Από το Πρόβατο όχι Αρνί
«Προσπαθώ να θυμηθώ, αν ξεκίνησες να κοιμάσαι αγκαλιά με μαξιλάρια όταν έπαψες να με θες ή όταν άρχισες να φοβάσαι, ότι θα έρθει μέρα που θα πάψεις να με θες και τότε τι νόημα θα ‘χει να αγκαλιάζεις, ποιον…»
Στα μισά του Αυγούστου. Εφτά γεμάτοι μήνες ήδη ανάδρομοι. Σκέφτομαι μέρες ετούτο το κείμενο. Το συζητάω με την Δ. σαν ατάκες που χτυπάνε σε τοίχο κι επιστρέφουν ομορφότερες, όπως το μπαλάκι του Στηβ Μακ Κουίν στη Μεγάλη Απόδραση. Είναι κάπως μονοθεματικό το μυαλό μου (η καρδιά μου, το σώμα μου, η ψυχή μου) αυτό τον καιρό. Πώς να ξεφύγουν οι λέξεις μου και να βρουν κι άλλες μυρωδιές, κι άλλα δέρματα, κι άλλους ιδρώτες να ασχοληθούν; Το σκέφτομαι. Δεν είμαι σίγουρος ότι στο τέλος δε θα οδηγηθώ στα backspace και τα delete. Γράφω υπό δοκιμήν. Κοιμάται εξάλλου η Δ. απόψε. Μόνος με τον αέρα που ξέσπασε στον πέμπτο θα προσπαθήσω.
Δεν θέλω άλλο να μένω σε μεγάλη πόλη. Με έχουν κουράσει αρκετά οι δρόμοι που δεν περπατούνται με τρεις ανάσες κ πέντε καλημέρες. Πολύ το φως τις νύχτες, πολύς ο θόρυβος τη μέρα. Θέλω σκοτάδι και ησυχία. Θέλω να σηκώνω τα μάτια και να βλέπω χωρίς ψάξιμο τον Ωρίωνα.
Σου ‘χω πει γι’ αυτόν; Έμαθα κι εγώ χρόνια πριν, αιώνες νομίζω, από ένα κορίτσι που ταξίδευε κάθε καλοκαίρι στο πιο νοτιοανατολικό σημείο του κόσμου για να τον βλέπει πριν κοιμηθεί. Ήταν ο καλύτερος κυνηγός που είδε ποτέ αυτός ο πλανήτης και συνοδός της Άρτεμης στα κυνήγια της. Γιος, μάλλον, του Ποσειδώνα περπατούσε πάνω στη θάλασσα πριν από τους ύστερους θεούς. Πανύψηλος, δικαιολογεί έτσι και τον χώρο που τα άστρα του πιάνουν στον ουρανό.
Τις ομορφότερες ιστορίες μου τις έχω ακούσει από κορίτσια που κάποτε με ερωτεύτηκαν και μετά δε μου ξαναμίλησαν. Ο Ωρίωνας είναι οι νυχτερινοί ψίθυροι ενός τέτοιου κοριτσιού.
«Πάρε με. Αν συμβεί οτιδήποτε πάρε με. Το πρώτο σου τηλέφωνο είμαι. Δεν αλλάζει.»
Κοιτάζω απέναντι περίπου στα εκατό μέτρα, μέσα από το ανοιχτό φως της μπαλκονόπορτας ενός διαμερίσματος. Στον τοίχο ξεκάθαρα κρεμασμένος ένας πίνακας με κόκκινες οριζόντιες αποχρώσεις. Ένας Rothko κρεμασμένος κάπου στην Καλαμαριά, σκέφτομαι. Γελάω. Ο πιο ακριβός πίνακας δημοπρασίας κάπου απέναντί μου αλλά είναι οι μπύρες τόσες που δε με αφήνουν να δω καθαρά ως εκεί. Ένας ντανταϊστής θα απολάμβανε την ήττα μου. Αλλά ο Rothko δεν ήταν τέτοιος. Το πατζούρι κατεβαίνει. Πια δε βλέπω τίποτα. Ούτε καν θολά. Τώρα ούτε ο ντανταϊστής θα χαιρόταν.
Πέθανε η Aretha Franklin σήμερα. Με πολλά “φεύγω” λυπάσαι. Αλλά είναι κάποια σαν το δικό της που ξέρεις ότι θα τραβάς τα cd για χρόνια και χρόνια απ’ το ράφι και θα την έχεις κραυγή και ψίθυρο και σπάραγμα δίπλα σου. Κάτι άλλα όμως… κάτι άλλα δε σου αφήνουν τίποτα να πιαστείς. Αυτά τα «φεύγω», αυτοί οι θάνατοι είναι οι πιο οριστικοί από όλους, γιατί δεν πεθαίνει μόνο αυτός που φεύγει αλλά κι εσύ που μένεις.
Δεν αλλάζει κάτι από την αρχή του κειμένου. Όσο και αν πέρασε από τότε, όσος χρόνος κι αν κύλησε στα αυλάκια του πληκτρολογίου μου. Η Δ. κοιμάται, δε σφίγγει μολύβια απόψε, δε μου αντιγυρνάει τα γονατίσματά μου. Δεν κάνουμε την κουβέντα για τα «φεύγω» και το οριστικό τους ψάχνοντας βάλσαμο και μύρο και χρυσάφι και όλους τους μάγους να σταματήσουν τα κλάματα. Απόψε γράφω σκόρπια, σκέφτομαι ασυγκρότητα, ικανοποιώ την ανάγκη μου να σου μιλάω με την προοπτική του για πάντα.
Το πρωί έκανα βόλτα στη γειτονιά. Μπήκα σε ένα καινούριο μαγαζί που άνοιξε. Το αγόρι στο ταμείο μου χαμογέλασε σαν και να μ’ ήξερε χρόνια:
-Κάπου σε ξέρω;
-Μένω εδώ πιο πάνω. Πιθανόν να με έχεις δει να περνάω απ’ έξω.
-Είσαι το αγόρι με τον γκρι σκύλο;
Ακούστηκε τόσο όμορφα! Να χαρακτηρίζεσαι από κάτι που αγαπάς τόσο. Να σου δίνει όνομα η παρουσία κάποιου που μαζί έχετε καταργήσει το δύο και το ‘χετε ανάγει σε μονάδα!
-Ναι, είμαι το αγόρι με τον γκρι σκύλο. Είναι το όνομά μου. (Κι όπως θα κατέληγε ο Οδυσσέας Ιωάννου: από εδώ και πέρα μπορούν να με φωνάζουν όπως θέλουν.)
*Ο πίνακας είναι έργο του Mark Rothko