Από την Νόρα Ράλλη
O Γιάννης Μανέτας γίνεται σαφής από την αρχή. Ομότιμος, πλέον, καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών, με σπουδαίο διδακτικό και ερευνητικό έργο στο Τμήμα Βιολογικών Επιστημών από το 1978 (όπου και εξελέγη καθηγητής Φυσιολογίας Φυτών το 1993) αλλά και σε άλλα, σπουδαία δράση σε ερευνητικά κέντρα και του εξωτερικού (Λαπωνία, Σκoτία, Σουηδία, Γερμανία), δεν είναι τυχαίο πως, από όλα αυτά, σημαντικότερα επιτεύγματα της σταδιοδρομίας του θεωρεί τη συστηματική αποφυγή της πανεπιστημιακής γραφειοκρατίας, την άρνηση διεκδίκησης οποιασδήποτε διοικητικής θέσης και τη διατήρηση στενής φιλίας με πολλούς μαθητές του.
Η ολιστική θεώρηση, με την οποία προσεγγίζει τόσο τα ερευνητικά αντικείμενά του όσο και την προσωπική θεώρηση για τη ζωή, τον χαρακτηρίζει και όσον αφορά το συγγραφικό έργο του.
Το τελευταίο βιβλίο του αποτελεί και το πρώτο του μυθιστόρημα, με τον «περίεργο» τίτλο «Τη νύχτα που αγκάλιασε το Ginkgo biloba» (εκδόσεις Αιώρα), στο οποίο περιέχεται και η δική του αλήθεια για το τι συμβαίνει στα πανεπιστήμια, «που ελπίζω να μην είναι μόνο δική μου» όπως μας λέει.
● Θα ξεκινήσω κάπως προβοκατόρικα: Λέτε στην αρχή του βιβλίου πως τα πρόσωπα του έργου είναι φανταστικά και τα επεισόδια επινοημένα. Γιατί δυσκολεύομαι να σας πιστέψω;
Μάλλον επειδή έχεις ζήσει και εσύ το Πανεπιστήμιο.
● Μέσω του πρωταγωνιστή σας, κάνετε λόγο και για τα πανεπιστήμια στο εξωτερικό, που είναι κατά βάση ιδιωτικά.
Ο Μοσχονάς (σ.σ. ο πρωταγωνιστής του βιβλίου) τα βρόντηξε μεν και πήγε στην Αγγλία αλλά γρήγορα επέστρεψε, διότι, αν εξαιρέσει κανείς το οικονομικό ζήτημα, κατά τα άλλα εκεί τα βρήκε περισσότερο μπαστούνια. Βλέπετε, το θέμα είναι τι προσδοκά κανείς από μια θέση καθηγητή και τι είναι διατεθειμένος να ανεχτεί για να την αποκτήσει και, εσχάτως, ιδιαιτέρως στην Εσπερία, για να τη διατηρήσει. Τώρα, το ζήτημα με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν είναι μόνο τα δίδακτρα. Οχι βέβαια ότι αυτό δεν είναι σημαντικό, ωστόσο δίδακτρα αργά ή γρήγορα θα πληρώνουν και στα δημόσια πανεπιστήμια, έτσι όπως όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών αποποιήθηκαν τις οικονομικές τους ευθύνες, σπρώχνοντάς τα ν’ αναζητούν πόρους αλλού, πουλώντας, στην κυριολεξία, υπηρεσίες: εκπαιδευτικές υπηρεσίες σε όσους φοιτητές έχουν να πληρώσουν (όπως τα δίδακτρα στα μεταπτυχιακά) και ερευνητικές υπηρεσίες σε ιδιώτες (όπως η ισχυρή εμπλοκή εταιρειών στα ερευνητικά προγράμματα).
Το κυριότερο είναι ποια αντικείμενα θα διδάσκονται και θα ερευνώνται και με ποια έμφαση. Διότι ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο αναπόφευκτα θα λειτουργήσει με τους νόμους της αγοράς, δηλαδή αγοραία, προτιμώντας εκείνους τους τομείς της επιστήμης που αποφέρουν άμεσο κέρδος στους μετόχους του (με την ευρεία έννοια του όρου). Οι καθηγητές σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο είναι κατά κάποιο τρόπο μέτοχοι.
● Ισως γι’ αυτό και οι ανθρωπιστικές σπουδές, που δεν έχουν άμεσο αντίκτυπο στην «αγορά», να έχουν σημειώσει σοβαρή πτώση. Ποιο κενό πιστεύετε ότι αφήνει αυτό στις κοινωνίες;
Οι ανθρωπιστικές σπουδές ήταν πάντοτε ένας τομέας ανήσυχος και ανατρεπτικός. Αναπόφευκτα, σε ένα πανεπιστήμιο που λειτουργεί με όρους αγορών, όπου ο φοιτητής είναι πελάτης και ο καθηγητής μάνατζερ, ο τομέας αυτός θα πέσει σε ανυποληψία. Ή θα αναγκαστεί να εκφυλιστεί να διερευνά πιο αγοραία θέματα. Το βλέπουμε ήδη.
Για παράδειγμα, οι έρευνες συμπεριφοράς των καταναλωτών και οι δημοσκοπήσεις του ΠΑΜΑΚ (σ.σ. Πανεπιστήμιο Μακεδονίας).
Αυτό πρέπει να το αντιληφθούν και μερικοί υπουργοί της παρούσας κυβέρνησης, που στο παρελθόν υπηρέτησαν με επιτυχία την πρώτη εκδοχή των ανθρωπιστικών σπουδών.
● Τι γίνεται με την έρευνα στην Ελλάδα (ειδικά στον τομέα σας);
Θα παραμείνω γκρινιάρης. Τα πηγαίναμε καλά. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η γενική έλλειψη χρηματοδότησης, η επιλεκτική υπάρχουσα χρηματοδότηση, η εμπορευματοποίηση της έρευνας, η παραλυτική γραφειοκρατία και η επαγγελματική ανασφάλεια των νέων ερευνητών έχουν κάνει τα πράγματα αφιλόξενα. Αποτέλεσμα η τεράστια φυγή. Ο,τι γίνεται, οφείλεται στον πατριωτισμό μερικών ντόπιων ερευνητών, όπου ως πατριωτισμό στη συγκεκριμένη περίπτωση εννοώ το γνήσιο ενδιαφέρον για την έρευνα που γίνεται από απλή επιστημονική περιέργεια. Τη μόνη που μπορεί κάποιος να εξασκήσει με την απαραίτητη παιγνιώδη διάθεση.
● Στο βιβλίο μιλάτε και για τις καταλήψεις. Τι μπορεί να δώσει σήμερα διέξοδο στα κινήματα της νεολαίας ή να βοηθήσει στη δημιουργία τους;
Να διευκρινίσω ότι δεν είμαι εναντίον των καταλήψεων «απ’ όπου και αν προέρχονται». Οι καταλήψεις έχουν ισχυρότατο κινηματικό και κοινωνικό νόημα αν στηρίζονται στη λογική «καταλαμβάνω, αντιστέκομαι, παράγω». Πάρτε για παράδειγμα τη ΒΙΟΜΕ, το «City Plaza» ή τις πανεπιστημιακές καταλήψεις της πρώιμης μεταπολίτευσης. Και βέβαια, το Πολυτεχνείο. Ωστόσο, αυτό που συνέβαινε τις τελευταίες δεκαετίες στα πανεπιστήμια, τα λουκέτα στις εισόδους, δύο-τρεις στην περιφρούρηση, το κτίριο έρημο και η πλειονότητα των φοιτητών στα σπίτια τους, αυτό δεν ήταν κατάληψη, ήταν εγκατάλειψη. Και βέβαια, έδωσε την ευκαιρία στιγματισμού της σε όσους είχαν συμφέρον να το κάνουν.
● Αν, όπως γράφετε, «αυτοί που έκαναν τον δύσκολο έφυγαν εγκαίρως» και «οι αφελείς νεφελοβάτες θα φάνε στο τέλος τα μούτρα τους», ποιοι μένουν να ορίσουν το διαφορετικό;
Νομίζω ότι αυτό διαφαίνεται στο τέλος του βιβλίου, που δεν είναι τόσο απαισιόδοξο όσο προδιαθέτει η ερώτηση. Οι ατίθασοι χαρακτήρες, οπωσδήποτε μειονότητα, αυτοί που δεν βολεύονται με την εκάστοτε επιβαλλόμενη κατάσταση των πραγμάτων, αυτοί που από την πλειονότητα χαρακτηρίζονται απροσάρμοστοι, δεν έλειψαν ποτέ από την ιστορία. Η κοινωνία τούς διατηρεί ως εφεδρεία, για να μην καταρρεύσει στις δύσκολες περιόδους. Πληρώνουν βέβαια κάποιο κόστος. Εχουν όμως και ένα σημαντικό γι’ αυτούς όφελος: τονώνουν την αυτοεκτίμησή τους, ενώ σιωπηλά τους εκτιμούν ακόμη και οι βολεμένοι. Είναι αυτοί που τους ταιριάζει το απόφθεγμα «ούτε γαρ άρχειν ούτε άρχεσθαι εθέλω» (σ.σ. «Δεν θέλω ούτε να εξουσιάζω, ούτε να εξουσιάζομαι» – Ηρόδοτος).
● Ποιο έχει υπάρξει ή είναι το δικό σας «Ginkgo biloba»;
Δύσκολο να απαντήσω, δεν θυμάμαι ποτέ να αγκάλιασα ένα δέντρο για τους ίδιους λόγους που το έκανε ο ήρωας. Έχω όμως πολλές φορές χαϊδέψει κρυφά τα πειραματόφυτα που μου έδωσαν τη χαρά μιας ανακάλυψης.
● Τελικά, πώς μπορούμε να διαχωρίσουμε τη θέση μας απέναντι στο κατεστημένο σύστημα;
Ως εξημερώσιμα ζώα επιλέγονται αυτά που είναι πειθήνια και έχουν την έμφυτη τάση να ακολουθούν τον αρχηγό. Αν και η απάντησή μου ρέπει προς τον διδακτισμό, θα έλεγα να είμαστε λιγότερο «εξημερώσιμοι» και να μη χάβουμε ασυλλόγιστα ό,τι μας σερβίρουν.
Το τελευταίο βιβλίο του Γιάννη Μανέτα, «Τη νύχτα που αγκάλιασε το Ginkgo biloba», κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αιώρα. Τα δύο προηγούμενα, «Περί φυτών αφηγήματα» και «Τι θα έβλεπε η Αλίκη στη χώρα των φυτών», κυκλοφορούν από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.