Του Πάνου Χριστοδούλου
There is no court to judge you Mr Creedy (V for Vendetta)
Υπάρχουν ταινίες, βιβλία, θεατρικά έργα που για κάποιο περίεργο λόγο συνδέονται με σημαντικές (ακόμα κι αν το καταλαβαίνουμε αργότερα) στιγμές της ζωής μας, ώστε στο τέλος γίνονται κομμάτι του εαυτού μας. Μια από αυτές τις ταινίες υπήρξε για τον γράφοντα, το Έγκλημα στο Orient Express του 1974: Γ’ Λυκείου, λίγο πριν από ένα πολυανανενόμενο ταξίδι στην Ευρωβουλή στο Στρασβούργο, τότε που οι πανελλήνιες φαινόταν ένας ακατόρθωτος Γολγοθάς και η οικογένεια αυτονόητα ολόκληρη. Δυστυχώς πολύ αργότερα καταλαβαίνουμε πως τίποτα δεν είναι αυτονόητο και πως ακόμη και με τις Πανελλαδικές, η ασφάλεια της σχολικής περιόδου είναι κάτι πολύ πιο εύκολο από την εποχή των μνημονίων. Δύο μέρες πριν από αυτή την εκδρομή είδα τη συγκεκριμένη ταινία, την οποία ξαναέβλεπα όποτε ήθελα να νιώσω λίγο από την ασφάλεια της περιόδου, ψάχνοντας ταυτόχρονα για εναλλακτικές παρουσιάσεις του μυθιστορήματος της Agatha Christie. Το πως αυτό μπορεί να έχει μια μικρή σύνδεση με τον χαρακτήρα V του Alan Moore θα το δούμε στο τέλος του άρθρου.
Συνολικά έχουν υπάρξει τέσσερις μεταφορές του μυθιστορήματος, δύο στη μεγάλη και μια στη μικρή οθόνη. Η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά είναι του 1974 σε σκηνοθεσία Sidney Lumet με ένα ονειρεμένο cast: Albert Finney, Sean Connery, Anthony Perkins, Lauren Bacall, Jacquelline Bisset, Vanessa Redgrave και Ingrid Bergman (η οποία κέρδισε και το όσκαρ Β γυναικείου ρόλου για την εμφάνισή της ως Greta Olsen). Το καστ δένει εκπληκτικά με τους χαρακτήρες του βιβλίου, η σκηνοθεσία είναι επιβλητική, η φωτογραφία μαγική και όλη η ατμόσφαιρα δημιουργεί ένα συγκλονιστικό θρίλερ που οδηγείται στην κορύφωση του μέσα από μια επιβλητική σκηνή τελετουργικής εκδίκησης. Ο Albert Finney δημιουργεί έναν εκκεντρικό, ραφιναρισμένο και αυτάρεσκο Ηρακλή Πουαρό, χωρίς να αποδίδονται ιδιαίτερες αντιφάσεις και διλλήματα στο τέλος του έργου. Ο θάνατος της μικρής Daisy Armstrong από τον μαφιόζο Casseti και η τιμωρία του από όλους τους επιβάτες του τρένου δε δημιουργεί διλλήματα στον Πουαρό, το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι απλά να αποδείξει στου επιβάτες ότι είναι εξυπνότερος από αυτούς, οδηγώντας σε ένα κρεσέντο αυταρέσκειας στο τελευταίο τέταρτο για να δεχθεί τελικά την δίκαιη δίκη των 12 ενόρκων, όπως αναφέρει ο Sean Connery.
Στον ακριβώς αντίποδα βρίσκεται η τηλεοπτική μεταφορά του 2010 με τον David Suchet στο ρόλο του Ηρακλή Πουαρό. Η σκηνοθεσία είναι πιο σκοτεινή και χωρίς την ακριβή μεταφορά από το βιβλίο της ταινίας του Sidney Lumet (στην οποία άλλαξαν ουσιαστικά μόνο λίγα ονόματα). Η τηλεταινία ξεκινά με έναν και εδώ εκκεντρικό και ραφιναρισμένο Ηρακλή Πουαρό, ο οποίος εκτός από αυτάρεσκος έχει μια τυφλή εμμονή με την απόδοση δικαιοσύνης, σε βαθμό που να μη συγκινείται με την αυτοκτονία ενός στρατιωτικού ή το λιθοβολισμό μιας γυναίκας, εφόσον παρέβησαν και οι δύο το νόμο και γνώριζαν τις συνέπειες. Η αποκάλυψη της αλήθειας στο τέλος τον οδηγεί σε ένα ξέσπασμα εναντίον των “ενόρκων”, δηλώνοντας πως σε ένα πολιτισμένο κόσμο δεν είναι δυνατόν οι ένορκοι να είναι ταυτόχρονα και δικαστές και δήμιοι. Οι απαντήσεις των επιβατών για την ανεπάρκεια της δικαιοσύνης να τιμωρήσει τον Casseti, δεν τον συγκινούν καθώς θεωρεί πως ο πολιτισμός επιβάλλει να υψωνόμαστε πάνω από το νομικό σύστημα και όταν αυτό αποτυγχάνει να αφήνουμε το Θεό να αποδίδει δικαιοσύνη. Αποφασίζοντας να οδηγήσει τους δολοφόνους στη δικαιοσύνη, περνά το βράδυ ξάγρυπνος με ένα ροζάριο στο χέρι. Το πρωί όμως ούτε ο ίδιος δε μπορεί να το κάνει, αναλογιζόμενος τη δολοφονία ενός μικρού κοριτσιού και τις καταστροφές στις ζωές των ανθρώπων που επέφερε, και τελικά καταλήγει συντετριμμένος έχοντας παραβιάσει τις αρχές του να περπατά στο χιόνι κλαίγοντας.
Η πιο πρόσφατη μεταφορά του μυθιστορήματος το 2017 σε σκηνοθεσία Kenneth Branagh, κινείται στο ενδιάμεσο των δύο προηγούμενων εγχειρημάτων. Η σκηνοθεσία είναι και εδώ επιβλητική, η φωτογραφία ακόμα περισσότερο και μια πλειάδα αστέρων (Penelope Cruz, Michelle Pfeifer, Johny Depp, William Dafoe, Judi Dentch) δημιουργούν ένα εκπληκτικό έργο εποχής με δόσεις. Ο Kenneth Branagh αποδίδει έναν Ηρακλή Πουαρό, πιο κοντά στα βιβλία της Agatha Christie: εκκεντρικό, ραφιναρισμένο, με στιγμές χιούμορ, κάνοντας ουσιαστικά το μειονέκτημά του επάγγελμα. Ο Ηρακλής Πουαρό του έργου είναι ψυχαναγκαστικός με την τελειότητα και τη συμμετρία και με αυτό τον τρόπο επιλύει τα εγκλήματα. Ο ίδιος ψυχαναγκασμός τον οδηγεί στο να αντιλαμβάνεται μόνο το καλό και το κακό ως έννοιες, χωρίς να μπορεί να φανταστεί το γκρίζο. Αυτό οδηγεί σε μια τελική σκηνή που δεν έχει ούτε την αυταρέσκεια του πρώτου ούτε την απόγνωση του δεύτερου. Με έναν αποκαλυπτικό γι αυτόν τρόπο ο Πουαρό ανακαλύπτει πως δεν υπάρχουν μόνο εγκληματίες που για πάντα θα εγκληματούν αλλά που αναγκάζονται να το κάνουν. Η αποκάλυψη του γκρίζου θα οδηγήσει τον Πουαρό στο να αθωώσει πιο εύκολα τους 12 τιμωρούς.
Ανάμεσα στις παραπάνω προσπάθειες υπάρχει και μια πιο αδιάφορη τηλεταινία του 2001 (εξού και αναφερόμενη τελευταία) με τον Alfred Molina στο ρόλο του Ηρακλή Πουαρό σε μια μοντέρνα και αδιάφορη μεταφορά του μυθιστορήματος στη σύγχρονη εποχή. Ο Πουαρό δεν εμφανίζει κανένα ιδιαίτερο βάθος, το αντίθετο η εμφάνιση του με λάπτοπ μάλλον παραπέμπει σε έναν γραφικό κυριούλη. Το ίδιο αδιάφορη είναι και η πλοκή, χωρίς ηθικά διλλήματα ή ναρκισσιστικές εξιστορήσεις. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο δηλαδή του συγκεκριμένου διηγήματος της Agatha Christie. Πέρα από την επιβλητική ατμόσφαιρα στο μαγικό πολυτελές τρένο του Orient Express, τη γεμάτη αγωνία και ανατροπές πλοκή, το πιο ενδιαφέρον κομμάτι είναι η απόδοση δικαιοσύνης. Φυσικά με όρους πολιτικής ορθότητας δίκιο έχει ο Πουαρό του David Suchet: όντως σε μια πολιτισμένη κοινωνία δε μπορεί οι ένορκοι να είναι και μάρτυρες και δικαστές και εκτελεστές.
Η προέκταση αυτού θα ήταν όντως μια ζούγκλα. Είναι όμως πάντα εύκολο να αρνείσαι την αυτοδικία, ειδικά όταν η δικαιοσύνη δεν είναι πάντα το ίδιο πολιτισμένη; Και εδώ έρχεται ο Ηρακλής Πουαρό του Kenneth Branagh: το γκρίζο υπάρχει και μέσα σε αυτό μπερδεύονται αντιλήψεις και περιπτώσεις. Ποιος δικαιούται να απονέμει δικαιοσύνη και πότε; Είναι η αυτοδικία κάθαρση ή όχι; Και εδώ απαντά ο Ηρακλής Πουαρό του David Suchet: όχι αλλά από την άλλη πως μπορείς να την καταδικάσεις όταν φτάνεις στην απόγνωση και το αδιέξοδο. Σίγουρα ούτε να την επικροτήσεις τόσο εύκολα όσο ο Ηρακλής Πουαρό του Albert Finney, ιδίως όταν πρόκειται για τιμωρούς αριστοκρατικής και αστικής καταγωγής, καθώς σε άλλη περίπτωση θα μιλάγαμε για τρομοκράτες ή περιθωριακά στοιχεία. Το σίγουρο είναι πως όσο η δικαιοσύνη απομακρύνεται, τόσο η εκδίκηση πλησιάζει και δυστυχώς δεν υπάρχει πάντα ένας Ηρακλής Πουαρό για να τα εξορθολογήσει. Και δεν υπάρχει όντως μεγαλύτερο αδιέξοδο από την ατιμωρησία κάθε λογής ενόχων, ιδίως όταν κυκλοφορούν ελεύθεροι και περήφανοι όπως οι μισοί συμμετέχοντες στη Χούντα, μέρες που ναι ή κάθε λογή διεφθαρμένος για τους οποίους τις περισσότερες φορές δεν υπάρχουν δικαστήρια για να τους δικάσουν για να αναφερθούμε σε μια λίγο διαφορετική ταινία εκδίκησης, το V for Vendetta. Και όπως η ίδια ταινία παραδέχεται η φρενώδης εκδίκηση δε συνιστά δικαιοσύνη αλλά χάος. Το γκρίζο λοιπόν είναι όμορφο αλλά και πολλές φορές επικίνδυνο χρώμα