Tου Νικήτα Φεσσά
Η ταινία του Xavier Legrand ξεκινά με μια κλειστοφοβική, μπανάλ σκηνή στο γραφείο μιας δικαστού. Ένας θηριώδης σαν ταύρος άνδρας (ο Denis Ménochet του Inglorious Basterds), με πρόσωπο δύσθυμου μπουλντόγκ, βρίσκεται ανάμεσα σε τέσσερις γυναίκες (οι άλλες τρεις είναι η πρώην σύζυγός του, και δυο συνήγοροι), και φαίνεται να ασφυκτιά ακόμα και μέσα στο κουστούμι του. Είναι εκεί για να διεκδικήσει την κηδεμονία των παιδιών του. Η πρώην γυναίκα του, κουμπωμένη μέχρι το λαιμό και με μαζεμένα μαλλιά μοιάζει σφιγμένη και αυστηρή. Περιγράφει σχετικά ψυχρά τα γεγονότα από τη δική της πλευρά. Μετά από μια βαρετή και σε μάκρος παράθεση στοιχείων εκατέρωθεν (το αποστασιοποιημένο βλέμμα του σκηνοθέτη ηθελημένα αρχικά μάς παραπλανεί, ώστε να είμαστε εντελώς απροετοίμαστοι για αυτό που θα εκραγεί στην οθόνη σε λίγο), και παρά το γεγονός ότι η γυναίκα επιμένει ότι ο πρώην σύζυγός της έχει υπάρξει κατ’ επανάληψη βίαιος προς εκείνη και τα δυο παιδιά (ένα αγόρι και η μεγαλύτερη αδερφή του), η δικαστής αποφαίνεται ότι οι δυο γονείς/αντίδικοι θα μοιράζονται από κοινού την κηδεμονία.
Σύντομα θα μάθουμε ότι πρόκειται για τρομερό λάθος. Ο πατέρας θέλει απλά να χρησιμοποιήσει (μέσω απειλών βίας που παγώνει το αίμα, και χειριστικών τακτικών) τον μικρό του γιο ως ευκαιρία για να ξαναμπεί με κάθε τρόπο στη ζωή της πρώην συζύγου του, η οποία, όπως και τα παιδιά, είναι προφανές ότι τον τρέμουν.
Ο Legrand φτιάχνει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία (η προηγούμενη μικρού μήκους με τίτλο Avant que de Tout Perdre, η οποία είχε προταθεί για Όσκαρ, είναι κάτι σαν prequel αυτής εδώ) με αξιοθαύμαστα στιβαρό χέρι, συνδυάζοντας κοινωνικό ρεαλισμό ‘του νεροχύτη’ (το θέμα, οι εργατικές κατοικίες ως φόντο, η μουσική που απουσιάζει πλήρως) που θυμίζει αδερφούς Dardenne, με το κλινικό μάτι ενός Haneke ή ενός Λάνθιμου, ίσως με μια πινελιά πρώιμου Gaspar Noé, και με τρόμο που παραπέμπει στη Λάμψη του Kubrick (ο Γάλλος αναφέρει επίσης ως βασική του επιρροή τον Hitchcock), χωρίς ωστόσο να μιμείται κανέναν από τους προηγούμενους. Το καλοκουρδισμένο, και εμφανώς εξαντλητικά δουλεμένο στην παραμικρή του λεπτομέρεια αποτέλεσμα είναι προϊόν τεχνικά άριστο.
Το Μετά τον Χωρισμό (παραπλανητική και κάπως άστοχη η απόδοση του τίτλου στα ελληνικά) είναι μια ταινία για αυτό που έχει επικρατήσει να περιφράφεται πλέον ως ‘τοξική αρρενωπότητα’, και ανδρικό προνόμιο. Μέχρι την τελευταία στιγμή ολόκληρο το σύστημα φαίνεται να είναι φτιαγμένο έτσι ώστε ο οργίλος, βάναυσος, κακοποιητικός άνδρας –δεν καταλαβαίνει ότι ‘όχι’ σημαίνει ‘όχι’, παρακολουθεί κρυφά την πρώην γυναίκα του, την παρενοχλεί, θέλει να ελέγχει τη (σεξουαλική) ζωή αυτής όσο και της κόρης του που είναι σχεδόν ενήλικη– να μπορεί να κάνει αδιανόητα πράγματα ατιμωρητί. Είναι το πιο τρομακτικό τέρας που έχουμε δει σε ταινία τον τελευταίο καιρό.
Και εάν η υπόθεση δεν ακούγεται ιδιαίτερα πρωτότυπη, η εκτέλεση είναι σκηνοθετικό tour de force (δεν είναι τυχαίο ότι η ταινία έφυγε πέρυσι από τη Βενετία με το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας, και τον Λέοντα του Μέλλοντος για το καλύτερο ντεμπούτο). Ο (αυτοδίδακτος) Legrand είναι ξεκάθαρα μεγάλο ταλέντο που έχει πολλά να δώσει. Οι δε ερμηνείες από όλο το καστ πολύ δυνατές, με κορυφαία εκείνη του μικρού αγοριού (Thomas Gioria).
Επιβεβλημένη θέαση λοιπόν.
Βαθμολογία 4/5
Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Όσκαρ για τη φιλοξενία