Γιάννης Μπρούζος
Ομολογώ ότι πρόκειται για τολμηρό τίτλο γνωρίζοντας πάρα πολύ καλά την απέχθεια πάρα πολλών ανθρώπων για τα μαθηματικά και ιδιαίτερα πολλών μαθητριών και μαθητών που δοκιμάζουν τις αντοχές τους για ένα ακόμα καλοκαίρι στο σχολικό μάθημα που αποτελεί τον φόβο και τον τρόμο. Τολμηρός τίτλος όπως τολμηρό είναι το εγχείρημα του Αλαίν Μπαντιού στο βιβλίο-συζήτηση “Εγκώμιο στα Μαθηματικά” να ανυψώσει το κύρος της θαυμαστής αυτής δραστηριότητας του ανθρώπου στα πεδία της φιλοσοφίας και της εκπαίδευσης.
Ο Αλάν Μπαντιού είναι σημαντικός σύγχρονος φιλόσοφος με τεράστιο ενδιαφέρον και γνώσεις για τα μαθηματικά όπως αναδεικνύεται πολλές φορές από τα παραδείγματα που αναφέρονται στο βιβλίο από μαθηματικά προβλήματα και αποδείξεις. Πιστεύει ιδιαίτερα στην διάσημη επιγραφή της Πλατωνικής σχολής “Μηδείς αγεωμέτρητος εισήτω” και προσπαθεί να δείξει πως η απομάκρυνση της φιλοσοφίας και των φιλοσόφων από τα μαθηματικά παράγει τεράστια φτώχεια και προβλήματα στην εξέλιξή της. Καταφέρεται εναντίον της άποψης ότι τα μαθηματικά είναι ένα απλό γλωσσικό παιχνίδι κάποιων ειδικών (Βιτγκενστάιν) και πιστεύει ότι κάθε μαθηματική παραγωγή θα αποχτήσει αργά η γρήγορα την πραγμάτωσή της στον φυσικό κόσμο ή γενικά σε κάποια εμπειρική-πειραματική επιστήμη. Θεωρώ πως η συγκεκριμένη μάχη απόψεων για τον ορισμό των μαθηματικών δεν θα μπορέσει να επιλυθεί εύκολα αλλά αξίζει κανείς να διαβάσει τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται στο “Εγκώμιο” καθώς και την κριτική ιστορική περιήγηση στην σχέση μαθηματικών και φιλοσοφίας.
Το μεγαλύτερο όμως ενδιαφέρον στο βιβλίο εντοπίζεται στο κομμάτι της σύνδεσης των μαθηματικών με την ευτυχία. Έρωτας, πολιτική, τέχνη και μαθηματικά αποτελούν τους πυλώνες αυτού που ο Μπαντιού ονομάζει “Αλήθειες” που είναι δρόμοι για την ευτυχία. Βάζει σκοπό της φιλοσοφίας του όχι να είναι η ίδια ευτυχία αλλά να δείχνει το δρόμο προς αυτήν μέσα από τις πραγματικές αλήθειες με τις οποίες ένα υποκείμενο μπορεί να συνδέσει την ζωή του.
Οι εκστάσεις του Έρωτα, της συνάντησης του άλλου (όπως αναλύεται στο προηγούμενο βιβλίο του “Εγκώμιο στον Έρωτα), της υπέρβασης δηλαδή του “Ενός” κλειστού πεπερασμένου με περιορισμένες συγκινήσεις υποκειμένου και η ανακάλυψη του “Δύο”, ο ενθουσιασμός των στιγμών συλλογικής πολιτικής στράτευσης και τέλος η ευχαρίστηση από την αλήθεια ενός έργου τέχνης συγκρίνονται και εξισώνονται με την ενασχόληση τα μαθηματικά.
Έρωτας, τέχνη, ευτυχία… μαθηματικά; Πώς είναι δυνατόν;
Πράγματι η ενασχόληση με τα μαθηματικά είτε ως μαθητεία είτε ως δημιουργία (για τους μαθηματικούς -επιστήμονες) είναι μία δύσκολη, χρονοβόρα, απογοητευτική πολλές φορές, υπερβολικά τεχνική διαδικασία. Υπάρχει όμως στο τέλος του δρόμου, στο τέλος μιας σύνθετης και πολύπλοκης απόδειξης το φως της ευτυχίας της κατανόησης. Της κατανόησης που υπερβαίνει τον δύσβατο δρόμο της απόδειξης και συνθέτει μια ευτυχή μνήμη την τελική αλήθεια. Της κατανόησης του να βλέπεις αυτό που ποτέ πριν δεν είχες δει, το θαύμα μιας αλήθειας. Μια αλήθεια που στα μαθηματικά περισσότερο από οπουδήποτε αλλού είναι καθολική. Καθολική με την έννοια ότι ξέρεις πως όποιος άλλος διανύσει αυτόν τον δρόμο (ίσως με τον δικό του ρυθμό και τρόπο) θα νιώσει στο τέλος του την ίδια απόλαυση της Αλήθειας.
Και ενώ οι αλήθειες του Έρωτα και της Τέχνης συναντούν τα μαθηματικά στο βαθμό που μοιράζεται κάνεις τον εκάστοτε δρόμο της ανακάλυψης της Αλήθειας, ο Αλαίν Μπαντιού κάνει μια εξαιρετική παρατήρηση για την σύνδεση μαθηματικών πολιτικής και εκπαίδευσης.
Συγκεκριμένα αποστρέφεται την σημερινή κατάντια της πολιτικής που βασίζεται στην ευήκοη παρουσίαση του ψεύδους, και εννοεί την δημοκρατική συλλογική διαμόρφωση αποφάσεων ως μία διαδικασία που μπορεί αν τα υποκείμενα έχουν “παιδευτεί” με τα μαθηματικά να καταλήξει σε μια ορθολογική καθολική και κοινή αλήθεια σε μια στιγμή ανείπωτης συλλογικής ευτυχίας από την επίλυση ενός συλλογικού προβλήματος.
Για να επιτευχθεί όμως αυτό χρειάζεται ατομικά και συλλογικά τα υποκείμενα να έχουν καλή σχέση με τα μαθηματικά κατά την εκπαίδευσή τους και αυτό γίνεται μόνο αν “μπουν στο παιχνίδι” της αναζήτησης της Αλήθειας με λογικές προτάσεις και συμβολισμούς. Και για να “μπουν στο παιχνίδι” πρέπει να παίξουν όλοι και ιδιαίτερα τα παιδιά κυριολεκτικά με τα μαθηματικά, να τα αγαπήσουν μέσω της χαράς από την παιγνιώδη επίλυση ενός γρίφου, ενός προβλήματος ενός αινίγματος, να δουν αυτό που δεν είχαν δει ποτέ πριν.
Την ευτυχία της αλήθειας των μαθηματικών.