Κάθομαι σε ένα καφενέ στο κέντρο και μασουλώ κάτι μπιφτέκια. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν δυό γνώριμες φυσιογνωμίες, ο Μπόλεκ και ο Λόλεκ. Ο Μπόλεκ και ο Λόλεκ, είναι αριστεροί. Τόσο αριστεροί που το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου έχει παραλύσει. Η θλιβερή απόρροια της παραπάνω παράλυσης, αντανακλάται στα λογοτεχνικά αντανακλαστικά των δύο νέων, τα οποία είναι εφάμιλλα ουρακοτάγκου.
Χαιρετιόμαστε με λοξό βλέμμα, μιας και πολλάκις έχουμε φάει τα μουστάκια μας στο παρελθόν, και παλουκώνονται στο διπλανό τραπέζι.
Η σκορποχεριά του μάγειρα στο σκόρδο, είχε αφαιρέσει από την πέψη την αυτονόητη αποτελεσματικότητα της. Μετά από σκόρδα, κύμινα και λοιπά μερακλώματα συνηθίζω να το γυρνάω στη λογοτεχνία. Η χαριτωμένη αυτή θεματολόγια πάντα με βοηθά στη χώνεψη.
Είχε σπάσει ο διάολος το ποδάρι του που λέτε, και εκείνη την εποχή διάβαζα τον τελευταίο τόμο από τις ‘’Μέρες’’ του Σεφέρη.
Για καλή μου τύχη, ο Μήτσος, ιδιοκτήτης του καφενέ, είναι πάντα διαθέσιμος για τέτοιες συζητήσεις, οπότε αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε για τον ποιητή . Εκεί που όλα πηγαίνανε βάση σχεδίου, και ο τσαμπουκάς των μπιφτεκιών είχε καταλαγιάσει, ακούω τον Μπόλεκ να μου λέει:
‘’Σεφέρης ε..; Καλός αλλά αστός.’’
Τρώω τη σφυριά στα μούτρα, και γυρνώ προς το μέρος του.
Προσπαθώ να τον νουθετήσω.
Αλλά για εκείνον η κουβέντα είχε κλείσει, η ετυμηγορία είχε βγει.
Και εφόσον το πρόσημο της ετυμηγορίας ήταν ταξικό, δεν υπήρχε λόγος για περεταίρω αναλύσεις.
Σηκώνομαι με τα διαολομπίφτεκα να μου χουν βγει απ’ την μύτη.
Πληρώνω, βρίζω, σκοντάφτω σε μια καρέκλα και αφήνω πίσω μου τον καφενέ.
Καθώς γυρνούσα στο σπίτι, αναρωτιόμουν, ‘’Είναι άραγε πολλοί οι Μπόλεκ;’’
Ώστε να απαντήσω στην παραπάνω ερώτηση, αναγκάστηκα να ανοίξω δεκάδες κουβέντες γύρω απ’ τα πεπραγμένα του ποιητή. Το συμπέρασμα της μικρής αυτής έρευνας είναι ότι οι Μπόλεκ δεν είναι πολλοί, αλλά αρκετοί ώστε να μας βάλουνε σε σκέψεις.
Γιατί ο Σεφέρης να πρέπει να τιμωρηθεί για τις δημοκρατικές- μετριοπαθείς απόψεις του;
Και γιατί η τιμωρία αυτή, να είναι η υποβάθμιση του Σεφέρη σε ‘’καλό ποιητή’’; Πράγματι, τα έργα και οι ημέρες ενός ανθρώπου του πνεύματος πρέπει να μας αφορούν, ώστε να μπορούμε να αξιολογήσουμε τον βαθμό τήρησης της αναλογίας ‘’έργου- ζωής’’. ‘Άλλωστε…
‘’Πρέπει να ζει κανείς όπως γράφει.’’
(Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Ζ’, Εκδόσεις Ίκαρος, σελ. 119)
Αλλά ακόμα και αν θέλουμε να μετρήσουμε το μπόι του Σεφέρη, με μεζούρα πολιτική ή ταξική, μας επιτρέπει ο βίος και η πολιτεία του να φτάσουμε σε σύμπλευση με τον μηδενισμό των λοιπών Μπόλεκ;
Η απάντηση είναι, σαφώς και όχι. Μιας και στο ημερολόγιο του, είναι πάμπολλες οι αναφορές στην επιδερμική αντιμετώπιση, που έχουν οι ‘’γαντοφορεμένοι’’ αστοί των Αθηνών γύρο απ’ τη ζωή. Ο ελιτισμός της μπουρζουαζίας και των φιλολογικών κύκλων του ανφάν-γκατέ, φαίνετε να του δημιουργούσε έντονη αποστροφή.
‘’Όσο για τους λογοτεχνικούς κύκλους προσπάθησε να τους αρνείσαι, όσο μπορείς, το περιβάλλον είναι πολύ χειρότερο, από μιαν επαρχιώτικη πολιτική συγκέντρωση.’’
(Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Β’, Εκδόσεις Ίκαρος, σελ. 35)
Ήδη από τον Μάιο του 1932, ο ίδιος ο ποιητής αποστασιοποιείται, γράφοντας τα παρακάτω.
‘’Οι πολιτισμένοι, οι πολιτισμένοι – βαριέμαι και τους πολιτισμένους και τους πρωτόγονους … Το μόνο που θέλω είναι να είμαι άνθρωπος χωρίς επίθετο. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω, όλο το ζήτημα είναι πως θα απογυμνωθεί κανείς.’’
(Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Β’, Εκδόσεις Ίκαρος, σελ. 59)
Μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις, ο Σεφέρης μοιάζει να ρέπει προς τα ‘’κατώτερα’’ κοινωνικά στρώματα, αν όχι και να ταυτίζεται με αυτά.
‘’Στο βάθος μένω πάντα χωριάτης.’’
(Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Β’, Εκδόσεις Ίκαρος, σελ. 82)
Η επαγγελματική ιδιότητα του διπλωμάτη, τον ανάγκαζε να βρίσκετε σε μόνιμη επαφή με τους κυβερνητικούς κύκλους, πράγμα που ίσως να δίνει τροφή στους λοιπούς Μπόλεκ. Αλλά για κακή τους τύχη, τον Ιούλιο του 1958 ο Σεφέρης καταλήγει στα παρακάτω:
‘’Από χρόνια αισθάνομαι: Ότι δεν ανήκω σε μια κοινωνική τάξη, ότι είμαι στη στάθμη όλων, δεν εννοώ τόσο πολύ τους πάνω, όσο τους κάτω’’
(Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Ζ’, Εκδόσεις Ίκαρος, σελ. 79)
Στα 1969, η Ελλάδα βρίσκετε υπό το καθεστώς της Απριλιανής χούντας. Η βουβαμάρα μιας ακόμα έκπληκτης απ’ το πραξικόπημα κοινωνίας, ήταν εκκωφαντική. Το Μάρτιο του ίδιου χρόνου, ο μέγας ποιητής παίρνει το λόγο.
‘’Εδώ και μερικούς μήνες έχω νοιώσει μέσα μου και γύρω μου ολοένα πιο επιτακτικό το χρέος μου να μιλήσω για τη σημερινή κατάσταση μας. Κλείνουν σχεδόν δυό χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας. Είναι μια κατάσταση που όσες πνευματικές αξίες καταφέραμε να κρατήσουμε ζωντανές με πόνο και μόχθο πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στο έλεος, μέσα στα τελματωμένα νερά. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου.’’…’’ Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα πολιτικό δεσμό και μπορώ να πω χωρίς φόβο και πάθος: Βλέπω μπροστά μου το γκρεμό που μας οδηγεί η καταπίεση. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.’’
(Γιάννης Κάτρης, Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα, Εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 327)
Μετά το πέρας της ραδιοφωνικής μετάδοσης του παραπάνω κειμένου, η χούντα δεν έχασε την ευκαιρία να χαρακτηρίσει το Σεφέρη ‘’όργανο του διεθνούς κομμουνισμού’’. Ο ποιητής όταν έπρεπε μίλησε, συνεπής μέχρι το τέλος σε όσα έγραψε.
Οπότε είτε την ταξική μεζούρα βγάλουμε, είτε την πολιτική, για να μετρήσουμε το ανάστημα του Γιώργου Σεφέρη, διαπιστώνουμε πως οι πραγματικά μεγάλοι δεν μικραίνουν.
Υ.Γ
Οι Μπόλεκ δεν είναι κατ’ ανάγκη αριστεροί.
ΠΗΓΕΣ:
Γιώργος Σεφέρης, Μέρες (Α’,Β’,Γ’,Δ’,Ε’,ΣΤ’,Ζ’), Εκδόσεις Ίκαρος
Γιάννης Κάτρης, Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα, Εκδόσεις Παπαζήση
- Aπό τον Anaximandro Soicher