Ινδιάνο, πρόλαβε να χτυπήσει τα δικά του, ο Ουρανός. Από το μεσημέρι, τα σύννεφα ήδη μαύρισαν έως και τα τελευταία απομεινάρια του αποκαλόκαιρου, και όσο για τη βροχή, αυτή σταμάτησε με το ζόρι, αργά το απόγευμα. Όταν πια τα σημάδια έδειξαν πως ο καιρός θα μας έκανε ευτυχώς το χατίρι, η μόνη εκκρεμότητα ήταν το τηλεφώνημα στον κολλητό: «Φίλος, απόψε παίζουν Αγγελάκας και Παυλίδης, στα Παλιά Σφαγεία. Πάμε να θυμηθούμε τα Γιάννενα, να το κάνουμε από γιορτή σε γιορτή;» Η απάντηση, τρεις λέξεις: «8.30 στην πόρτα».
Η νύχτα ήταν όντως σημαδιακή για εμένα, και για έναν επιπλέον, ξεχωριστό λόγο. Μετά από 28 χρόνια θητείας, στον αλλοπρόσαλλο πλανήτη της αναπηρίας, αυτή η συναυλία θα γραφόταν στο προσωπικό μου ημερολόγιο, σαν ορόσημο ελευθερίας. Μετά από τόσες παραστάσεις να είσαι πάντα εξαρτημένος από τους άλλους, για τη μετακίνηση, ακόμη και για τη διασκέδασή σου, αυτή τη φορά θα ήταν η πρώτη ευκαιρία, που θα πήγαινα απαλλαγμένος από το άγχος του συνοδού. Ναι, θα πήγαινα μόνος, θα οδηγούσα με το τρίτροχο ποδήλατό μου, και το ’χα μάλιστα δεδομένο πως θα έπιανα, κιόλας, την καλύτερη θέση, μπροστά από τα κάγκελα. Κανείς, ήμουν σίγουρος γι’ αυτό, δε θα το αρνιόταν, έστω και σαν χάρη. Η θέση, σύμφωνα με το «συμβόλαιο», με περίμενε – τι λέω, με περίμενε – σχεδόν έγραφε τ’ όνομά μου, και το βράδυ, κανένα εμπόδιο δε θα μου στερούσε την ευκαιρία να βρεθώ στην πρώτη γραμμή του πυρός. Η εικόνα, συνάμα δελεαστική, μη σου πω, και κομμάτι ανατρεπτική! Ένας ανάπηρος, με το τρίτροχο ποδήλατό του, στη συναυλία δύο αναρχικών ποιητών… Not bad at all.
Κόψαμε τα εισιτήρια, ενημερώσαμε τους Security, μιλήσαμε με τον υπεύθυνο της οργάνωσης, κι όλα καλά. Σε λίγο, ο κολλητός, μπροστά από το ποδήλατο, εξηγούσε στα πλήθη, το φαινόμενο (εμένα), ανοίγοντας σαν το Μωυσή, τα κύματα των φανατικών, και από πίσω, εγώ, ένας κορδωμένος Δον Κιχώτης, που έκανε πλακίτσες με τους θαμώνες. Αφού είδαμε και αποείδαμε να φτάσουμε μέχρι τα backstage, σταθήκαμε μπροστά από τη σκηνή, και πίσω από τα προστατευτικά κάγκελα. Εκεί, όμως, προέκυψε το απρόβλεπτο. Στο σημείο βρισκόταν ένας συντονιστής της συναυλίας και μού εξήγησε – δουλειά του ήταν εξάλλου – το προφανές: «Αδελφέ, καλά έφτασες έως εδώ, αλλά ειδικά εσύ δεν πρέπει να μείνεις εδώ. Σε λίγο, θα γίνει μεγάλη μάχη κάτω από τη σκηνή, και εγώ δεν θα επιτρέψω να σε πάρουν τα σκάγια, από κανά μαλακισμένο. Σε νιώθω, καταλαβαίνω την καψούρα σου, αλλά με την ασφάλειά σου, εγώ δεν παίζω.». Ήταν σαν να με τσίμπησε καρφίτσα στο στήθος, σαν να μου άρπαξαν το παιχνίδι που μου έταξαν, αλλά εγώ δε ήμουν διατεθειμένος, ιδίως σ’ αυτή τη συναυλία, να ψυχαγωγηθώ ξανά – όχι όπως εγώ θα ’θελα ή θα επέλεγα, αλλά με όσα περίσσευαν από το φιλοθεάμον κοινό, σε μία προστατευμένη, αλλά ξενέρωτη γωνία της παιδικής χαράς. Απόψε – έτσι το ονειρεύτηκα – θα έβλεπα το έργο, όπως θα το χαιρόταν και ο τελευταίος, αλλόφρων πάνκης, και, φυσικά, με τίποτε, σαν ένας δύσμοιρος τύπος, που η Φύση τού έκανε κάποτε, δύσκολη τη ζωή. Όχι, με τίποτε ∙ αυτό το σενάριο δε θα επαναληφθεί τουλάχιστον απόψε. Το έζησες 28 ολόκληρα χρόνια, το βαρέθηκες, το αηδίασες, αλλά το σημαντικότερο; Δεν το αξίζεις, ρε αδελφέ, δεν σου πρέπει… Στα αυτιά μου, ήδη, αντηχούσαν οι στίχοι από την 6η Αυγούστου του Αγγελάκα: «Στη δροσιά μιας αναπάντεχης πολύχρωμης βροχής/ κάτω από το φως του διαλυμένου φεγγαριού/ θα τραγουδάμε ξαφνιασμένοι το τέλος της αρχής/ με μελωδίες του παλιού καιρού.»
Δόθηκαν, λοιπόν, οι πρέπουσες εξηγήσεις, βάλαμε λυτούς και δεμένους, και η τελική λύση αποδείχθηκε αναπάντεχα, κατά πολύ καλύτερη από τις αρχικές μου προσδοκίες. Ο στρατηγός Βησσαρίων, ο συντονιστής της συναυλίας, το σφράγισε και με τελεσίγραφο: «Θα σου ανοίξω τα κάγκελα, και θα μπεις να κάτσεις, μαζί με τον φιλαράκο σου, στα backstage. Ούτε VIP να ήσουν!! Και μάγκικα, και με ασφάλεια.» Μας τ’ άνοιξε, μπήκαμε, και ρίξαμε άγκυρα, πίνοντας μπύρες στο κατάστρωμα. Και τότε, συνέβη η επόμενη, απρόβλεπτη έκπληξη. Στο ίδιο ακριβώς σημείο ήρθε κι άραξε άλλο ένα αναπηρικό καροτσάκι, με μία συνάδελφο. Μία πανέμορφη, ξανθή κουκλίνα, που μάλλον είχε έρθει με την αδελφή της (ένεκα εμφανούς ομοιότητας). Δε χρειάστηκα, όπως διαισθάνεστε, και πολλές προφάσεις, για να της πιάσω συζήτηση, παρά μονάχα, διακριτικότητα και ευγένεια. Η περίπτωσή της, το παραδέχομαι, με άφησε ακόμη κι εμένα, που είμαι κάπως εξοικειωμένος με τις στραβές της αναπηρίας, έκπληκτο. Όχι τόσο εξαιτίας της σπανιότητας της δικιάς της αναπηρίας, όσο για τη σπάνια ωριμότητα μίας γυναίκας, η οποία κατάφερε να συμφιλιωθεί με την τραγική της ανατροπή, μόλις μετά από ένα χρόνο, αφότου εισέβαλε ο Τυφώνας στη ζωή της. Η στωικότητά της, πραγματικό αντίδοτο στις δικές μου ακροβασίες: «Όλα γίνονται για κάποιον λόγο, που, συχνά τον αγνοούμε ή αδυνατούμε να τον χωρέσουμε. Το θέμα είναι πώς θα καταφέρουμε να συμφιλιωθούμε στη διαδρομή, με αυτό που ξέρουμε πως θα μας συνοδεύει ισόβια στην υπόλοιπη ζωή μας. Κι αν το κακό, η συμφορά είναι αμετάκλητη, τότε δεν μας περισσεύει τίποτε άλλο, παρά η εσωτερική μας αλλαγή.» Το είπε και το οριοθέτησε με τη μεγαλύτερη άνεση, που θα μπορούσε άνθρωπος να περιγράψει το ανεξήγητο μυστήριο του βίου, και ειλικρινά, μ’ έκανε να αναστοχαστώ πάνω σε πολλά, επικίνδυνα στερεότυπα, που, εδώ και καιρό, έχουν κατασκηνώσει στο μυαλό μου. Το σημαντικότερο, όμως, ήταν για εμένα, πρωτίστως η παρουσία της, στον τόπο της συναυλίας, προκειμένου να απολαύσει κι αυτή, το αυτονόητο δικαίωμα της… Την ψυχαγωγία ενός φυσιολογικού ανθρώπου, ανάγκη που, δυστυχώς, ελάχιστα και ελάχιστοι έχουμε κατανοήσει στον τόπο, εξαιτίας του στιγματισμού και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Απ’ ό,τι φάνηκε, βέβαια, στη συνέχεια, εκείνο το βράδυ και κάποιοι άλλοι, άδικα περιθωριοποιημένοι, συνάνθρωποι διεκδίκησαν το αυτονόητο. Γιατί, εκεί που χάζευα στο προαύλιο του συναυλιακού χώρου, εντόπισα και άλλα 3 αναπηρικά καροτσάκια, να περιφέρονται, συν μία επιπλέον κοπελιά, που τραμπαλιζόταν διαρκώς, ανάμεσα στο καροτσάκι της και τα κάγκελα της πρώτης γραμμής. «Για τα Ελληνικά δεδομένα, 6 κινητικά ανάπηροι, στην ίδια συναυλία, αποτελεί Ολυμπιακό ρεκόρ, την απόλυτη ανατροπή», αυτό σκέφτηκα, φανερά χαρούμενος, αλλά και ξαφνιασμένος από την ανατροπή. «Η παρουσία τους συνιστά τη σπάνια εξαίρεση στο βαθιά εδραιωμένο κοινωνικό ρατσισμό», αυτό σκέφτηκα. «Αρνήθηκαν, και, στην ουσία, κατάρριψαν το στιγματισμό και την προκατάληψη σε βάρος ανθρώπων, που εξαναγκάζονται κατά τρόπο ανήθικο και προκλητικά απάνθρωπο να «πληρώνουν» για μία ανατροπή της Φύσης ή της Τύχης». Το τονίζω, γιατί, συνήθως συναντάμε, αραιά και που, κανέναν ξέμπαρκο, μέσα στην πόλη, και το θεωρούμε σχεδόν σαν ανέκδοτο. Φαντάσου τώρα να συναντάς πέντε, και μάλιστα στον ίδιο χώρο και στην ίδια εκδήλωση. Και σε ποιά εκδήλωση; Στη διόλου τυχαία συναυλία του Αγγελάκα!!! Στη συναυλία των αιρετικών!!!! Που πρακτικά σημαίνει, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια.
Φωτογραφία: Χρήστος Διαμάντης
Πρώτον. Υπάρχουν όντως πάμπολλοι ανάπηροι και στην Πάτρα (η ύπαρξή τους συνήθως αγνοείται, λόγω της περιθωριοποίησης που εμείς τους καταδικάζουμε, παρά τη βούλησή τους). Δεύτερον. Υπάρχουν πολλοί ανάπηροι που, όπως απέδειξαν στη συναυλία, γουστάρουν τρελά, να ασχολούνται με τη δημιουργική έκφραση και την Τέχνη (μέχρι χθες, νόμιζα πως ασχολούνται όλη μέρα με το κινητό, αφού εναλλακτικές επιλογές απλά δεν υφίστανται). Τρίτον. Υπάρχουν – φαίνεται – και αρκετοί ανάπηροι, που γουστάρουν τρελά, τις «αιρετικές» εναλλακτικές μουσικές (δεν είναι, δηλαδή, κάποιοι δύσμοιροι καημένοι, που ακούν μονάχα θλιμμένες μπαλάντες). Τέταρτον, υπάρχουν – φαίνεται – αρκετοί ανάπηροι, που, εξαιτίας της ιδιαίτερης ευαισθησίας τους, επιλέγουν να «φτιάχνονται», όχι βέβαια με τις γνώριμες τραγουδιάρες ή τους καψουροτενόρους του συρμού, αλλά με κάτι αναρχικούς τύπους, σαν τον Αγγελάκα και τον Παυλίδη (δεν είναι, επομένως, κάτι συμβιβασμένα ανθρωπάκια, που υπομένουν τις συμφορές της Τύχης τους, στωικά και μαρτυρικά). Απ’ ότι φαίνεται, επομένως, οι πάσης φύσεως ανάπηροι, στο τόπο, είναι μία χαρά φυσιολογικοί άνθρωποι, αν εμείς δε γινόμασταν καθημερινά, το εμπόδιο στα όνειρα, τις ανάγκες, τις επιλογές τους. Απεναντίας, όταν τούς δίνεται η ευκαιρία, και κυρίως, το δικαίωμα, κάνουν τα πάντα και ίσως, ακόμη περισσότερα, για έναν λόγο. Γιατί διψούν παθιασμένα για Ζωή. Γιατί έμαθαν να μάχονται σκληρά, ν’ αγαπούν, και, στο φινάλε, γιατί ξέρουν να τιμούν κάθε ευκαιρία, και κάθε δώρο του Χρόνου. Τα αυτονόητα, κοντολογίς, που οι υπόλοιποι συχνά αγνοούν ή παραβλέπουν.
Φωτογραφία: Χρήστος Διαμάντης
Η νύχτα κύλησε με ήχους ατόφιους, πέτρινους, ματωμένους, «από γιορτή σε γιορτή»… Ο Γιώργης,, ο λατρεμένος φίλος, μού είπε στο τέλος, κάπως θλιμμένος: «Φίλε, το συνειδητοποιείς; Από τα Γιάννενα, που είχαμε δει τις Τρύπες, πέρασαν 30 χρόνια!!». Σοκαριστικό, αλήθεια, να το πεις σαν νούμερο. Τον κοίταξα, μ’ ένα δάκρυ έτοιμο να γλιστρήσει για όσα χάθηκαν άδικα, σκληρά. Γύρισα, και του είπα: «Είναι η αγάπη ένα ταξίδι από γιορτή σε γιορτή/ Ζήσε μαζί μου στον αέρα, στη φωτιά στη βροχή/ Μας περιμένουν άδειες μέρες ραγισμένοι ουρανοί/ Είναι η αγάπη ένα ταξίδι από πληγή σε πληγή».
Αυτό, Γιώργη, δε θ’ αλλάξει ποτέ!!!
*Ευχαριστώ τον Χρήστο Διαμάντη για το φωτογραφικό υλικό!