Του Κώστα Βλαχόπουλου
Η αλλαγή της ταυτότητας φύλου είναι πλέον νόμος του κράτους. Η Βουλή, με μια ισχνή πλειοψηφία επί των παρόντων υπερψήφισε το άρθρο 3 του νομοσχεδίου του Υπ. Δικαιοσύνης το οποίο δίνει την δυνατότητα στα διεμφυλικά άτομα να αυτοπροσδιορίζονται περιορίζοντας τα διάφορα νομικά και διαδικαστικά εμπόδια του παρελθόντος.
Δεν είναι σκοπός αυτού του άρθρου να μπει σε κρίσεις της νομοθετικής πρωτοβουλίας, έτσι όπως διαμορφώθηκε και ψηφίστηκε την περασμένη εβδομάδα. Άλλωστε, έχουν γραφεί πολλά αυτές τις μέρες για τα κίνητρα, την επιστημονική αρτιότητα και την αποτελεσματικότητα ή μη του νόμου. Θα επικεντρωθούμε περισσότερο στα επιχειρήματα που ακούστηκαν στην διήμερη συζήτηση στην Ολομέλεια και συγκεκριμένα στην προσπάθεια συσχέτισης του νομοθετήματος με το προσφυγικό.
Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο ήταν η καλύτερη αφορμή για να γίνουν κάποιες σημαντικές και ταυτόχρονα θλιβερές διαπιστώσεις για το επίπεδο του πολιτικού διαλόγου γύρω από τέτοια ζητήματα. Ακούστηκαν φριχτά πράγματα αυτές τις μέρες. Επιχειρήματα τύπου: “θα αλλαζουν φύλο για να μην μπαίνουν στρατό”, «είναι ένα κόλπο για να αλωθεί το άβατο του Αγίου Όρους» ή το ακόμα καλύτερο “θα αλλαζουν φύλο οι μετανάστες και με το πρόσχημα ότι στις χώρες τους διώκονται τέτοια άτομα, θα παίρνουν άσυλο» επιβεβαίωσαν εμφατικά την γενικότερη άισθηση της κοινωνίας για το πολιτικό προσωπικό, και την φτώχια των επιχειρημάτων.
H τελευταία αποστροφή ακούστηκε από τον Δημήτρη Καμμένο σε πρωινή εκπομπή του ΣΚΑΙ. Μάλιστα ο δημοσιογράφος-οικοδεσπότης έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον συλλογισμό του Βουλευτή των ΑΝΕΛ.
Η επιλογή να χρησιμοποιηθεί ένα κοινωνικό ζήτημα, όπως αυτό της ταυτότητας φύλου ως όχημα για την διατύπωση αντιμεταναστευτικού λόγου ήταν συνειδητή. Με αυτό τον τρόπο επιδιώκεται για άλλη μια φορά η διαχείριση του προσφυγικού μέ όρους ασφάλειας και η ανάδειξή του ως τοΝ νούμερο 1 κίνδυνο για την ελληνική κοινωνία.
Από το 2012 και μετά, η στοχοποίηση των μεταναστών-προσφύγων στην δημόσια συζήτηση και η ταύτισή τους ως μια υπαρξιακή απειλή για την κοινωνία και η μετατροπή τους σε αποδιοπομπαίους τράγους αποτελεί κοινό τόπο. Media και πολιτικές ελίτ πολιτικοποιούν και εν τέλει «ασφαλειοποιούν» το ζήτημα χρησιμοποιώντας έντονο πολιτικό λόγο και «πλαισιώνουν» την συζήτηση με όρους ασφάλειας.
Η αρχή μιας περιόδου βαριάς «ασφαλειοποίησης» του μεταναστευτικού στην χώρα μας τοποθετείται λίγο πριν τις διπλές εκλογές του 2012, σε μια περίοδο βαθιας οικονομικής κρίσης και έντονης πολιτικής αστάθειας. Ήταν τότε που ο κατοπινός πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς μιλούσε δημόσια για «ανακατάληψη των πόλεων από τους λαθρομετανάστες», και κατήγγειλε ότι «τα παιδιά των μεταναστών έχουν γεμήσει τους παιδικούς σταθμούς και τα νημιαγωγεία, ενώ τα ελληνόπουλα μένουν απ’εξω». Ήταν την ίδια περίοδο που ο Ανδρέας Λοβέρδος ως υπουργός Υγείας έριχνε στην πυρά ανυπεράσπιστες οροθετικές γυναίκες και μιλούσε για υγειονομική βόμβα στο κέντρο της Αθήνας.
Η συγκεκριμένη τακτική, η υιοθέτηση δηλαδή ακραίων θέσεων από κεντρώα-mainstream κόμματα, η οποία έχει παρατηρηθεί και σε άλλες χώρες της Ευρώπης τα τελευτάια χρόνια (βλ. Σαρκοζί/Λεπέν) φούντωνει τα αντιμεταναστευτικά αισθήματα των πολιτών, και τα εμπειρικά δεδομένα δείχνουν, ότι οι ψηφοφόροι προτιμούν τους αυθεντικούς εκφραστές των ακραίων θέσεων. Έτσι εξηγείται εν μέρει και η ραγδαία άνοδος των νέων ακραίων ρατσιστικών κομμάτων σε όλη την Ευρώπη.
Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια, η αντιμεταναστευτική ρητορική βρίσκεται σε μια σχετική ύφεση. Πλεόν, ο όρος «λαθρομετανάστης» δεν ακούγεται στην δημόσια συζήτηση με την ίδια συχνότητα που ακουγόταν την περίοδο 2012-2014. Σε αυτό συνέβαλε κατά πολύ και η αλλαγή των μεταναστευτικών ροών, οι οποίες από το 2015 και μετά αποτελούνται κυρίως από πρόσφυγες αιτούντες άσυλο. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί η προσπάθεια «απο-ασφαλειοποίησης» του ζητήματος και η συνεχής επαγρύπνηση για την απομόνωση αντι-μεταναστευτικών συμπεριφορών στην δημόσια ζωή.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον “Δρόμο”, τo Σάββατο 14.10.2017